«Ήμουνα
προσωπικός οδηγός του Συνταγματάρχη Ντερτιλή. Την Παρασκευή το απόγευμα
(16ης Νοεμβρίου) τον παρέλαβα από το σπίτι του και τον μετέφερα με το
τζιπ στην Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών στην οδό Σταδίου 10, γύρω στις 7
το βράδυ. Κατά τις 10 η ώρα βγήκε ο Ντερτιλής μαζί με κάποιον ανώτερο
αξιωματικό της Αστυνομίας και έφυγαν. Πότε επέστρεψαν δεν τους
αντελήφθην.
Στις 4 ή 4.30 ξημερώνοντας Σάββατο παρέλαβα τον Ντερτιλή και τον μετέφερα από την ΑΣΔΕΝ στο Πολυτεχνείο με το τζιπ. Σταμάτησα κοντά στην κατεστραμμένη πύλη, ο Ντερτιλής κατέβηκε και συζητούσε με κάποιον αξιωματικό της Αστυνομίας. Ξαφνικά αντελήφθην φασαρία και φωνές προς τη μεριά της διασταύρωσης Πατησίων και Στουρνάρα. Παρετήρησα ότι αστυφύλακες έδερναν έναν νεαρό. Ξαφνικά αυτός κατόρθωσε να αποσπασθεί από τους αστυφύλακες. Τότε ο Ντερτιλής, που μόλις είχε αντιληφθεί το επεισόδιο, έβγαλε από το μπουφάν του το περίστροφό του και πυροβόλησε χωρίς να πολυσκεφθεί.
Ο νεαρός έπεσε σαν κοτόπουλο. Έμεινε επί τόπου ακριβώς στην διασταύρωση Πατησίων και Στουρνάρα, προς την πλευρά της Ομόνοιας. Εγώ φαντάστηκα ότι του έριξε στα πόδια και περίμενα να κινηθεί. Όταν όμως είδα να σχηματίζεται μια λίμνη από αίμα και μια μικρή άσπρη λιμνούλα από μυαλά, κατάλαβα ότι τον πυροβόλησε στο κεφάλι και ήταν ήδη νεκρός.
Στις 4 ή 4.30 ξημερώνοντας Σάββατο παρέλαβα τον Ντερτιλή και τον μετέφερα από την ΑΣΔΕΝ στο Πολυτεχνείο με το τζιπ. Σταμάτησα κοντά στην κατεστραμμένη πύλη, ο Ντερτιλής κατέβηκε και συζητούσε με κάποιον αξιωματικό της Αστυνομίας. Ξαφνικά αντελήφθην φασαρία και φωνές προς τη μεριά της διασταύρωσης Πατησίων και Στουρνάρα. Παρετήρησα ότι αστυφύλακες έδερναν έναν νεαρό. Ξαφνικά αυτός κατόρθωσε να αποσπασθεί από τους αστυφύλακες. Τότε ο Ντερτιλής, που μόλις είχε αντιληφθεί το επεισόδιο, έβγαλε από το μπουφάν του το περίστροφό του και πυροβόλησε χωρίς να πολυσκεφθεί.
Ο νεαρός έπεσε σαν κοτόπουλο. Έμεινε επί τόπου ακριβώς στην διασταύρωση Πατησίων και Στουρνάρα, προς την πλευρά της Ομόνοιας. Εγώ φαντάστηκα ότι του έριξε στα πόδια και περίμενα να κινηθεί. Όταν όμως είδα να σχηματίζεται μια λίμνη από αίμα και μια μικρή άσπρη λιμνούλα από μυαλά, κατάλαβα ότι τον πυροβόλησε στο κεφάλι και ήταν ήδη νεκρός.
Μετά, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, μπήκε στο τζιπ και κτυπώντας με στην πλάτη, μου είπε “με παραδέχεσαι ρε; Σαράντα πέντε χρονών άνθρωπος και με τη μια τον πέτυχα στο κεφάλι”. Εγώ τα είχα χάσει και ήμουνα φοβερά ταραγμένος και φοβισμένος. Συνεχίσαμε προς την Πατησίων και φθάσαμε στο Μουσείο. Εκεί κάποιος υπάλληλος των τρόλεϊ ήταν μπλοκαρισμένος και οι αστυφύλακες του φώναζαν και τον έσπρωχναν. Ο Ντερτιλής κατέβηκε απ’ το τζιπ, κόλλησε το περίστροφό του στο στομάχι του ανθρώπου και τον φοβέριζε ότι θα τον σκοτώσει αν δεν εξαφανιστεί.
Μετά προχωρήσαμε προς τον ΟΤΕ όπου ευρίσκοντο αρκετοί πολίτες.
Ο Ντερτιλής έβγαλε το περίστροφό του και άρχισε να πυροβολεί χωρίς να μπορώ να διαπιστώσω αν χτυπήθηκε κανείς. Από τον ΟΤΕ γυρίσαμε πίσω και φθάσαμε στα Χαυτεία ακριβώς έξω από τον ΜΠΡΑΒΟ. Ενώ δεν είχαμε σταματήσει ακόμη, ο Ντερτιλής αντελήφθη πάνω από τον Κινηματογράφο “Αλάσκα” πολίτες που είχαν αποκλεισθεί. Κατέβηκε αμέσως από το αυτοκίνητό του και διέταξε τους ΛΟΚατζήδες να κάνουν έφοδο και να τους πιάσουν. Ο ίδιος έδινε διαταγές με το περίστροφο στο χέρι λέγοντας: “Βαράτε στο ψαχνό, πέντε παλιόπαιδα θα μας κάνουν ότι θέλουν;” Μετά από λίγο, οι ΛΟΚατζήδες κατέβασαν τριάντα περίπου άτομα και τους έβαλαν επάνω σε καμιόνια και τους πήραν.
Από το σημείο εκείνο φύγαμε και πήγαμε στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου και Μάρνη, σε μια υπηρεσία της Χωροφυλακής. Το διαπίστωσα αυτό, γιατί μόλις κατέβηκε ο Ντερτιλής έτρεξαν οι Χωροφύλακες και τον υποδέχτηκαν.
Αυτός όμως τους είπε, σαν να τους μάλωνε, “τι φοβάστε ρε; Βαράτε στο ψαχνό, εγώ έκανα την αρχή.”. Τότε κατάλαβα ότι είχε μαθευτεί η πράξις του Ντερτιλή.
Μετά από μέρες με ρώτησε ο Ντερτιλής: “Θυμάσαι ρε, αυτόν που πυροβόλησα στο Πολυτεχνείο; Ε, τη γλύτωσε τελικά.”
Φυσικά ήταν προφανής ο σκοπός του, ήθελε να απαλύνει την τρομερή εντύπωση που μου είχε δημιουργήσει με τον φόνο που έκανε εν ψυχρώ και να τον λησμονήσω. Αλλά το φοβερό αυτό γεγονός θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή. Έκανα πως τον πίστεψα αλλά δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι ο νεαρός ήταν νεκρός. Πράγμα που το διάβασα αργότερα στις εφημερίδες.
Μετά από αρκετές μέρες μ’ έδιωχναν με δυσμενή μετάθεση στο Πολύκαστρο. Με κάλεσε ο Ντερτιλής και μου είπε: “Παιδί μου, δεν πρέπει να ξεχνάς ένα πράγμα, ότι στην Υπηρεσία μας ότι ακούμε και ,τι βλέπουμε μένει για την Υπηρεσία, δεν το λέμε αυτό ούτε στην μάνα μας.”
Κατάλαβα τι εννοούσε. Η μετάθεσή μου στο Πολύκαστρο γινόταν επειδή ήμουν προσωπικός οδηγός του Ντερτιλή. Την δικαιολόγησαν όμως ότι είχα σπάσει τον καθρέπτη του αυτοκινήτου του και για τιμωρία έπαιρνα την μετάθεση αυτή.
Επίσης, θέλω να προσθέσω ότι κατά την διάρκεια των γεγονότων του Πολυτεχνείου ο Ντερτιλής έλεγε συνεχώς σε όποιον συναντούσε, “βαράτε στο ψαχνό”. Έλεγε ακόμη σε μερικούς άλλους ότι: “Όταν δείτε τέσσερα, άτομα τον έναν να τον σκοτώνετε και τους τρεις να τους βάζετε στο καμιόνι”».
Αυτή δεν είναι μία απλή (ένορκη)κατάθεση αλλά ένα ντοκουμέντο. Από τον τότε οδηγό (ηλικίας 21 ετών) του πρωταίτιου της 21ης Απριλίου Νικολάου Ντερτιλή, που πρόσφατα (28 Ιανουαρίου 2013) έφυγε από τη ζωή-έγκλειστος στις φυλακές Κορυδαλλού.
Ο Αντώνης Αγριτέλλης, ο οποίος υπηρετούσε τότε τη στρατιωτική του θητεία, τόλμησε και μίλησε καθαρά, λίγομετά την πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος, όταν όλα ακόμα ήταν «στον αέρα», αντικειμενικά υπήρχε φόβος για επανάκαμψη της «μπότας».
Ο νεκρός, στη συμβολή των οδών Στουρνάρη και Πατησίων (την επομένη της εισόδου του τανκ στο Πολυτεχνείο, στις 18 Νοεμβρίου 1973, σαν σήμερα πριν από 40 χρόνια) ήταν ένα 20χρονο παλικάρι από τη Μυτιλήνη, ο ηλεκτρολόγος Μιχάλης Μυρογιάννης…
Η ποινή και ο αναπτήρας
Στις 30 Δεκεμβρίου 1975 το Πενταμελές εφετείο Αθηνών, μετά από ακροαματική διαδικασία 2,5 μηνών και διάσκεψη 6 ημερών, εξέδωσε απόφαση με την οποία κήρυξε, τον Ντερτιλή, ένοχο ανθρωποκτονίας από πρόθεση του Μυρογιάννη και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη και διαρκή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Το δικαστήριο είχε ζητήσει από τον Αντώνη Αγριτέλλη, να τους αναφέρει κάποιες συνήθειές του συνταγματάρχη Ντερτιλή και κατέθεσε ότι τον έστελνε να αγοράζει τσιγάρα Dunhill και να πηγαίνει για επιδιόρθωση τον «Ronson» αναπτήρα του, σε κατάστημα στη οδού Πανεπιστημίου, στην Αθήνα.
Ο Ντερτιλής επιχείρησε να αμφισβητήσει τα λεγόμενα του Αγριτέλλη, με το επιχείρημα ότι τότε δεν ήταν 45 χρονών (όπως ανέφερε στην κατάθεσή του ο οδηγός του) αλλά πενήντα δύο. Όμως εις εκ των μαρτύρων κατηγορίας, ο μετέπειτα δήμαρχος Νίκαιας και Πειραιά Στέλιος Λογοθέτης προσκόμισε στο δικαστήριο μία απόδειξη επιδιόρθωσης αναπτήρα στο όνομα Ντερτιλής, ως επιβεβαίωση των λεγομένων του οδηγού.
Η μαρτυρία της μάνας
Δέκα χρόνια μετά τη δολοφονία του Μυρογιάννη, στις 18 Νοεμβρίου 1983, η μητέρα του, έγραψε στην «Ελευθεροτυπία»:
«Πριν 10 χρόνια , αυτή τη μέρα , είχα κι εγώ ένα παλικάρι , που έφυγε να πάει στο Πολυτεχνείο και από τότε δεν ξαναγύρισε . Θυμάμαι τα τελευταία του λόγια : « Μάνα , πόσο όμορφη είναι η ζωή . Μάνα , τι ωραία λόγια έχει ο Εθνικός μας Ύμνος»
Κι όταν του είπα , μη βγεις αγόρι μου σήμερα , μου απάντησε με το τραγούδι :
«Κράτα , μάνα , και θα γίνει το μεγάλο πήδημα , λευτεριά και ρωμιοσύνη είναι αδέρφια δίδυμα» .
Θυμάμαι και κάτι ακόμα : Εκείνο το πρωί όσες φορές έπαιρνα νερό , κι έβγαινα στην αυλή να ποτίσω τις γλάστρες με τα λουλούδια , έτρεχε και με φιλούσε . Τότε δεν μπορούσα να εξηγήσω το γιατί . Τα δεχόμουν όλα αμίλητη και περήφανη . Τώρα ξέρω γιατί . Τώρα που έχω μείνει με ένα χαρτί στο χέρι που λέει : «Διαμπερές τραύμα στο κεφάλι , βληθείς δια πυροβόλου όπλου , έξοδος εγκεφαλικής ουσίας» .
Κι όταν πια η μοναξιά , η πίκρα , ο πόνος , γίνονται αγανάκτηση , είναι σαν να ακούω τη φωνή του να μου λέει : « Μάνα , δεν πέθανα . Το αίμα μου σας ελευθέρωσε» .
Και τότε σκέπτομαι και ευχαριστώ όλους εκείνους που τον τίμησαν και τον τιμούν με οποιοδήποτε τρόπο . Και βλέπω τη μορφή της προτομής του , που βρίσκεται στη Μυτιλήνη , να μου χαμογελά»…
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου