Απόσπασμα από το βιβλίο του Λουίς Σεπούλβεδα «η τρέλα του
Πινοσέτ». Ένα κείμενο αφιερωμένο σε όσους «τόλμησαν να θελήσουν να
πραγματώσουν τα όνειρά τους» και για αυτό θυσιάστηκαν. Το «να μάθουμε να
ζούμε με τις απουσίες» δεν είναι όμως απλά μια συντροφιά για όσους
πενθούν, αλλά ένα μικρό μανιφέστο για συνέχιση του αγώνα για τη ζωή.
“Απ’ όλους όσοι μας λείπουν, μένουν κάτι λίγες φωτογραφίες, φέτες
ζωής που καταψύχονται τη στιγμή του “κλικ”, ενώ η ζωή συνεχίζεται, η
ίδια ζωή που μας μάζευε όλους στον κήπο του σπιτιού, δίπλα στην
ψησταριά, με την αυλόπορτα ανοιγμένη διάπλατα· σ’ ένα πάρκο με το παιδί
καθισμένο στα πόδια μας, το ίδιο αυτό παιδί που ψάχνει σήμερα· σε μια
συγκέντρωση αναγκαία όσο η χαρά, και μαζί με άλλους που επίσης μας
λείπουν. Είναι επικίνδυνες αυτές οι φωτογραφίες, ανατρεπτικές όπως
καθετί ανησυχητικό, διαπεραστικές όπως η δίψα για ζωή, βλάσφημες όπως
κάθε πίστη σε οτιδήποτε· κυρίως, όμως, είναι φωτογραφίες ανδρών και
γυναικών που κρατούν αποφασιστικά τη μοίρα τους στα χέρια τους, περήφανα
ένοχοι για τα νιάτα τους και για τη λαχτάρα τους για δικαιοσύνη.
Αυτοί που μας λείπουν, συνήθιζαν να μαζεύονται για να παίξουν καμιά παρτίδα τρούκο* και γελούσαν τρανταχτά, χωρίς σεμνοτυφίες, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι προπαγάνδιζαν τα καλά της σιωπής. Καμιά φορά, σε κάποια αυλή, έτρεχαν πίσω από ένα τόπι, τάχα σπουδαίοι μπαλαδόροι, κι όταν έβαζαν γκολ το υπέγραφαν φωνάζοντας τ’ όνομά τους, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι είχαν αποφασίσει πως δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο να ζεις στην ανωνυμία. Αυτοί που μας λείπουν, μαγείρευαν τα σαββατοκύριακα, οδηγούσαν λεωφορεία, σπούδαζαν κοινωνιολογία, νομικά ή γεωπονία, έγραφαν μυθιστορήματα, ήταν ηθοποιοί, ποιητές ή πυγμάχοι, ήταν γιατροί σε κάτι άθλιες κλινικές, μάθαιναν ένα ένα τα πάρκα της πόλης, μέσα στα οποία αντάλλασσαν ρούχα, δίσκους, βιβλία και εμπιστοσύνη. Τα δειλινά της Κυριακής, αυτοί που μας λείπουν, έλεγαν: “Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;”, και τότε, με την οικογενειακή κούπα που μοσχοβολούσε το καλύτερο χόρτο (“αυτό με τα κοτσανάκια” έλεγαν αυτοί που μας λείπουν),κοιτάζονταν στα μάτια με τρυφερή περηφάνια, με βίαιη στοργή, με πάθος οπλισμένο με μέλλον, γιατί αυτοί που μας λείπουν ήταν αγωνιστές.
Κι αν μας λείπουν, δεν είναι επειδή έτσι το θέλησε η τύχη ή τα καμώματα ενός πληγωμένου θεού. Μας λείπουν γιατί τόλμησαν να προτείνουν μια ζωή καλύτερη απ’ την αγελαία. Μας λείπουν γιατί είπαν πως ψωμί θα υπάρξει ή για όλους ή για κανέναν. Μας λείπουν γιατί άναψαν ένα φως μες στο σκοτάδι – έντονο ή χλωμό, δεν έχει σημασία, γιατί η λάμψη του μας οδηγεί. Μας λείπουν γιατί στο μισοσκότεινο δωμάτιο ζύγωσαν το κρεβάτι του παιδιού, το χάιδεψαν, άφησαν στο μέτωπό του το αστεράκι του ήσυχου ύπνου, κι όταν βγήκαν από κει και πέρασαν στη δράση, το έκαναν ξέροντας πόσο πολλά είχαν να χάσουν, και το έκαναν με την αποφασιστικότητα αυτού που ξέρει ότι έχει δίκιο.
Όταν τους έπιασαν, όταν άρχισαν να μας λείπουν, οι μάρτυρες που δεν είχαν δει τίποτα, ψιθύρισαν: “Κάτι θα ‘χουν κάνει για να τους πιάσουν έτσι”, κι είχαν δίκιο, γιατί δεν έκαναν απλώς κάτι, αλλά πολλά: ονειρεύτηκαν πως μπορεί να ζήσει κανείς όρθιος· ονειρεύτηκαν πως η μοίρα του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι πάντα κάτεργο· ονειρεύτηκαν πως μπορούν να γίνουν ευτυχισμένοι όλοι οι άνθρωποι· ονειρεύτηκαν να θεσπίσουν έναν δίκαιο νόμο, μπροστά στον οποίο θα είμαστε όλοι ίσοι. Και τόλμησαν να θελήσουν να πραγματώσουν τα όνειρά τους, γιατί αυτοί που μας λείπουν, χωρίς τυμπανοκρουσίες ή ματαιοδοξίες, άγγιξαν την υπέρτατη διάσταση στην οποία μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, και γι’ αυτό ακριβώς μας λείπουν: γιατί ήταν επαναστάτες.
Ανδρώθηκαν τη χειρότερη εποχή κι έκαναν ό,τι μπορούσαν να την κάνουν να είναι η καλύτερη. Ανακάλυψαν ότι η Ιστορία ήταν μια απάτη, κι έγιναν σοφοί για να την ξαναγράψουν με την καλλιγραφία της αξιοπρέπειας. Ήταν προορισμένοι να θριαμβεύσουν, και προτίμησαν να είναι μοναχικοί. Πέταξαν από πάνω τους το πετσί της πατρίδας κι έγιναν μέλη της μεγάλης ανθρώπινης οικογένειας.
Αυτοί που μας λείπουν, δεν έχουν αγάλματα στα πάρκα, αλλά ζουν ακέραιοι στη μνήμη μας. Είχαν μακριά μαλλιά, φορούσαν παντελόνια “καμπάνα”, γερά παπούτσια για μεγάλες πορείες και μάλλινα πουλόβερ για τις νύχτες δράσης και προπαγάνδας, κάπνιζαν βαριά τσιγάρα, έπιναν κόκκινο κρασί, τραγουδούσαν τραγούδια του Λέο Δαν και των Ιντρακούντος, οι άντρες αγαπούσαν -δίκην κοινού μυστικού- την Τζάνις Τζόπλιν και οι γυναίκες ανακήρυσσαν τον Σάντρο ως το πιο αρσενικό των αρσενικών. Κάπου κάπου κάπνιζαν κάνα πουράκι, κάπου κάπου τους καιγόταν το ψητό. Μιλούσαν για τα πάντα για να ανακαλύψουν ξανά την αξία των λέξεων, κι όταν άρχισαν να μας λείπουν, η σιωπή τους μπροστά στους δήμιους ήταν τα λόγια τους που μας κληροδότησαν.
Από αυτούς τους ανθρώπους μάς έχουν μείνει κάποιες φωτογραφίες που δεν θέλουν να είναι αντικείμενα μιας θρηνωδίας. Αυτό που θέλουν, είναι να τις πάει κανείς στην αυλή του σπιτιού, κι εκεί, τη στιγμή που κάποιος ή κάποια θα πει: “Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;” και τα βλέμματα αρχίσουν να ψάχνονται μέσα στη γλυκιά και σιωπηρή συνεννόηση των δικαίων, εκείνες κι εκείνοι, αυτοί που τόσο μας λείπουν, θα βγουν από την εικόνα τους και θα υψωθούν στην υπέρμετρη των συνωμοσιών, στη θεμελιώδη συνωμοσία κατά του ψεύδους που επιχειρεί να διαγράψει το παρελθόν με χρηματισμούς.
Ας μάθουμε να ζούμε μ’ αυτούς που μας λείπουν, επειδή αποτελούν κομμάτι μας, επειδή ξέρουμε γιατί μας λείπουν, κι επειδή την απουσία τους την αναπληρώνουμε με καμάρι.
*Ο Luis Sepulveda (Λουίς Σεπούλβεδα) γεννήθηκε το 1949 στο Ovalle,
στο βορρά της Χιλής. Συμμετείχε σε φοιτητικές και συνδικαλιστικές
κινητοποιήσεις ενάντια στο στρατοκρατικό καθεστώς της χώρας του,
κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε φυλάκιση είκοσι οκτώ
ετών. Μετά από δυόμισι χρόνια εγκλεισμού του στη φυλακή, και με
παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας, αποφυλακίστηκε, αλλά υποχρεώθηκε να
εγκαταλείψει τον τόπο του. Έγραψε ποιήματα, θεατρικά έργα, διηγήματα,
δημιούργησε θεατρικές ομάδες στο Περού, το Εκουαδόρ και την Κολομβία και
ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Έζησε έξι μήνες στον Αμαζόνιο με τους
ινδιάνους Σουάρ και αποκόμισε εμπειρίες που άλλαξαν την αντίληψή του για
τον κόσμο και του πρόσφεραν το υλικό για το πρώτο του μυθιστόρημα:
«Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης» (opera, 1993). Στρατεύτηκε στο
διεθνές τάγμα «Σιμόν Μπολίβαρ» και συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα
της Νικαράγουας. Το 1980 εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη και συνδέθηκε με την
οικολογική οργάνωση Greenpeace. Ταξίδεψε σ όλον τον κόσμο. Του
απονεμήθηκαν τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου