Ετικέτες

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Νάσερ και η αγγλική βάση του Σουέζ


Ενας συνδυασμός παραγόντων στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου
συνέβαλε στην αποχώρηση των Βρετανών από την Αίγυπτο
59 χρόνια πριν
Του Γιαννη Σακκα*
Η Βρετανία έκανε αισθητή για πρώτη φορά την παρουσία της στην Αίγυπτο επί βασιλείας του Ισμαήλ πασά (1863-79), όταν το 1875 αγόρασε αιγυπτιακές μετοχές της Εταιρείας της Διώρυγας του Σουέζ, τις οποίες το αιγυπτιακό κράτος αναγκάστηκε να εκποιήσει για να καλύψει τους τόκους των δανείων που είχε συνάψει κυρίως με γαλλικές τράπεζες. Την ίδια περίοδο η Βρετανία ανέλαβε τον έλεγχο του νεοσυσταθέντος Ταμείου Δημοσίου Χρέους και διόρισε ελεγκτή για να εποπτεύει τα έσοδα και τα έξοδα της αιγυπτιακής κυβέρνησης. Τον Σεπτέμβριο του 1882 επενέβη στρατιωτικά για να καταστείλει μια εθνικιστική και αντιμοναρχική εξέγερση, κατέλαβε τη χώρα και το 1914 τη μετέτρεψε σε προτεκτοράτο, που διατηρήθηκε ώς το 1922.
Η κατάργηση του ισχύοντος καθεστώτος το 1922 δεν σήμανε και το τέλος της βρετανικής επιρροής. Οι Βρετανοί διατήρησαν το δικαίωμα να χειρίζονται κατά την απόλυτη κρίση τους και μέχρι την επίτευξη σχετικής συμφωνίας τα ακόλουθα ζητήματα: τη διώρυγα του Σουέζ, την εθνική άμυνα, την προστασία των ξένων συμφερόντων και των μειονοτήτων και τον έλεγχο του Σουδάν. Κύριος στόχος τους ήταν να διασφαλίσουν έναν ειδικό πολιτικό ρόλο στην Αίγυπτο, που θα τους επέτρεπε να εξυπηρετήσουν άμεσα τα στρατηγικά τους συμφέροντα στη Μέση Ανατολή και την Ινδία. Τον Αύγουστο του 1936, αντιμέτωποι με την αυξανόμενη απειλή από τις δυνάμεις του Αξονα στην Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή και στη Βορειοανατολική Αφρική, υπέγραψαν εσπευσμένα με την Αίγυπτο συμφωνία, η οποία, ανάμεσα στα άλλα, προέβλεπε τη στάθμευση βρετανικών στρατευμάτων στη ζώνη της διώρυγας του Σουέζ για την προάσπιση του συγκοινωνιακού δικτύου της αυτοκρατορίας. Από την πλευρά της, η αιγυπτιακή κυβέρνηση επανέκτησε τον πλήρη διοικητικό έλεγχο των στρατιωτικών της δυνάμεων και το επόμενο έτος ενίσχυσε την ανεξαρτησία της με την κατάργηση του καθεστώτος των διομολογήσεων και την ένταξή της στην Κοινωνία των Εθνών.
Τα βρετανικά συμφέροντα, η διώρυγα και η Αίγυπτος
Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Αιγύπτιοι επανέφεραν στο διπλωματικό προσκήνιο το θέμα της αναθεώρησης της αγγλοαιγυπτιακής συνθήκης του 1936. Ακολούθησαν εντατικές διαπραγματεύσεις, το θέμα συζητήθηκε στον ΟΗΕ, οι Βρετανοί αποχώρησαν από το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια αλλά παρέμειναν στη ζώνη της διώρυγας του Σουέζ.
Η διώρυγα του Σουέζ βρισκόταν στον πυρήνα του αμυντικού συστήματος της Βρετανίας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Μετά την απώλεια της Παλαιστίνης, το 1948, καθώς οι σχέσεις της Δύσης με τη Σοβιετική Ενωση επιδεινώνονταν ραγδαία, η γεωπολιτική της σημασία για τη Βρετανία αυξήθηκε. Από τη στιγμή που οι Αμερικανοί δεν είχαν ακόμα δεσμευτεί να εμπλακούν ενεργά στα μεσανατολικά θέματα, οι βρετανικές βάσεις στο Σουέζ έπρεπε να διατηρηθούν πάση θυσία ως ανάχωμα στη σοβιετική επιρροή σε καιρό ειρήνης και ως εφαλτήριο για αντεπίθεση σε καιρό πολέμου. O Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Αντονι Ιντεν τόνισε τη σημασία της Μέσης Ανατολής και του Σουέζ για τη χώρα του, σε υπόμνημά του προς το υπουργικό συμβούλιο τον Απρίλιο του 1945: «Η Μέση Ανατολή είναι περιοχή συνάντησης δύο ηπείρων και αν προστεθεί η Τουρκία, τριών ηπείρων. Είναι λοιπόν μία από τις πιο σημαντικές στρατηγικές περιοχές του κόσμου… ζήτημα ζωής ή θανάτου για τη βρετανική αυτοκρατορία… Συνεπώς, είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε στη Μέση Ανατολή μια άκρως υψηλή προτεραιότητα… δεν μπορούμε να απορρίψουμε την ιδιάζουσα θέση μας στην περιοχή… Δεύτερον, η Μέση Ανατολή είναι η μοναδική μεγάλη πηγή πετρελαίου έξω από την Αμερική, που μας είναι διαθέσιμη. Πρόσφατες μελέτες αποδεικνύουν ότι σε δέκα χρόνια ούτε η βρετανική αυτοκρατορία ούτε καν οι ΗΠΑ θα είναι ικανές να εμπλακούν σε πόλεμο χωρίς όλες τις προμήθειες πετρελαίου του Περσικού Κόλπου… Η θέση των ΗΠΑ στη διώρυγα του Παναμά είναι παρόμοια με τη δική μας στο Σουέζ και με τη θέση της Ρωσίας στην Ανατολική Ευρώπη… Εκφράζω λοιπόν την άποψη στους συναδέλφους μου ότι η κυβέρνηση της Μεγαλειοτάτης πρέπει να εξασφαλίσει τα ζωτικά συμφέροντα της βρετανικής αυτοκρατορίας και Κοινοπολιτείας στη Μέση Ανατολή με τα δικά της μέσα».
Αρχικά οι Βρετανοί επιδίωκαν να εντάξουν την Αίγυπτο σ’ ένα παναραβικό σύστημα ασφάλειας στη Μέση Ανατολή που θα λειτουργούσε ως ανάχωμα στη Σοβιετική Ενωση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 συγκρότησαν πρώτα τη Διοίκηση Μέσης Ανατολής και έπειτα τον Οργανισμό Αμυνας Μέσης Ανατολής. Ομως, όταν τον Μάιο του 1953 ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζον Φόστερ Ντάλες περιόδευσε στη Μέση Ανατολή, διαπίστωσε ότι οι Αραβες δεν θεωρούσαν μείζον πρόβλημά τους τη σοβιετική απειλή αλλά την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας τους και την αντιμετώπιση του Ισραήλ. Ο Ντάλες έκρινε ότι η πιο ευνοϊκή για τα δυτικά συμφέροντα λύση ήταν η συγκρότηση της λεγόμενης «βόρειας διάταξης του ΝΑΤΟ» (northern tier) από την Τουρκία ώς το Πακιστάν, με την υποστήριξη των δυτικών δυνάμεων. Tον Απρίλιο του 1954 η Τουρκία σύναψε αμυντική συμφωνία με το Πακιστάν και τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους με το υπό βρετανική κηδεμονία Ιράκ. Λίγο αργότερα η Βρετανία προχώρησε στην ίδρυση του Συμφώνου της Βαγδάτης με τη συμμετοχή του Ιράκ και τριών μη αραβικών χωρών, της Τουρκίας, του Ιράν και του Πακιστάν.
Η αγγλοαιγυπτιακή συμφωνία του 1954
Ενας από τους κυριότερους στόχους των Ελεύθερων Αξιωματικών, που κατέλαβαν πραξικοπηματικά την εξουσία στην Αίγυπτο τον Ιούλιο του 1952, ήταν η απομάκρυνση των βρετανικών δυνάμεων από τη χώρα, χωρίς όμως να διαρρήξουν τις σχέσεις τους με τη Δύση, από την οποία ήλπιζαν να λάβουν μεγάλη οικονομική και στρατιωτική βοήθεια. Η αταλάντευτη θέση τους ήταν ότι η Αίγυπτος δεν έπρεπε να ενταχθεί σ’ ένα αμυντικό σύμφωνο για τη Μέση Ανατολή στο οποίο θα συμμετείχαν οι ΗΠΑ ή η Βρετανία, αφού στην αραβική κοινή γνώμη αυτό θα φαινόταν ως διαιώνιση της δυτικής κυριαρχίας. Η συνεργασία των Αράβων με τη Δύση ήταν αναγκαία για την αντιμετώπιση του κομμουνισμού, αλλά οι ίδιοι οι Αραβες θα καθόριζαν τον χρόνο και τον χαρακτήρα αυτής της συνεργασίας. Μάλιστα ο ηγέτης της αιγυπτιακής επανάστασης, Τζαμάλ Αμπντ αλ Νάσερ, σχεδίαζε να συγκροτήσει ένα αμυντικό σύστημα που θα βασιζόταν στο Αραβικό Σύμφωνο Συλλογικής Ασφάλειας του 1950. Σ’ ένα τέτοιο σύστημα προσδοκούσε να εξασφαλίσει δυτική στρατιωτική βοήθεια και την ηγεσία στον αραβικό κόσμο χωρίς να κατηγορηθεί για συνεργασία με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Τον Οκτώβριο του 1954 η νέα ηγεσία της Αιγύπτου, ύστερα από μακρές συνομιλίες με τους Βρετανούς, υπέγραψε συμφωνία που προέβλεπε την ακύρωση της αγγλοαιγυπτιακής συνθήκης του 1936, την απομάκρυνση των βρετανικών στρατευμάτων εντός είκοσι μηνών και την εκχώρηση στη Βρετανία του δικαιώματος να επέμβει στρατιωτικά στην περίπτωση που εκδηλωνόταν επίθεση από ξένες δυνάμεις (ουσιαστικά από τη Σοβιετική Ενωση) εναντίον κράτους-μέλους του Αραβικού Συνδέσμου ή της Τουρκίας. Με την ίδια συμφωνία, επικυρώθηκε η σύμβαση του 1888 που διασφάλιζε την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στη διώρυγα του Σουέζ και αναγνωρίστηκε η θαλάσσια αυτή οδός ως αναπόσπαστο τμήμα της Αιγύπτου.
Η αποχώρηση της Βρετανίας από την Αίγυπτο εκείνη τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων. Η άμυνα της Μέσης Ανατολής είχε ενισχυθεί μετά την ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, το 1952, και τη δημιουργία δυτικού αμυντικού μετώπου ώς το Πακιστάν. Επιπλέον, η άλλοτε αυτοκρατορική υπερδύναμη αντιμετώπιζε μεγάλα οικονομικά προβλήματα στο εσωτερικό της, ενώ υπήρχε ανάγκη να μεταφέρει δυνάμεις σε πιο «ταραχώδεις» περιοχές (Μαλαισία, Κορέα, Κένυα, Κύπρο – το στρατηγείο της για τη Μέση Ανατολή μεταφέρθηκε από το Κάιρο στη Μεγαλόνησο). Η αποχώρησή της οφειλόταν κυρίως στη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι στη νέα θερμοπυρηνική εποχή συγκεντρώσεις στρατευμάτων σε μια περιοχή, όπως στο Σουέζ, ήταν ιδιαίτερα ευάλωτες.
Για τον Νάσερ η απομάκρυνση των βρετανικών στρατευμάτων από το Σουέζ αποτέλεσε την πρώτη διπλωματική του επιτυχία. Η Αίγυπτος φαινόταν να ξεφεύγει από τα δεσμά του βρετανικού ιμπεριαλισμού χωρίς παράλληλα να αποκόπτεται από τη στρατηγική πολιτική της Δύσης, καθώς η ασφάλειά της συνδεόταν με την ασφάλεια της Τουρκίας. Σύντομα όμως αυτή η διπλωματική εξισορρόπηση θα αποδειχθεί επισφαλής καθώς οι μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις της Ευρώπης, η Βρετανία και η Γαλλία, δεν ήταν διατεθειμένες να ανεχθούν την ισχυροποίηση του Νάσερ στη Μέση Ανατολή και τα ανοίγματά του τόσο προς το Κίνημα των Αδεσμεύτων όσο και προς τις σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η τελική αναμέτρηση της Δύσης με τον δυναμικό και φιλόδοξο Αιγύπτιο ηγέτη ήταν πια ζήτημα χρόνου.
* Ο κ. Γιάννης Σακκάς είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου