Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Στη
νεοελληνική υπάρχει η λέξη ρουφιάνος, η οποία αποδίδει τις έννοιες του
καταδότη, του ραδιούργου, του δολοπλόκου, του συκοφάντη. H σημερινή
χρήση της λέξης, με τις πιο πάνω έννοιες, αποτελεί εννοιολογική φθορά σε
σχέση με την αρχική της σημασία. Στην ιταλική γλώσσα, από την οποία
προέρχεται η λέξη, ruffiano σημαίνει το αδύνατο και ψωριάρικο άλογο
(stallone ruffiano), το οποίο βάζουν με τη φοράδα κατά την περίοδο του
οίστρου της. Επειδή η φοράδα είναι ζόρικο ζώο και τις πρώτες ημέρες του
οίστρου της γίνεται πολύ επιθετική, δαγκώνοντας και κλωτσώντας, με
κίνδυνο να τραυματίσει άσχημα το αρσενικό, οι εκτροφείς για να
προστατεύσουν τον καθαρόαιμο επιβήτορα βάζουν για λίγες μέρες το
ρουφιάνο με τη φοράδα, ο οποίος δεινοπαθεί. Αφού αρχίσει η φοράδα να
«μαλακώνει» τότε αποσύρουν τον κακομοίρη το ρουφιάνο και βάζουν τον
επιβήτορα για την αναπαραγωγή. Έτσι, η λέξη μεταφορικώς χρησιμοποιείτο
για να δηλώσει τον αχυράνθρωπο, τον αναλώσιμο τύπο, ο οποίος ανελάβανε
ποταπές αποστολές, με σκοπό να μην εκτεθεί ο πλειστάκις υψηλά ιστάμενος
και δειλώς κρυβόμενος εντολέας.
Επί
της ουσίας όμως, ελαχίστη διαφορά υπάρχει μεταξύ της αρχικής και της
εσχάτης χρήσης. Πρόκειται για άτομα χθαμαλού ήθους, τα οποία, με δήθεν
εκσεσημασμένο ενδιαφέρον, δάπτουν πάσαν πληροφορία που μπορεί να πλήξει
άλλους και να τους δώσει πλεονεκτήματα έναντι τρίτων. Άτομα, μονίμως
εξωνημένα, τα οποία μπορεί να σε παρασύρουν με υποκριτική ευγένεια και
ανέντιμη κολακεία σε παραπλανητικές ατραπούς.
Με
αυτό τον τρόπο δηλώνουν την ύπαρξή τους στις κοινωνικές συναναστροφές. Η
ρουφιανιά αποτελεί προϊόν δυσανεξίας έναντι της απεραντοσύνης του
εσωτερικού τους κενού. Ο ρουφιάνος γνωρίζει αυτό το κενό, το οποίο του
προκαλεί φόβο και προσπαθεί να το ξεπεράσει παραγεμίζοντας λαίμαργα την
ύπαρξή του με κακία. Η ρουφιανιά αποτελεί γι΄ αυτούς το καλύτερο άλλοθι
για την τραγωδία του κενού τους.
Για
να γίνει κάποιος ρουφιάνος απαραίτητη προϋπόθεση είναι να νιώθει
κατώτερος και να μην μπορεί να σταθεί ανάμεσα στους άλλους. Τούς συναντά
κανείς σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Η επίδρασή τους όμως στο δημόσιο
βίο εξαρτάται από την κοινωνική και πολιτική ισχύ που διαθέτουν.
Σήμερα
πολλοί υποτιμούμε το ρόλο που διαδραματίζουν αυτά τα αναλώσιμα
ανθρωποειδή καθώς επίσης και την ανεκτίμητη σημασία τους στο δημόσιο βίο
λόγω της πολλαπλής χρήσης που δύνανται να έχουν για όσους χρησιμοποιούν
τους ρουφιάνους ως χρησίμους ηλιθίους και ως όργανα άσκησης εξουσίας.
Οι
ρουφιάνοι διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: η πρώτη είναι η κατηγορία των
αναλωσίμων-ρουφιάνων οι οποίοι ρουφιανεύουν εκπληρώνοντας περισσότερο
μία ψυχολογική ανάγκη, απόρροια υπαρξιακού προβλήματος. Πρόκειται για
εκείνους, οι οποίοι με τις ρουφιανές τους προκαλούν ζημιά σε άλλους,
αλλά ταυτοχρόνως μπορεί να μην εξασφαλίζουν κάποιο όφελος ή κάποιο
πλεονέκτημα. Οι τύποι αυτοί είναι αναλώσιμοι και αν τυγχάνουν αποδοχής
από τους άλλους είναι γιατί χρειάζονται τις υπηρεσίες τους αλλά όχι τους
ιδίους, διότι τη ρουφιανιά πολλοί ηγάπησαν, το ρουφιάνο όμως ουδείς.
Η
δεύτερη κατηγορία είναι αυτή των ναρκίσσων-ρουφιάνων, τους οποίους
συναντάς παντού, αλλά πάντοτε σε υψηλά δώματα… κομματικά, κρατικά
εκκλησιαστικά. Αυτοί είναι πιο επικίνδυνοι από τους πρώτους γιατί ξέρουν
να ελίσσονται όπως τα ερπετά και διαθέτουν επίσης κάποια χαρακτηριστικά
γνωρίσματα. Πρώτο ευδιάκριτο γνώρισμα η αλαζονεία, γιατί το ηθικό τους
ενισχύεται όταν μειώνουν τους άλλους ρουφιανεύοντας. Η αναισχυντία είναι
ένα άλλο χαρακτηριστικό τους γνώρισμα, γιατί δεν ντρέπονται ποτέ για το
κακό που κάνουν αφού είτε έτσι είτε αλλιώς αισθάνονται ανώτεροι από
τους άλλους. Φθόνος, αφού ο ρουφιάνος φθονεί όλους εκείνους με τους
οποίους αυτοσυγκρινόμενος μαζί τους συνειδητοποιεί την κατωτερότητά του
και αισθάνεται ότι τον απειλούν, για να θυμηθούμε τη σοφή ρήση του Σόρεν
Κίρκεγκαρντ ότι «ο φθόνος είναι στην πραγματικότητα συντετριμμένος
θαυμασμός» ή ακόμη κατά το αριστοτελικό, «ο φθόνος είναι η λύπη για τους
αναξίως ευτυχούντες». Η δράση τους, όταν αισθάνονται ότι απειλούνται,
στηρίζεται πάνω σε ένα τρόπο σκέψης, συντιθέμενο από αυταπάτες,
αιθεροβασίες, εσκεμμένες στρεβλώσεις της πραγματικότητας και αυθαίρετους
συσχετισμούς γεγονότων, τον οποίο μάλιστα εκλαμβάνουν ως μαγικό.
Ανενδοιάστως
ρουφιανοποιούν κατ’ εκμετάλλευση άλλους, ευρισκομένους σε ιεραρχικά
κατώτερη θέση, εκλαμβάνοντάς τους εξ ορισμού ως σκαλοπάτια ανέλιξης.
Όταν ανέλθουν ψηλά στον ουρανό, αφού πρώτα σάρκισαν όποιον η ανασφάλειά
τους τον εκλάβει στο δρόμο τους ως απειλή, αισθάνονται μακαρία εσαεί
αυτοδικαιωμένοι. Επειδή όμως γνωρίζουν πολύ καλά τις μεθόδους που
διεξήθλαν δεν μπορούν να ησυχάσουν και γίνονται ανυπέρβλητα αλαζονικοί,
αδίσταχτα θρασείς, μα πάνω απ΄όλα θανάσιμα επικίνδυνοι για να
προστατευτούν και να πείθουν για την ηθική τους υπεροχή. Γι’ αυτό
άλλωστε μονίμως πιστεύουν ότι όλοι οι άλλοι είναι ρουφιάνοι και βλάκες
αλλά οι ίδιοι, ποτέ. Τόση βέβαια είναι η συνειδητοποίηση της υπεροχής
τους ώστε όταν τους βλέπεις δημοσίως, συνομαδωμένους και τυρβάζοντες
περί πολλών, είσαι «τυχερός» αν σου ρίξουν καμιά ματιά ή σου πουν κανένα
«καλημέρα». Το να τους πλησιάσεις…δεν το συστήνω… γιατί αναδίδουν τη
βρόμα χοιροστασίου. Πόσους υψηλόβαθμους επιπολάζοντες αξιωματούχους δεν
είδαμε να σέρνουν πίσω τους ένα βίο δαψιλή ρουφιανιάς, ενώ ταυτοχρόνως
να μιλούν για τη μοναδικότητά τους;
Κάποτε
συνομιλούσα με ένα υψηλόβαθμο μανδαρίνο, βυθισμένο στη ματαιοδοξία της
δόξας και του πλούτου, απ’ εκείνους που αποτελεί κοινό μυστικό ότι η
ανέλιξη τους ήταν η εξαργύρωση των γραμματίων που εξασφάλισαν μία ζωή
προσφέροντας δαψιλώς τις ευγενείς χορηγίες ρουφιανιάς σε ανωτέρους του.
Φλυαρώντας ακατάπαυστα για το θεάρεστο έργο το οποίο ανέκαθεν προσέφερε
στην πατρίδα, άρχισε να ταυτίζεται αυτάρεσκα με πρόσωπα, εγνωσμένου
ήθους, ίνα πληρωθεί στη σκέψη μου το ρηθέν διά της λαϊκής θυμοσοφίας,
πολλάκις ειρημένου, «εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα,
κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια». Βεβαίως, όλα αυτά τα ρουφιανορεντίκολα
του δημοσίου παραπετάσματος δεν θα μπορούσαν να κάνουν βήμα χωρίς την
κάλυψη άλλων ρουφιάνων, οι οποίοι τους ρυμούλκησαν δίκην αμοιβαίου
συμφέροντος.
Αμφότερες
οι κατηγορίες αποτελούν παραλλαγή της κοινής βλακείας. Η ποιοτική
διαφορά μεταξύ τους είναι ότι όσοι ανήκουν στη πρώτη δεν το ξέρουν, όσοι
ανήκουν στη δεύτερη το ξέρουν και δεν το ομολογούν, καθώς επίσης η
πρώτη αποτελεί τον αναβολέα για την κοινωνική και πολιτική ανέλιξη της
δεύτερης. Εν πάση περιπτώσει, αμφότερες οι κατηγορίες πιστεύουν ότι
επιτελούν θέσφατο κοινωνικό έργο.
Διαθέτουν
απύθμενο μίσος για ένα τρόπο ζωής που ανανεώνεται και οξυγονούται μέσα
σε πλαίσιο ελεύθερης σκέψης και δράσης. Μισούν το ανεπιτήδευτο, το
ανυπόκριτο και το ανεπίπλαστο γιατί τους αποκαλύπτει και τους εκθέτει
προς δημοσία θέα.
Πολλές
φορές διερωτόμαστε για τα ελλείμματα δημοκρατίας, όμως ελάχιστοι
αντιλαμβανόμαστε ότι η δημοκρατία είναι προϊόν πολιτικής κουλτούρας ενός
λαού. Όταν ο δημόσιος βίος βυθίζεται στην τύρβη των ρουφιάνων, οι
οποίοι καταλαμβάνουν δημόσιες κομβικές θέσεις, ανακυκλώνοντας νοοτροπίες
που συντίθενται από αλλεπάλληλες οσφυοκαμψίες, δουλοπρεπείς κολακείες,
πισώπλατες μαχαιριές, ανίερες συμμαχίες, μεθοδική χρησιμοθηρία και
στημένα σκηνικά μιας κάλπικης κοινωνικότητας, τότε και η δημοκρατία
καταντά λέξη κενή περιεχομένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου