του Σωτήρη Δημόπουλου
Η
συμμετοχή Τσετσένων μαχητών στο συριακό εμφύλιο πόλεμο φαίνεται ότι
είναι εντυπωσιακή. Οι πληροφορίες τούς περιγράφουν ως τους πλέον
αξιόμαχους και σκληρούς, ανάμεσα στους χιλιάδες ισλαμιστές, που πολεμούν
στο όνομα της τζιχάντ. Λέγεται μάλιστα ότι οι δύο απαχθέντες
Μητροπολίτες Χαλεπίου, των οποίων τα ίχνη αγνοούνται από τον περασμένο
Απρίλιο, έπεσαν θύματα Τσετσένων ανταρτών. Στις τάξεις τους, εκτός από
τους βετεράνους, βρίσκονται και αρκετοί νεώτεροι, που στρατολογήθηκαν
στους «μεντρεσέδες» του ρωσικού βορείου Καυκάσου. Εάν στα παραπάνω
προστεθούν γεγονότα, όπως η τρομοκρατική επίθεση στη Βοστώνη, από τους
Τσετσένους αδελφούς Τσαρνάεφ, και οι πρόσφατες βομβιστικές επιθέσεις στο
Νταγκεστάν, διαπιστώνεται ότι στον Καύκασο το πρόβλημα με την επιρροή
του εξτρεμιστικού Ισλάμ είναι εξαιρετικά ανησυχητικό.
Οι Ρώσοι αφότου προσάρτησαν τον Καύκασο, τον 19ο αιώνα, μια περιοχή που διακρίνεται από εθνοτική και φυλετική πανσπερμία, πέτυχαν μια εύθραυστη γεωπολιτική σταθερότητα. Δεν κατόρθωσαν, όμως, ποτέ να εδραιώσουν μια πολιτισμική συνοχή. Αποτέλεσμα αυτού ήταν σειρά εξεγέρσεων από τους μουσουλμανικούς λαούς. Στη διάρκειά τους, το Ισλάμ, με την καθοδήγηση των σούφι «Νακσμπαντί», αναδείχθηκε σε όχημα αντίστασης στη ρωσική αφομοίωση. Ένας, μάλιστα, ευφυής Άβαρος από το Νταγκεστάν, ονόματι Σαμίλ, κατόρθωσε να συγκροτήσει ένα εμιράτο στο βόρειο Καύκασο, στο οποίο επέβαλε τη σαρία. Η αντιπαράθεση θα συνεχιστεί, ακόμη και μετά την ίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης, τόσο ως αποτέλεσμα των εσωτερικών εξελίξεων όσο και των ρωσο-τουρκικών σχέσεων. Τη δεκαετία του 1930, θα πραγματοποιηθούν μαζικές εξεγέρσεις των Τσετσένων, εξαιτίας της βίαιης κολεκτιβοποίησης και των απαγορεύσεων της θρησκευτικής λατρείας. Ενώ, κατά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, αρκετοί Τσετσένοι θα συνεργασθούν με τα ναζιστικά στρατεύματα. Εξ αυτής της αφορμής, ο Στάλιν θα εκτοπίσει, το 1944, το σύνολο του πληθυσμού των Τσετσένων και των Ινγκουσίων στην Κεντρική Ασία. Θα επιστρέψουν μόνο μετά το 1957, με απόφαση του Χρουστσόφ. Οι επόμενες ήρεμες δεκαετίες θα διακοπούν με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς η Τσετσενία θα κινηθεί προς την ανεξαρτησία της. Η ντε φάκτο απόσχισή της προκάλεσε το 1994 τον πρώτο ρωσο-τσετσενικό πόλεμο, ο οποίος κατέληξε σε ρωσική πανωλεθρία. Το διάστημα αυτό, στο οιονεί κρατίδιο, θα αναπτυχθούν ορμητικά οι ισλαμιστικές ιδέες. Σταδιακά οι σούφοι ιερωμένοι θα χάσουν τον έλεγχο από τους σαλαφιστές, που είχαν την απλόχερη χρηματοδότηση των χωρών της αραβικής χερσονήσου. Η υποχώρηση του εθνικισμού, ως κυρίαρχης ιδεολογίας, και η αντικατάστασή του από τον πανισλαμισμό θα επιτρέψει τη διείσδυση των εξτρεμιστών σε όλο το βόρειο Καύκασο. Έτσι, ο δεύτερος ρωσο-τσετσενικός πόλεμος θα πυροδοτηθεί μετά την επίθεση, το 1999, του πολέμαρχου Μπασάεφ στο Νταγκεστάν. Η ρωσική ελίτ δεν ήταν, όμως, διατεθειμένη να αφήσει τη Ρωσική Ομοσπονδία να διαλυθεί. Ο Πούτιν, ως πρωθυπουργός, θα συντρίψει, σε έναν ανελέητο πόλεμο, τους Τσετσένους και θα εξασφαλίσει εκ νέου τη κυριαρχία της Μόσχας στον Καύκασο.
Εντούτοις, η επικράτηση του ρωσικού στρατού δεν αρκούσε για να επιλυθεί το πρόβλημα. Οι φονταμενταλιστές θα συνεχίζουν τη δράση τους με τρομοκρατικές ενέργειες. Οι πιο τραγικές απ’ αυτές ήταν το 2002 στο θέατρο Ντουμπρόβκα, στην Μόσχα, με 170 νεκρούς, και στο σχολείο του Μπεσλάν της Οσσετίας, το 2004, που άφησε πίσω 331 νεκρούς -ανάμεσά τους 184 παιδιά. Το 2006, ο Ντόκου Ουμάροφ ανακήρυξε το «Εμιράτο του Καυκάσου», μια πανκαυκασιανή τρομοκρατική ομάδα, με στόχο τη δημιουργία ισλαμικού κράτους, που θα περιλαμβάνει τη Τσετσενία, το Νταγκεστάν, την Ινγκουσέτια και την Καμπαρντινο-Μπαλκαρία. Η Μόσχα θα προσπαθεί, παράλληλα με την πολιτική της καταστολής, να αποσπάσει τους μουσουλμάνους από την επιρροή των ισλαμιστών, μέσω της αθρόας χρηματοδότησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο προϋπολογισμός των Δημοκρατιών του Καυκάσου επιδοτείται από το κέντρο σε ποσοστό 60-80%. Παρ’ όλα αυτά, τα ποσοστά της ανεργίας παραμένουν πολύ υψηλά. Αυτό οφείλεται τόσο στη γενικευμένη διαφθορά, όσο και στην υψηλή γεννητικότητα των μουσουλμάνων. Ανάμεσα στο σφύζοντα νεανικό πληθυσμό δεν είναι, επομένως, δύσκολη η στρατολόγηση μελών από τους σαλαφιστές. Ως εκ τούτου, μπορούν να θεωρηθούν ως απόλυτα δικαιολογημένες οι ανησυχίες της Μόσχας για την ασφάλεια των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2014, στο γειτονικό στον Καύκασο Σότσι, με τόσους οπαδούς της Αλ Κάιντα σε απόσταση αναπνοής.
infognomonpolitics@gmail.com
Οι Ρώσοι αφότου προσάρτησαν τον Καύκασο, τον 19ο αιώνα, μια περιοχή που διακρίνεται από εθνοτική και φυλετική πανσπερμία, πέτυχαν μια εύθραυστη γεωπολιτική σταθερότητα. Δεν κατόρθωσαν, όμως, ποτέ να εδραιώσουν μια πολιτισμική συνοχή. Αποτέλεσμα αυτού ήταν σειρά εξεγέρσεων από τους μουσουλμανικούς λαούς. Στη διάρκειά τους, το Ισλάμ, με την καθοδήγηση των σούφι «Νακσμπαντί», αναδείχθηκε σε όχημα αντίστασης στη ρωσική αφομοίωση. Ένας, μάλιστα, ευφυής Άβαρος από το Νταγκεστάν, ονόματι Σαμίλ, κατόρθωσε να συγκροτήσει ένα εμιράτο στο βόρειο Καύκασο, στο οποίο επέβαλε τη σαρία. Η αντιπαράθεση θα συνεχιστεί, ακόμη και μετά την ίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης, τόσο ως αποτέλεσμα των εσωτερικών εξελίξεων όσο και των ρωσο-τουρκικών σχέσεων. Τη δεκαετία του 1930, θα πραγματοποιηθούν μαζικές εξεγέρσεις των Τσετσένων, εξαιτίας της βίαιης κολεκτιβοποίησης και των απαγορεύσεων της θρησκευτικής λατρείας. Ενώ, κατά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, αρκετοί Τσετσένοι θα συνεργασθούν με τα ναζιστικά στρατεύματα. Εξ αυτής της αφορμής, ο Στάλιν θα εκτοπίσει, το 1944, το σύνολο του πληθυσμού των Τσετσένων και των Ινγκουσίων στην Κεντρική Ασία. Θα επιστρέψουν μόνο μετά το 1957, με απόφαση του Χρουστσόφ. Οι επόμενες ήρεμες δεκαετίες θα διακοπούν με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς η Τσετσενία θα κινηθεί προς την ανεξαρτησία της. Η ντε φάκτο απόσχισή της προκάλεσε το 1994 τον πρώτο ρωσο-τσετσενικό πόλεμο, ο οποίος κατέληξε σε ρωσική πανωλεθρία. Το διάστημα αυτό, στο οιονεί κρατίδιο, θα αναπτυχθούν ορμητικά οι ισλαμιστικές ιδέες. Σταδιακά οι σούφοι ιερωμένοι θα χάσουν τον έλεγχο από τους σαλαφιστές, που είχαν την απλόχερη χρηματοδότηση των χωρών της αραβικής χερσονήσου. Η υποχώρηση του εθνικισμού, ως κυρίαρχης ιδεολογίας, και η αντικατάστασή του από τον πανισλαμισμό θα επιτρέψει τη διείσδυση των εξτρεμιστών σε όλο το βόρειο Καύκασο. Έτσι, ο δεύτερος ρωσο-τσετσενικός πόλεμος θα πυροδοτηθεί μετά την επίθεση, το 1999, του πολέμαρχου Μπασάεφ στο Νταγκεστάν. Η ρωσική ελίτ δεν ήταν, όμως, διατεθειμένη να αφήσει τη Ρωσική Ομοσπονδία να διαλυθεί. Ο Πούτιν, ως πρωθυπουργός, θα συντρίψει, σε έναν ανελέητο πόλεμο, τους Τσετσένους και θα εξασφαλίσει εκ νέου τη κυριαρχία της Μόσχας στον Καύκασο.
Εντούτοις, η επικράτηση του ρωσικού στρατού δεν αρκούσε για να επιλυθεί το πρόβλημα. Οι φονταμενταλιστές θα συνεχίζουν τη δράση τους με τρομοκρατικές ενέργειες. Οι πιο τραγικές απ’ αυτές ήταν το 2002 στο θέατρο Ντουμπρόβκα, στην Μόσχα, με 170 νεκρούς, και στο σχολείο του Μπεσλάν της Οσσετίας, το 2004, που άφησε πίσω 331 νεκρούς -ανάμεσά τους 184 παιδιά. Το 2006, ο Ντόκου Ουμάροφ ανακήρυξε το «Εμιράτο του Καυκάσου», μια πανκαυκασιανή τρομοκρατική ομάδα, με στόχο τη δημιουργία ισλαμικού κράτους, που θα περιλαμβάνει τη Τσετσενία, το Νταγκεστάν, την Ινγκουσέτια και την Καμπαρντινο-Μπαλκαρία. Η Μόσχα θα προσπαθεί, παράλληλα με την πολιτική της καταστολής, να αποσπάσει τους μουσουλμάνους από την επιρροή των ισλαμιστών, μέσω της αθρόας χρηματοδότησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο προϋπολογισμός των Δημοκρατιών του Καυκάσου επιδοτείται από το κέντρο σε ποσοστό 60-80%. Παρ’ όλα αυτά, τα ποσοστά της ανεργίας παραμένουν πολύ υψηλά. Αυτό οφείλεται τόσο στη γενικευμένη διαφθορά, όσο και στην υψηλή γεννητικότητα των μουσουλμάνων. Ανάμεσα στο σφύζοντα νεανικό πληθυσμό δεν είναι, επομένως, δύσκολη η στρατολόγηση μελών από τους σαλαφιστές. Ως εκ τούτου, μπορούν να θεωρηθούν ως απόλυτα δικαιολογημένες οι ανησυχίες της Μόσχας για την ασφάλεια των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2014, στο γειτονικό στον Καύκασο Σότσι, με τόσους οπαδούς της Αλ Κάιντα σε απόσταση αναπνοής.
infognomonpolitics@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου