Ένα από τα πρώτα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπισε η επαναστατική τριανδρία Βενιζέλου – Κουντουριώτη – Δαγκλή στην Θεσσαλονίκη ήταν η οικονομική χρηματοδότηση της πολεμικής της προσπάθειας. Και αυτό γιατί όταν σχηματίστηκε η επαναστατική κυβέρνηση στις 9 Οκτωβρίου 1916 τα εδάφη υπό τον έλεγχο της δεν ήταν αρκετά για να χρηματοδοτηθούν οι δαπάνες συγκρότησης στρατού, αλλά ούτε υπήρχαν και φοροεισπρακτικοί κρατικοί μηχανισμοί για να εισπράξουν τους αναγκαίους φόρους από τους πολίτες.
Το ζήτημα αυτό απασχόλησε τις δυνάμεις της Αντάντ, στο διασυμμαχικό συνέδριο της Βουλώνης, στο οποίο εγκρίθηκε η οικονομική βοήθεια προς την επαναστατική κυβέρνηση. Μετά από διαβουλεύσεις αποφασίστηκε στις 20 Οκτωβρίου η χρηματοδότηση της επαναστατικής κυβέρνησης να αναληφθεί ισομερώς από τους τρεις συμμάχους. Συγκεκριμένα η Αγγλία ανέλαβε την υποχρέωση να εγγυηθεί για ένα δάνειο 10.000.000 δρχ, ενώ κι η Ρωσική κυβέρνηση υποσχέθηκε το ίδιο ποσό. Τα δάνεια θα δίνονταν από την Εθνική και την Ιονική τράπεζα, στις οποίες οι τρεις δυνάμεις θα άνοιγαν τις απαραίτητες πιστώσεις καταθέτοντας τα χρήματα.
Επειδή όμως η διαδικασία ήταν χρονοβόρα και οι ανάγκες της επαναστατικής κυβέρνησης πολύ πιο πιεστικές και άμεσες, οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας αποφάσισαν να δώσουν χωρίς χρονοτριβή από 5 εκατομμύρια δρχ σε δύο καταβολές που έγιναν στις 6 και 14 Νοεμβρίου αντίστοιχα. Χάρις τις δύο αυτές προκαταβολές ο Βενιζέλος κατάφερε να παρατάξει μια δύναμη 20.000 ανδρών που συντηρούσε όμως ομολογουμένως με μεγάλη δυσκολία. Σύμφωνα με στρατιωτική έκθεση του στρατηγού Genin που βρισκόταν στην Θεσσαλονίκη, ένας στρατός 60.000 ανδρών που ήλπιζε να συγκεντρώσει η επαναστατική κυβέρνηση απαιτούσε δαπάνες 60 εκατομμυρίων δρχ μόνο για να συντηρηθεί για τρεις μήνες. Οι σύμμαχοι όμως καθυστερούσαν χαρακτηριστικά να καταβάλλουν χρηματικά ποσά που είχαν ήδη υποσχεθεί.Στις αρχές Ιανουαρίου 1917 ανοίχθηκε ένας διπλός λογαριασμός στην Εθνική τράπεζα, όπου θα έβαζαν χρήματα οι Αγγλογάλλοι για την χρηματοδότηση του κινήματος. Για όλο τον Ιανουάριο όμως δεν κατατέθηκε το παραμικρό ποσό με αποτέλεσμα ο Βενιζέλος να αναβάλλει την επιστράτευση στην Β. Ελλάδα και τα νησιά, απόφαση με σημαντικές πολιτικές και στρατιωτικές προεκτάσεις. Οι δύο
Alexandr Ribot |
Δημιουργήθηκε όμως πρόβλημα καθώς ο υπουργός οικονομικών Ribot παρά τις κρούσεις του Έλληνα Βενιζελικού απεσταλμένου Πολίτη, αρνιόταν επίμονα να καταβάλλει τα 5,5 εκατομμύρια για την επιστράτευση αν δεν κατέβαλε και η Αγγλική πλευρά ταυτόχρονα το δικό της μερίδιο κι αυτό γιατί σε άλλες περιπτώσεις η Αγγλία εκ των υστέρων είχε αρνηθεί να πληρώσει. Στην Αγγλία όμως υπήρχε σημαντική καθυστέρηση. Σύμφωνα με τον Γεννάδιο που βρισκόταν επί τόπου, ενώ οι Άγγλοι ιθύνοντες συμφωνούσαν ότι τα χρήματα όφειλαν να καταβληθούν άμεσα για να ανακουφιστεί η επαναστατική κυβέρνηση, η τελική εκταμίευση καθυστερούσε χαρακτηριστικά. Στις Αγγλικές “ομάδες διαχείρισης του πολέμου” που λειτουργούσαν καθημερινά και χειρίζονταν εκατοντάδες κρίσιμα και δυσεπίλυτα προβλήματα, το Ελληνικό θέμα της καταβολής φάνταζε “ασήμαντο” και “ενοχλητικό”. Επίσης κάθε οικονομική εκταμίευση γινόταν από το Βασιλικό Θησαυροφυλάκιο, του οποίου οι τμηματάρχες ήταν τόσο ισχυροί και ανεξάρτητοι που μπορούσαν να αρνηθούν να υπακούσουν ακόμα και σε διαταγή του πρωθυπουργού, αν έκριναν πως ζημιώνονταν τα Αγγλικά οικονομικά συμφέροντα.
Στις αρχές Μαρτίου ακόμη δεν είχε γίνει η εκταμίευση, ενώ η Βενιζελική κυβέρνηση συσσώρευε χρέη και υπήρχε στους κόλπους της μια απαισιοδοξία λόγω της διαφαινόμενης έλλειψης οικονομικής
Sir Robert Chalmers |
Ο Γεννάδιος προσπάθησε να τους μεταπείσει, αλλά με πενιχρά αποτελέσματα. Έτσι η επαναστατική κυβέρνηση Βενιζέλου ήρθε σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς ήδη τα χρέη της ήταν 4 εκατομμύρια δρχ μόνο από τον στρατό, ενώ αδυνατούσε να προκαταβάλλει και οποιαδήποτε άλλη δαπάνη, σε σημείο ο στρατηγός Sarrail να αναγκαστεί να δανείσει 500.000 δρχ για τα άμεσα έξοδα του Βενιζελικού στρατού, ώστε αυτός να μην αρχίσουν οι λιποταξίες. Η κατάσταση είχε επιδεινωθεί σε τέτοιο σημείο ώστε ο Πολίτης με επιστολή του στον Βενιζέλο στις 12 Μαρτίου να αναφέρεται στην πιθανή διάλυση του υφιστάμενου στρατού. Τη ίδια μέρα ο πολυάσχολος Άγγλος πρωθυπουργός Lloyd George δέχθηκε τον Γεννάδιο, δήλωσε την έκπληξη του για την στάση των τμηματαρχών του Θησαυροφυλακίου, υποσχόμενος ότι θα ρυθμίσει αμέσως το ζήτημα. Λίγες μέρες μετά οι δύο κυβερνήσεις Αγγλίας και Γαλλίας επικοινώνησαν, αλληλοϋποσχόμενες ότι το εκκρεμές ζήτημα θα λυνόταν το ταχύτερο.
Μετά από κυβερνητικές πιέσεις οι δύο γραμματείς του Αγγλικού θησαυροφυλακίου δέχθηκαν να καταβάλλουν άμεσα 3,5 εκατομμύρια για την επιστράτευση, αλλά για τα 2 εκατομμύρια μηνιαίως ζήτησαν νέες εξηγήσεις. Αυτή εξέλιξη φάνηκε θετική στον Γεννάδιο, αλλά στην Θεσσαλονίκη υπήρχε απαισιοδοξία καθώς το συνολικό Ελληνικό χρέος που είχε συσωρευθεί, είχε φτάσει τα 8 εκατομμύρια δρχ. Αλλά η Ελληνική λύτρωση απείχε ακόμη πολλούς μήνες. Στις 19 Μαρτίου το foreign office ειδοποίησε την Βενιζελική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης πως ήταν έτοιμη να καταβάλλει το μερίδιο της, υπό κάποιους όρους που όφειλε να
Αλέξανδρος Διομήδης |
Οι όροι ήταν οι εξής:
α) Η μηνιαία καταβολή θα κάλυπτε όλα τα έξοδα και όχι μόνο του στρατού
β) Η καταβολή θα αφορούσε μόνο και αποκλειστικά στρατιωτικές ανάγκες και δεν θα αφορούσε τη σίτιση του πληθυσμού
γ)Αύξηση της μηνιαίας καταβολής απαιτούσε κοινή συναίνεση των 2 κυβερνήσεων Αγγλίας και Γαλλίας
δ)Από τα 7 εκατομμύρια της επιστράτευσης θα αφαιρούνταν όσα είχαν ήδη δοθεί για τον σκοπό αυτό
Το τελικό ποσό που προέκυπτε ως Αγγλικό μερίδιο για την Βενιζελική επιστράτευση ήταν 2,366 εκατομμύρια δρχ. Το Θησαυροφυλάκιο δήλωνε πως αν γίνονταν δεκτοί οι όροι του, ήταν σε θέση να καταβάλλει ένα τμήμα του ποσού αυτού. Οι βενιζελικοί απεσταλμένοι Ρωμανός και Αλέξανδρος Διομήδης ξεκίνησαν σειρά διαβημάτων στην Γαλλική πρωτεύουσα για το ζήτημα που πλέον είχε φτάσει σε οριακό σημείο. Σε υπόμνημα του ο Ρωμανός προς τον Γάλλο πρωθυπουργό Ribot ζητούσε άμεσα χωρίς άλλες αναβολές 20 εκατομμύρια δρχ (11 εκατομμύρια για τη επιστράτευση (αντί για 7) και 9 για τα έξοδα τριών μηνών) αλλιώς η Προσωρινή κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να διαλύσει τον ελάχιστο υφιστάμενο στρατό της. Οι Γάλλοι κινητοποιήθηκαν αποφασίζοντας να βοηθήσουν τον Βενιζέλο. Η Γαλλική κυβέρνηση ενημέρωσε τον Hardinge ότι θα κατέβαλλε άμεσα 3 εκατομμύρια (2 για τα έξοδα του μήνα, 1 για την επιστράτευση), ζητώντας από την Αγγλία να πληρώσει το μερίδιο της, ενώ υπογράμμιζε και την οφειλή 9 εκατομμυρίων που είχαν έναντι των Βενιζελικών. Το Αγγλικό Θησαυροφυλάκιο απαίτησε γραπτώς με επίσημο πρωτόκολλο τις Γαλλικές δεσμεύσεις.
Στις 5 Απριλίου 1917 έφταναν στην Θεσσαλονίκη τα πρώτα τρία εκατομμύρια από την Γαλλία, αλλά η Ελληνική αγωνία βρισκόταν στο κατακόρυφο για την Αγγλική στάση. Αγωνία που κορυφώθηκε όταν οι γραμματείς του Αγγλικού Θησαυροφυλακίου ανέβαλαν την πληρωμή επειδή μεσολαβούσε….Πάσχα. Στις 10 Απριλίου το Αγγλικό Θησαυροφυλάκιο κατέβαλλε τα πρώτα 2 εκατομμύρια προβάλλοντας μια σειρά από αντιρρήσεις για το χρηματικό ποσό της επιστράτευσης. Από τα 3,5 εκατομμύρια το Αγγλικό Θησαυροφυλάκιο υποστήριζε πως χρωστούσε μόνο το 1, καθώς
Paul Penleve |
Ήδη η Γαλλία μετά την συνδιάσκεψη της Αντάντ στις 4 και 5 Μαΐου 1917, είχε αποφασίσει να σκληρύνει την στάση της έναντι του Βασιλιά Κωνσταντίνου, προτείνοντας ανοιχτά την εκθρόνιση του. Η Αγγλία που πάντοτε ευνοούσε έναν συμβιβασμό με τον Βασιλιά, αποφάσισε να δώσει ελευθερία κινήσεων στην Γαλλία, μειώνοντας και την δύναμη του εκστρατευτικού της σώματος στην Θεσσαλονίκη. Το θησαυροφυλάκιο στην Αγγλία συνέχισε να αρνείται να καταβάλλει το μερίδιο του για τα έξοδα της Βενιζελικής κυβέρνησης της Άμυνας καθ όλη την διάρκεια των οκτώμισι μηνών της ζωής της με αποτέλεσμα στο τέλος της περιόδου αυτής να υπολείπεται τουλάχιστον 8 εκατομμύρια δρχ από την βοήθεια που είχε αρχικά υποσχεθεί.
Αναμφίβολα η Γαλλία από την πρώτη στιγμή προσπάθησε να βοηθήσει ενεργότερα και με μεγαλύτερη ειλικρίνεια την Βενιζελική προσπάθεια. Αυτό συνέβαινε γιατί είχε περισσότερα στρατεύματα στην Θεσσαλονίκη, ενώ Γάλλοι ναύτες είχαν σκοτωθεί στα γεγονότα των “Νοεμβριανών”, γεγονός που είχε εξαγριώσει την Γαλλική κοινή γνώμη κατά των Ελλήνων βασιλοφρόνων. Η αρνητική στάση της Αγγλίας για την χρηματοδότηση του Βενιζέλου ίσως έχει τις ρίζες της στις αντιρρήσεις του πολεμικού της επιτελείου για την γενικότερη χρησιμότητα της εκστρατείας στα Βαλκάνια. Επίσης οφειλόταν στην τυπικότητα και στην αυστηρότητα των Βρετανών υπαλλήλων του Θησαυροφυλακίου που σύμφωνα με τον Γεννάδιο αφορούσαν οποιονδήποτε λάμβανε χρηματοδότηση για οποιοδήποτε λόγο. Άλλη αιτία ήταν αναμφίβολα ο κρυφός ανταγωνισμός Αγγλίας – Γαλλίας, ο οποίος δυστυχώς για την Ελλάδα θα εκδηλωθεί αποφασιστικά κατά την Μικρασιατική εκστρατεία λίγα χρόνια μετά.
Πηγή
Ν. Πετσάλης – Διομήδης, Η Ελλάδα των δύο κυβερνήσεων 1916-1917, εκδόσεις Φιλιππότη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου