ποίημα του Μικέλη Άμβλιχου
Το πρόσωπό του εκείνο το γιωμένο ,
που της καρδιάς του δείχνει τη σκουριά ,
το γέλιο το κρυφό και λυσσιασμένο ,
που η δυστυχία των άλλων του γεννά ,
το φθονερό του μάτι το σβυσμένο ,
που δείχνει βουλιμία για συμφορά ,
μας εξηγούν γιατ’ είναι διψασμένο
το αχείλι του και πόλεμο ζητά .
Ζητάει να ιδή στα μαύρα φορεμένους
πατέρες και μανάδες που μισεί
να τους ιδή στα δάκρυα τους πνιγμένους ,
θάναι δροσιά στην έρμη του ψυχή .
Για τούτο υπέρ πατρίδος σκούζει-κράζει ,
όρνιο που για κουφάρια αναστενάζει .
Ο Άβλιχος Γ. Μικέλης (Μιχαήλ) ήταν Έλληνας σατιρικός ποιητής. Γεννήθηκε από εύπορους γονείς (Γεώργιος του Θεοδώρου Άβλιχος και Ειρήνη του Σπυρίδωνος Κουρούκλη) στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς στις 18 Μαρτίου 1844 και σπούδασε στο εκεί Πετρίτσειο Γυμνάσιο και μετά στην Ελβετία στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης, όπου και ήλθε σε επαφή με τον Αναρχισμό και τις ιδέες του Μιχαήλ Μπακούνιν. Έζησε κάποια χρόνια στο Παρίσι, την Ζυρίχη και την Βενετία. Όταν το 1872 επέστρεψε στην πατρίδα του, συνέχισε και συμπλήρωσε την ποίηση του συμπατριώτη του Λασκαράτου, εστιάζοντας την λεπτή ειρωνεία του στον αγώνα κατά της κοινωνικής αδικίας, της θρησκοληψίας, της πλουτοκρατίας και του πολέμου.
Για ένα μικρό διάστημα συνεργάσθηκε λογοτεχνικά με τους Παναγιώτη Πανά και Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, υπήρξε ωστόσο πολύ φειδωλός στις δημοσιεύσεις και γι’ αυτό το σύνολο της δημοσιευμένης ποιητικής του παραγωγής δεν ξεπερνά τις 100 σελίδες. Κατά την περίοδο 1912 – 1913 πάντως, έκανε τις τακτικότερες δημοσιεύσεις του στο περιοδικό «Ζιζάνιο».
Παρά την ευψυχία και την ισχυρή του προσωπικότητα, ο Άβλιχος δεν κατόρθωσε να επηρεάσει αποτελεσματικά την επτανησιακή διανόηση της εποχής του, και ενώ, όπως γράφει ο Κορδάτος, στην Αθήνα η ποίησή του εκτιμήθηκε πολύ, η ασφυκτικά ελεγχόμενη από τους πλούσιους και τους παπάδες τοπική κοινωνία τον οδήγησε γρήγορα στην απομόνωση. Πέθανε στο Ληξούρι στις 28 Νοεμβρίου 1917 και ετάφη εκεί. Έμεινε μέχρι τον θάνατό του συνεπής στις αθεϊστικές και αναρχικές θέσεις του και αποχαιρέτησε τους φίλους του με τα εξής τελευταία του λόγια: «Μην θρηνείτε, γιατί ο Μικέλης πάει στην ζωή».
wikipedia.
οι Active Member μελοποιούν τους στίχους :
Με λίγα λόγια κόψε φάτσα και βγάλε συμπέρασμα
απόψε θρηνώ όσα χρόνια αγαπάω.
Εδώ χτυπήσανε πρόσφυγες στο Πέραμα,
στους τάφους των δικών μου ντρέπομαι να πάω.
Πως γίναμε έτσι λασπερά ποντικοσώμματα
Και ποια κατάρα δίπλα μας φωνάζουμε να ‘ρθει;
Τα κατουρήματα του χρόνου σ’ αυτά τα χώματα
κάναν τη μυρωδιά μας για πάντα να χαθεί.
Ποια λύσσα κακιά και ποια της πείνας αφορμή,
κάνει τ’ αλάνια τα παλιά ανθρωπόμορφα κτήνη.
Πως ξεχαστήκαν της προσφυγιάς μας οι λυγμοί;
Τι άλλο ακόμα μπορεί να γίνει;
Εδώ ήτανε το απάγκιο μας, κάναμε όλοι υπομονή,
Είχαμε ταιριάξει τις παραξενιές μας.
Ήτανε το απάγκιο μας, κάναμε υπομονή
Τα δίναμε όλα απλόχερα και τις ευχές μας.
Ξεχάσαμε όμως τα παιδιά μας και πάνω στην ανησυχιά τους
Ήρθε μια πρόταση, μια μαύρη αφήγηση.
Τρύπησε στο μυαλό τους, έσφιξε τα κορμιά τους
και τους πότισε με μίσος κι εκδίκηση.
Κι άντε μάζεψε τα κι άλλαξε τα γούστα τους,
Έχουνε δήθεν αντρέψει, βιώσαν το μαρκάρισμα.
Μη τυχόν και γινήτε σα τα μούτρα τους,
το παραμύθι αυτό δεν τελειώνει με λυντσάρισμα.
Ψάχτε τον τρόπο ‘κείνο τον μαγικό της ζωής
μέσα απ’ τα σχολειά και τα σαλόνια σας.
Να τους μάθετε ποιος είναι ο τόπος της φυγής,
αλλιώς πάνω στους τάφους σας θα κρεμάνε τα εγγόνια σας
Μη μ’αφηνεις,
κοιτα εκει έξω γεμισαν οι δρόμοι με φωτιές
- ξανασμίξαν η οργή κι οι φόβοι σαν και χθές….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου