Θα προσπαθήσουμε σε “συνέχειες”, να ανεβάσουμε έργα του Κόντογλου που για μας έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, μιας και πρόκειται για έναν από τους μεγάλους και στην βυζαντινή αγιογραφία αλλά και στην πένα… ένας φωτισμένος της Ιωνικής γης..
… Τα έθνη που ξαγοράζουνε κάθε ώρα της ζωής τους με αίμα και μ’ αγωνία, πλουτίζουνται με πνευματικές χάρες που δεν τις γνωρίζουνε οι καλοπερασμένοι λαοί. Αυτοί απομένουνε φτωχοί από πνευματικούς θησαυρούς κι από ανθρωπιά, γιατί η καλοπέραση κάνει χοντροειδή τον μέσα άνθρωπο. Ενώ ο πόνος κατεργάζεται τους λαούς και τους καθαρίζει, όπως καθαρίζεται το χρυσάφι με φωτιά μέσα στο χωνευτήρι. Για τούτο η δυστυχισμένη Ρωμιοσύνη στολίστηκε με κάποια αμάραντα άνθη, που δέν τ’ αξιωθήκανε οι μεγάλοι κι οι τρανοί λαοί της γης…
Κατά την Υπαπαντή του Χριστού πήρε το βρέφος στας αγκάλας του ο Θεοδόχος Συμεών και είπε : “Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα… “ Και κατόπι γύρισε και είπε στη μητέρα του παιδιού. “Ιδού ούτος κείται εις πτώσην και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον”. Λέγοντας “σημείον αντιλεγόμενον”, ήθελε να πει πως ο Χριστός θα ‘τανε στον κόσμο ένα πρόσωπο ου θα χώριζε τους ανθρώπους σε δύο μέρη’ σε κείνους που θα τον λατρεύανε για Θεό, και στους άλλους που θα τον πολεμούσανε, σε κείνους που θα τον παραδεχόντανε και σε κείνους που θα τον αρνιόντανε. Γύρω στο Χριστό θ’ αντιμαχόντανε οι άνθρωποι, όπως το βλέπουμε έως σήμερα.
… Τα έθνη που ξαγοράζουνε κάθε ώρα της ζωής τους με αίμα και μ’ αγωνία, πλουτίζουνται με πνευματικές χάρες που δεν τις γνωρίζουνε οι καλοπερασμένοι λαοί. Αυτοί απομένουνε φτωχοί από πνευματικούς θησαυρούς κι από ανθρωπιά, γιατί η καλοπέραση κάνει χοντροειδή τον μέσα άνθρωπο. Ενώ ο πόνος κατεργάζεται τους λαούς και τους καθαρίζει, όπως καθαρίζεται το χρυσάφι με φωτιά μέσα στο χωνευτήρι. Για τούτο η δυστυχισμένη Ρωμιοσύνη στολίστηκε με κάποια αμάραντα άνθη, που δέν τ’ αξιωθήκανε οι μεγάλοι κι οι τρανοί λαοί της γης…
Κατά την Υπαπαντή του Χριστού πήρε το βρέφος στας αγκάλας του ο Θεοδόχος Συμεών και είπε : “Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα… “ Και κατόπι γύρισε και είπε στη μητέρα του παιδιού. “Ιδού ούτος κείται εις πτώσην και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον”. Λέγοντας “σημείον αντιλεγόμενον”, ήθελε να πει πως ο Χριστός θα ‘τανε στον κόσμο ένα πρόσωπο ου θα χώριζε τους ανθρώπους σε δύο μέρη’ σε κείνους που θα τον λατρεύανε για Θεό, και στους άλλους που θα τον πολεμούσανε, σε κείνους που θα τον παραδεχόντανε και σε κείνους που θα τον αρνιόντανε. Γύρω στο Χριστό θ’ αντιμαχόντανε οι άνθρωποι, όπως το βλέπουμε έως σήμερα.
Το Βυζάντιο στάθηκε αληθινά “σημείον αντιλεγόμενον” μέσα στην ιστορία, ένα πράγμα που βρίσκεται έξω από τον τύπο που έχουνε τα συστήματα της ανθρώπινης κοινωνίας.
Το Βυζάντιο γι’ άλλους ήταν πολύ σπουδαίο, όχι μονάχα στη θρησκευτική ζωή, αλλά κι στην κοσμική, ένας παραμυθένιος κόσμος, ενώ για άλλους πάλι ήτανε η παραμόρφωση του αρχαίου κόσμου. Αυτοί όμως που το θεωρήσανε σαν παρακμή της αρχαιότητας, το κρίνανε με κάποια μέτρα που είναι αταίριαστα μ’ αυτό που κρίνανε.
Το Βυζάντιο ήτανε ένα φαινόμενο στο έπακρο ιδιόρρυθμο, κι αυτοί το κρίνανε με τα ίδια μέτρα που κρίνεται ο αρχαίος κόσμος, που είχε ολότελα διαφορετικό χαρακτήρα, και παράλογα παίρνανε το Βυζάντιο για απλή συνέχεια και παραμόρφωσή του. Όση διαφορά έχει ο χριστιανισμός από την ειδωλολατρεία, άλλη τόση διαφορά χωρίζει το Βυζάντιο από την αρχαία Ελλάδα.
Οι άνθρωποι που ζούσανε στο Βυζάντιο, μ’ όλο που πολλοί απ’ αυτούς βαστούσανε από το αρχαίο ελληνικό αίμα κ’ είχανε την ελληνική παιδεία, ήτανε όμως ολότελα άλλοι, “άνθρωποι καινοί” “λαλλούντες γλώσσες κεναίς”. Ο Διονύσιος ο Αεροπαγίτης δεν έμοιαζε καθόλου με τον Σωκράτη, ούτε ο Συμεών ο δια Χριστόν Σαλός με τον Διογένη τον Κυνικό, ούτε ο Αγιος Δημήτριος με τον Πελοπίδα. Η ανθρώπινη ζωή θεμελιώθηκε πάνω σε άλλη βάση.
Και η τέχνη του Βυζαντίου, με όλα τα εξωτερικά που δανείστηκε από την αρχαία, είναι ολότελα διαφορετική στην ουσία της. Έφταξε σε κάποια πευματικότητα που δεν την γνώρισε άλλα φορά ο κόσμος. Ενώ η αρχαία τέχνη ήτανε βασισμένη πάνω στο μέτρο και τις αναλογίες, η τέχνη των Βυζαντινών δεν γνώριζε τέτοιο μέτρο, γιατί ζητούσε να βρει έκφραση για πράγματα που δεν χωρούνε στα τυπικά μέτρα, όπου περιορίζεται η απόδοση του φυσικού κόσμου, ας είναι και η πιο παθητική και ενθουσιώδης.
Λοιπόν το Βυζάντιο είναι ένα μεγάλο πράγμα. Είναι ο καιρός και ο τόπος που ζούσανε οι άνθρωποι με τον πόθο του υπερφυσικού, της αιωνιότητας. Για αυτό έχει αυτήν την παράξενη και μυστηριώδη ιδιορρυθμία, που δεν την θέλουνε οι άνθρωποι που οι πόθοι τους δεν βγαίνουνε έξω από το μέτρο και από τον ορθό λόγο, δηλαδή που είναι κολλημένοι στην κοινοτοπία των υλικών συγκινήσεων.
Οι Βυζαντινοί πιστεύανε στα μυστήρια και στην αλήθεια που αποκάλυψε ο Χριστός, ήγουν στον θαυμαστόν κόσμο που βρίσκεται πέρα από ό,τι πιάνουνε οι αισθήσεις και το μυαλό, ενώ ο αρχαίος σταματούσε ως εκεί. Ο Σωκράτης έκανε ένα πράγμα τη λογική του με το Θεό, και δεν πίστευε διόλου σε ό,τι δεν παραδεχότανε το μυαλό του, δηλαδή στο θαύμα. Για τούτο ο αρχαίος άνθρωπος, με όλα που έλεγε για την ελευθερία, ήταν δούλος της λογικής, που είναι η τελευταία ανάγκη. Ενώ ο χριστιανός του Βυζαντίου, με όλο που η ζωή του δεν έχει τα φανταχτερά ξεφωνητά της ελευθερίας, στο βάθος νιώθει ίσια-ίσια την αληθινή πνευματική ελευθερία, κατά τον Παύλο που λέει “ου δε το πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία”.
Ένας βυζαντινός άγιος, ο Ιωάννης της Κλίμακος, γράφει : “Ο βυθός των δογμάτων είναι βαθύς, αλλά ο νους του χριστιανού πηδά χωρίς κίνδυνο μέσα σε αυτόν” . Ενώ ο βαθυστόχαστος Παρμενίδης κι όμοιοί του δεν θα τολμούσανε να πηδήξουνε μέσα σε αυτήν την άβυσσο, γιατί ήταν αλυσοδεμένοι από τον ορθό λόγο.
Η αρχαιότητα είναι η βασιλεία του λογικού, ενώ το Βυζάντιο είναι η βασιλεία της πίστεως, της πνευματικής μέθης και της αθανασίας. Αυτό φαίνεται καθαρότατα στην τέχνη του καθενός από αυτούς τους δύο κόσμους : “Όπως ο Σωκράτης δε θα ένιωθε τα αντιλογικά μυστήρια που κήρυττε ο Απόστολος Παύλος, μολονότι έλεγε πως πιστεύει στον ένα Θεό, άλλο τόσο και ο Πραξιτέλης κι ό Απέλλης δε θα ένιωθαν μια βυζαντινή εικόνα, γιατί δεν είναι φιταγμένη πάνω στον υλικό κανόνα. Πέρα από τις “αναλογίες” και από την κοινοτοπία της σαρκικής ωραιότητος, δεν ήτανε σε θέση να νιώσουνε άλλο τίποτα οι αρχαίοι. Τα πιο θαυμαστά μωσαϊκά της Αγίας Σοφίας ή της Ραβέννας, τα πιο εκφραστικά σχήματα στις τοιχογραφίες του Μυστρά, θα ήταν για τους αρχαίους τερατώδη και άτεχνα βαναυσουργήματα, “διαφθείροντα την όρασιν”.
Ο χριστιανισμός ελέπτυνε τον “διονυσιακόν και απολλώνειον” άνθρωπον, τον έστεψε προς το βάθος του εαυτού του, του έδωσε “πνευματικόν οφθαλμόν και πνευματικόν ους” για να ερευνά τις αβύσσους του πνεύματος και να ακροάζεται τα “θεία απηχήματα”. Να γιατί ο άνθρωπος του Βυζαντίου είναι άλλος από τον αρχαίο, και δεν πρέπει να κρίνεται με το ίδιο μέτρο.
Το Βυζάντιο πρωτάνοιξε την “πύλην την κεκλεισμένην” και μπόρεσε κι είδε ο άνθρωπος από εκείνα τα θαυμάσια, που είπε ο Χριστός πως δεν μπορέσανε να τα δούνε οι σοφοί και οι συνετοί της αρχαιότητας. Η Κωνσταντινούπολη είναι “Σιών Αγία, μήτηρ των Εκκλησιών, Θεού κατοικητήριον”. Η αμαρτία και τα πάθη, που ανάψανε με τόση έξαψη μέσα στα τείχη της, φωτίσανε με την άγρια φλόγα του πιο πολύ τον ηλιοστάλακτον θρόνον της αγιότητος, κι η βαριά μυρωδιά της ακολασίας σκεπάστηκε από την πάντερπνον οσμήν της πνευματικής ευωδίας.
Πολλοί αρχαίοι μιλήσανε για την ματαιότητα του κόσμου, αλλά κανένας δεν την πίστεψε αληθινά, ώστε να την αφήσει, εκτός από τον Διογένη, που κι αυτός καμώθηκε ψεύτικα πως την σιχάθηκε, μόνο και μόνο για να θρέψει την ματαιοδοξία του. Κ’ έγινε “κύων”, δηλαδή χειρότερος απ’ ότι ήτανε.
Και βέβαια ένας αρχαίος, που είχε για θεούς όλα τα πάθη της σαρκός ή την λογική του, πως θα μπορούσε να χωριστεί από την ματαιότητα του κόσμου που αυτή ήτανε η ίδια η θρησκεία του; Και να καταφύγει που; Στην έρημο; Πως να την υποφέρει χωρίς ταπείνωση, χωρίς ελπίδα;
Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος έλεγε πως οι εθνικοί, ειδωλολάτρες, ήτανε “οι μη έχοντες ελπίδα”. Ενώ στο Βυζάντιο ο βασιλιάς κατέβαινε από τον θρόνο και πήγαινε στην έρημο ντυμένος με παλιόρασα από γιδότριχα και χαιρότανε γιατί “ηλευθερώθη από της δουλείας της φθοράς”. Κ’ η έρημος “εξήνθησεν ώσει κρίνον”. Γιατί “της ερημικοίς ζωή μακαρία εστί, θεικώ έρωτι πτερουμένοις”.
Όλα αυτά τα “κενά και αλλόκοτα” γινήκανε, γιατί η πίστη μετατόπισε τον άνθρωπο και τους πόθους του από κει που βρισκότανε πριν να φανερωθεί το Ευαγγέλιο. Οι αρχαίοι Έλληνες, μ’ όλη τη δύναμη και τη λεπτή λειτουργία του μυαλού τους και μ’ όλη την ευαισθησία τους δεν μπορέσανε να δούνε καθαρά πέρα από τα τείχη της επίγειας πολιτείας, γιατί δεν είχε έρθει ακόμα Εκείνος, που είπε στους ανθρώπους “Εγώ ήρθα στον κόσμος για να δούνε όσοι δεν βλέπουνε. Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα”. Γι αυτό οι αρχαίοι είχανε κάποια θολή ιδέα για τον Θεό και για μίαν άλλη ζωή.
Στις ψυχές του Βυζαντίου η θρησκεία του Χριστού έφερνε την αληθινή πίστη, κ’ η μέλλουσα ζωή ήτανε καθαρή μπροστά τους, κι ολοένα τα μάτια τους ήτανε γυρισμένα κατ΄εκείνη την Άνω Ιερουσαλήμ. Κ’ όσα θαυμαστά έργα κάνανε με τις τέχνες, κ’ όσες γιορτές πανηγυρίζανε, όλα ήτανε απλή προδιατύπωση της μέλλουσας μακαριότητας. Ο άνθρωπος και οι ελπίδες του τραβούσανε με βεβαιότητα προς την αιωνιότητα.
Το Βυζάντιο το σκέπαζε εκείνη η φωτεινή νεφέλη που σκέπασε τους τρεις Απόστολους κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού στο όρος Θαβώρ. Η αγιότης, η οσιότης, η μακαριότης γινήκανε πραγματικότητες της ζωής, δεν ήτανε όπως πριν κάποια ηθικά σύμβολα.
Και οι λέξεις της ελληνικής γλώσσας καθαγιαστήκανε κι αυτές από τα άγια νοήματα που εκφράζανε, και πήρανε κάποια σημασία που δεν είχανε, σημασία μυστική, βαθιά, πνευματική.
Ο άνθρωπος έγινε πιο εσωτερικός, κατέβηκε στο βυθό του εαυτού του, “έγνω εαυτόν”, όχι όπως ήθελε η αρχαία φιλοσοφία με το ερευνητικό ψάξιμο των εγκάτων του, αλλά με τον Θείον έρωτα που του έλεγε : “Υμείς ναός του πνεύματος έστε”. Με την ταπείνωση έγινε πιο ευαίσθητος στον ψυχικό πόνο κσι στη συντριβή της καρδίας, και βρήκε τη λύτρωση της συγγνώμης και της μετανοίας. Δεν στέκεται πια σαν εγωιστής, ανδριάντας, ασάλευτος και αυθάδης, αλλά πέφτει και σηκώνεται ολοένα. Ο άρχοντας καλογερεύει και γίνεται υποταχτικός του δούλου του, η πόρνη ξαναστολίζεται με τα άνθη της παρθενίας, ο δήμιος γονατίζει και ασπάζεται τα πόδια εκείνου που βασάνιζε.
Το Βυζάντιο είναι ένα μεγάλο χωνευτήρι, που μέσα σ’ αυτό πέσανε και λιώσανε μυριάδες ψυχές, σαν λογής-λογής μεταλλεύματα, λογής-λογής έθνη, κι από εκεί βγήκε χρυσάφι λαμπερό, μαζί με μαύρη σκουριά. Αυτό το μάλαμα είναι το πιο καθαρό από κάθε χρυσάφι που βγήκε από χωνευτήρι. Κι απ’ αυτό γίνηκε επτάφωτος λυχνία που θα φωτίζει τον κόσμο στο αιώνα του αιώνος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου