Το σκεφτόμουν συχνά –πώς παίρνεις είδηση οτι γέρασες; Ένας εύκολος
τρόπος είναι όταν πηγαίνεις σε μια συναυλία κι ο μπράβος στην είσοδο σε
ρωτάει αν θες να μπεις μέσα για να ψάξεις το παιδί σου ή θα το
περιμένεις απέξω. Αλλά τα έφερε έτσι η κατάρα και οι αγαπημένοι μας
καλλιτέχνες γέρασαν μαζί μας, οπότε τζίφος η υπόθεση…. Πώς παίρνεις
είδηση οτι γέρασες λοιπόν;
Με την ποπ μουσική να κοιτάζει προς τα πίσω αντί για μπροστά, με
τους πιτσιρικάδες να υιοθετούν ιδέες συντηρητικότερες απ΄αυτές που είχαν
οι γονείς μας, με τη μόδα να επανέρχεται στις αρβύλες και τα κολάν, δεν
είναι και τόσο εύκολο να παραδεχτείς οτι βγήκες εκτός κυκλοφορίας…
Στάσου μισό λεπτό… Μήπως οι παραπάνω διαπιστώσεις είναι απλώς
γεροντικές αυθαιρεσίες, ανάλογες του «εσείς είστε μια χαρά τώρα –εμείς
στην Κατοχή να δείτε πείνα» ή του «τώρα οι μπάτσοι σας χαϊδεύουν –στη
χούντα να δείτε ξύλο» και των λοιπών κλασσικών τσιτάτων που μας
εκνεύριζαν στα δικά μας νεανικά χρόνια; Και ποιος θα μπορούσε να
απαντήσει σ΄αυτό το ερώτημα; Κανένας –εφόσον δεν μπορεί να γίνει
σύγκριση μεταξύ δυο καταστάσεων από τις οποίες τη μια μόνο έζησε αυτός
που καλείται να συγκρίνει!
Εντάξει λοιπόν –ας κάνουμε κάτι πιο απλό -ας διακρίνουμε το κατά
πόσο γεράσαμε μέσα από τη σχέση μας με τα παιδιά… Όλοι έχουμε κάποια
επαφή με παιδιά –είτε δικά μας, είτε όχι. Κι όσοι δεν έχουμε, διαθέτουμε
ισχυρή άποψη περί του πώς πρέπει να ανατρέφονται τα παιδιά, τι είναι
κακό και τι καλό γι΄αυτά –κάνω λάθος;
Λέμε, για παράδειγμα, οτι τα σημερινά παιδιά είναι κολλημένα σε μια
οθόνη (κινητού, υπολογιστή) αντί να βγαίνουν έξω και να
συναναστρέφονται τους συνομηλίκους τους –κι αυτή μας η άποψη είναι τόσο
σωστή και τόσο απέραντα λανθασμένη σα να λέγαμε οτι ένα καράβι πλέει στη
θάλασσα άρα οι επιβάτες του θα βραχούν αναγκαστικά όταν σηκωθεί κύμα.
Εξηγούμαι…
Όντως, πριν από 100 χρόνια (όταν ήμασταν εμείς παιδιά) δεν
μαζευόμασταν από τους δρόμους –νύχτωνε και βγαίνανε οι μανάδες
τσιρίζοντας: «δε θα έρθει ο πατέρας σου; θα δεις τότε τι έχεις να πάθεις
παλιόπαιδο!»
Όντως, 100 χρόνια μετά, η κόρη μου δε μου πολυμιλάει ακόμα κι όταν
βγαίνουμε οι δυο μας για φαγητό. Γιατί τσεκάρει την κίνηση στο τουίτερ.
Και στο σπίτι πέφτει με τα μούτρα στον υπολογιστή. Τι κάνει;
Σκάιπ με τις φίλες της, φέισταϊμ με τις φίλες της, τουιτάρει
ακολουθώντας τους αγαπημένους της καλλιτέχνες –τις προάλλες «της έκανε
φόλοου» ένας τυπάκος από την άλλη άκρη του κόσμου ο οποίος, τυπάκος,
ανοίγει τις συναυλίες του αγαπημένου της συγκροτήματος. Σκέφτομαι τώρα
–στα 14 μου άκουγα Στόουνς, Μπάουι και Σάμπαθ, αν μπορούσα κάπου να
διαβάζω κάθε μέρα τα μηνύματα που θα έστελνε ο Μπάουι ας πούμε δεν θα
ήμουν ο ευτυχέστερος των ανθρώπων; Να το δούμε κι αλλιώτικα –αν μου
έστελνε ένα προσωπικό μήνυμα ο Ίαν Χάντερ που άνοιγε με το συγκρότημά
του τις συναυλίες του Μπάουι πώς θα αισθανόμουν; Έλα τώρα! Αυτά δε
γίνονται ούτε στις ταινίες! Αλλά τα ζει η κόρη μου!
Ναι, αλλά το παιχνίδι στις αλάνες που το έχουμε θεοποιήσει και δεν το ζουν τα σημερινά παιδιά;
Να θυμίσω λοιπόν οτι τότε βγαίναμε στους δρόμους γιατί: α) δεν
είχαμε τίποτα να κάνουμε στο σπίτι μας και β) οι γονείς μας δεν μας
άφηναν να φέρουμε τους φίλους μας μην τους λερώσουμε τα χαλιά. Αν οι
γέροι μάς άφηναν να φέρουμε κόσμο, να πιούμε τους καφέδες μας, να
καπνίσουμε τα τσιγάρα μας, να ακούσουμε τη μουσική μας και να βάλουμε τα
πόδια στο τραπέζι, μαλάκες ήμασταν να παγώνει ο κώλος μας στα τσιμέντα;
Αν μας άφηναν να μπαλαμουτιάσουμε τη γκόμενά μας στο δωμάτιό μας,
ηλίθιοι ήμασταν να τρέχουμε στα παρκάκια δίπλα στα σκυλόσκατα και τους
ματάκηδες;
Βγαίναμε στους δρόμους για να βολτάρουμε με τα ποδήλατά μας –σωστό!
Άντε τώρα να βολτάρει το πιτσιρίκι με τα αυτοκίνητα να κυκλοφορούν σα
διάολοι στα στενά και τις λεωφόρους –το παίρνουμε λοιπόν, το βάζουμε
μέσα σε έναν περιφραγμένο χώρο σαν προαύλιο φυλακής και του λέμε «εδώ θα
κάνεις, που είναι ασφαλή». Τι να κάνει το παιδί; Να γυρνάει γύρω-γύρω
σαν τον Μπραντ Ντέιβις στο Εξπρές του Μεσονυχτίου; Μετά από δυο
γύρες έρχεται σέρνοντας το ποδήλατο και παραπονιέται οτι βαρέθηκε.
«Κωλόπαιδο –αν είχα εγώ τέτοιο ποδήλατο στην ηλικία σου…» φωνάζουμε.
«Δεν έχεις περάσει Κατοχή», φωνάζει μέσα μας ο δικός μας γέρος και
γελάει κάτω απ΄τα μουστάκια του.
Βγαίναμε στους δρόμους για να παίξουμε μπαλίτσα, θα πεις, ενώ τα
σημερινά παιδιά… Τα σημερινά παιδιά τα έχουμε γράψει από 5 χρονών σε
ομάδα μπάσκετ, βόλεϊ, ποδοσφαίρου, κρίκετ, μπαλέτου, ρυθμικής, βάλε τώρα
που γυρίζει! Όταν λοιπόν τραβιούνται 3 μέρες τη βδομάδα, με το κεφάλι
κουδούνι από τα διαβάσματα, στις προπονήσεις –ε, όχι φίλε μου, δεν έχουν
καμιά όρεξη να παίξουν μπαλίτσα στην αλάνα!
Τα παιδιά μας συναντιούνται με τους συμμαθητές τους στο ίντερνετ κι
αυτό είναι προβληματικό –θα συμφωνήσω. Αλλά περισσότερο προβληματικό
είναι το οτι οι συμμαθητές τους μένουν ένα τέταρτο απόσταση με
αυτοκίνητο (ο κοντινότερος). Κι όταν έρχονται να σου πουν «πότε θα με
πας στο σπίτι τού τάδε» εσύ είσαι ψόφιος στην κούραση και σκέφτεσαι οτι
πρέπει να μιλήσεις με τους γονείς τού τάδε πριν τους φορτώσεις το παιδί
σου, άσε που θα πρέπει να καλέσεις και τον τάδε σπίτι σας την επόμενη
φορά και ποιος έχει τέτοια όρεξη; Αλλά ανησυχείς που το παιδί σου
συναντιέται με τους συμμαθητές του στο ίντερνετ, «δεν είναι φυσιολογικά
πράγματα αυτά!»
Τα παιδιά μας είναι συνεχώς καλωδιωμένα κι αυτό κάνει κακό στην
υγεία τους –δίκιο έχεις! Αλλά το ότι κάπνιζες από τα 14 δεν έκανε κανένα
κακό στη δική σου υγεία!
Τα παιδιά μας κινδυνεύουν στο ίντερνετ όπου κυκλοφορεί ο κάθε
ανώμαλος –σωστό κι αυτό! Ενώ όταν εσύ γύρναγες τις νύχτες στα Εξάρχεια,
την Κυψέλη, τη Φυλής ή στην Πειραϊκή μόνο πάνω σε καθηγητές
πανεπιστημίου, και κυρίες της αυλής του Όθωνος τράκαρες –είναι γνωστό
άλλωστε οτι μόνο τέτοιοι κυκλοφορούσαν τις νύχτες στα πέριξ!
Εντάξει, αλλά τα σημερινά παιδιά δεν έχουν πνευματικές ανησυχίες,
δε διαβάζουν, δε βλέπουν ταινίες της προκοπής –μέχρι και η γλώσσα που
χρησιμοποιούν αποτελείται από συντομογραφίες. Πώς θα καλλιεργηθεί
πνευματικά αυτή η γενιά;
Ας θυμηθούμε λίγο τα παιδικά μας χρόνια –ας θυμηθούμε τα εργαλεία της πνευματικής μας καλλιέργειας, τα βιβλία, τους δίσκους…
Τότε λοιπόν αναπτύσσαμε το πνευματικό μας επίπεδο με κόμιξ, τσόντες
και βιβλία. Τα μεν κόμιξ είναι βέβαια φορείς απόψεων και ιδεών αλλά δε
νομίζω οτι μπορεί να ισχυριστεί κανείς μας οτι γίναμε επαναστάτες λόγω
Μπλεκ ή Σπάιντερμαν, ή πως γίναμε κοινωνικοί αναμορφωτές λόγω Μικυμάο
(που λέει κι ο φίλος μου ο Μιχάλης), Ζάκουλα ή Βαβέλ! Υποκουλτούρα
υπήρξαν τα κόμιξ και σαν τέτοια μας επηρέασε και τη χαρήκαμε αλλά δεν
ήταν δα και τίποτα φοβερό –το οποίο αν το στερηθούν τα παιδιά μας θα
βγουν λειψοί άνθρωποι!
Όσο δε για τα λογοτεχνικά βιβλία που διαβάζαμε υπήρξαν σαφώς
λιγότερα από αυτά που διαβάζουν τα παιδιά σήμερα (γιατί, θυμάμαι τότε
οτι έπρεπε να κάνουμε μανούρα στους γέρους μπας και μας δώσουν
ν΄αγοράσουμε κανένα Σάλιντζερ ενώ σήμερα τα παιδιά έχουν κάτι
βιβλιοθήκες στα δωμάτιά τους που δεν τις είχε ονειρευτεί ούτε γιος
ακαδημαϊκού στα χρόνια μας). Το ρεζουμέ λοιπόν βγαίνει το ίδιο -100
βιβλία (τυχαίο νούμερο) που έπρεπε να διαβάσει ο άνθρωπος, εμείς τα
αποκτήσαμε μετά κόπων και βασάνων ενώ τα σημερινά παιδιά τα βρήκαν
έτοιμα. Κι αν μου πεις για τις φιλοσοφίες, για τους Μαρκούζε, τους Φρομ,
τους Μαρξ και τους Μπακούνιν που διαβάζαμε στα νιάτα μας –άστο καλύτερα
ρε φίλε! Εμείς ο ίδιοι τους απαξιώσαμε, εμείς αποδεχτήκαμε το τέλος των
ιδεολογιών κι αποφασίσαμε οτι μόνο το «ότι φάμε» ισχύει –με ποιο
δικαίωμα λοιπόν θα ζητήσουμε από τα παιδιά μας να διαβάσουν τα κείμενα
πάνω στα οποία κατουρήσαμε;
Περί δίσκων και μουσικής γενικότερα, δεν υπάρχει θέμα. Η κόρη μου
έχει στο κινητό της όσο όγκο μουσικής είχα εγώ στη δισκοθήκη μου όταν
ήμουνα 5-6 χρόνια μεγαλύτερός της. Και ακούει μουσική συνέχεια. Όχι όπως
εγώ, που για να βάλω δίσκο έπρεπε να τσακωθώ με τη μάνα μου, τους
γείτονες και τον παπά της ενορίας!
Αλλά, ας δούμε λίγο τη γλώσσα που χρησιμοποιούν –αυτή τη γλώσσα που
έχει γίνει τσαρούχι στο στόμα των ανησυχούντων δημογερόντων… Οι οποίοι
βλέπεις μιλούσαν με στίχους του Σικελιανού όταν ήταν πιτσιρικάδες,
γι΄αυτό και σήμερα είναι τόσο ικανοί στη χρήση της γλώσσας, γι΄αυτό
ακόμα και δημοσιογράφοι ή πολιτικοί (άτομα δηλαδή που πουλάνε γλώσσα σε
καθημερινές δόσεις) κατακρεουργούν κάθε έννοια συντακτικού ή
ετυμολογίας! Κάνω λάθος;
Και θα κάνω λάθος αν ισχυριστώ οτι κι εμείς ως πιτσιρικάδες
μιλούσαμε μια γλώσσα απλουστευτικά χρηστική την οποία δεν καταλάβαιναν
οι μεγαλύτεροί μας; Επειδή φίλε μου η γλώσσα επικοινωνίας φτιάχνεται
στους χώρους επικοινωνίας –δηλαδή στα σχολεία όπου τα διαλείμματα
διαρκούσαν πάντα λιγότερο απ΄όσο θα θέλαμε και μέσα στις τάξεις. Όταν
λοιπόν πρέπει να συνεννοηθείς (επειδή αυτός είναι ο βασικός σκοπός της
γλώσσας, όσο κι αν επιλέγουμε να το ξεχνάμε) με το συμμαθητή σου στην
ώρα του μαθήματος πιο πιθανό είναι να τον ρωτήσεις «καφέ μετά;» παρά «θα
πάμε στην καφετέρια στο σχόλασμα;» Κι αν η επικοινωνία γίνεται μέσω
κινητών (όπως σήμερα –και πριν αποφασίσεις οτι τα κινητά είναι σκέτη
κατάρα, σκέψου πόσα κινητά έχεις εσύ!) τότε λογικό είναι να γράφει το
παιδί «τ κανς;» και το άλλο να του απαντάει με «χαμογελάκι». Ζωή είναι
αυτή και τρέχει –δεν είναι φιλολογικό τέιο!
Κάτι τελευταίο! Την επόμενη φορά που θα κοιτάξεις την έκθεση του
παιδιού σου και θα κουνήσεις την κεφάλα σου για την έλλειψη εκφραστικών
μέσων από την οποία πάσχει, κοίτα να θυμηθείς τι έγραφες εσύ στην ηλικία
του και μάλιστα σε τόσο θελκτικά θέματα όπως το «Οις οιωνός άριστος» ας
πούμε…
Έχουμε την τάση να γεροντοποιούμε την παιδικότητα στερώντας
έτσι το δικαίωμα γνώμης από τα παιδιά. Λέμε δηλαδή: «τα αρχαία ελληνικά
είναι απαραίτητο εφόδιο πνευματικής ολοκλήρωσης» και εννοούμε τη δική μας πνευματική
ολοκλήρωση. Νιώθουμε μη ολοκληρωμένοι επειδή δεν μάθαμε τη δοτική του
«γίγνομαι» και αναγκάζουμε τα παιδιά μας να το κάνουν αντί για μας. Σε τι διαφέρει αυτό από το απωθημένο των γονιών μας οι οποίοι δεν κατάφεραν να γίνουν γιατροί ή δικηγόροι και πίεζαν εμάς να μπούμε στην ιατρική ή τη νομική;
Εκτός αυτού, αντικατοπτρίζουμε την κοινωνική μας αρτηριοσκλήρωση
στα παιδιά μας –τα θεωρούμε ώριμα μόνο όταν αποφασίζουν το ίδιο με εμάς,
σε κάθε άλλη περίπτωση καταφεύγουμε σε ελεγείες περί «καλομαθημένης
νεολαίας». Όπως ακριβώς έπρατταν και οι γονείς μας…
Με ρώταγε τις προάλλες η κόρη μου: «εσείς δηλαδή όταν ήσασταν στην
ηλικία μας, τι σκεφτόσασταν για το μέλλον σας;» «τίποτα δεν
σκεφτόμασταν», παραδέχτηκα «γιατί ήμασταν σίγουροι οτι δεν είχαμε μέλλον
–οτι θα πεθαίναμε στα 30 ή κάτι τέτοιο», «μα πώς είναι δυνατό να μη
σκεφτόσασταν τίποτα;» απορούσε η μικρή –κι εγώ δεν βρήκα καμιά απάντηση
να της δώσω.
Η απάντηση βέβαια είναι οτι είχαμε δίκιο –όντως πεθάναμε κάπου εκεί
στα 30 κι αυτοί που κυκλοφορούν με τα ονόματα και τις παραμορφωμένες
φάτσες μας είναι κάποιοι άλλοι. Κάποιοι γκρινιάρηδες παλιόγεροι, άνευ
ιδιαίτερης χρηστικής αξίας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου