Το θέατρο Σκιών ψυχαγώγησε πολλές γενιές Νεοελλήνων. Καθώς έπεφτε το σκοτάδι, άναβε ο μπερντές του Καραγκιόζη κι αρχίζανε τα θαύματα. Ζωντάνευαν οι άψυχες φιγούρες, εκείνα τα «διονυσιακά χαρτονόμουτρα», και πιάναν τους χορούς και τα τραγούδια. Τι μουσικές λαϊκές, τι φωνές μεσογειακές, τι σκέρτσα και καμώματα.
- Όπα-όπα-όπα! Ε, ρε, γλέντιααααά! Όξω φτώχια-μέσα λόρδα!
Η αυτού μεγαλειότης ο Καραγκιόζης! Κοντός, καμπούρης, καραφλός, χοροπηδάει ξυπόλητος και κουρελής κουνώντας την τεράστια κουλοχέρα του και, παμπόνηρος Ρωμιός, περιγελά τους πάντες και τα πάντα.
Πρόβαλε, ματάκια μου, κι ο τουρκοντυμένος Χατζηαβάτης με τη γενειάδα του, άσπρο μου τριανταφυλλάκι, όλο τσαλίμια και γαλιφιές ο μαλαγάνας, μισοκακόμοιρος και κλαψιάρης, κόλακας και δουλοπρεπής.
Ροβόλησε κι ο Μπαρμπαγιώργος, σήκω Δημήτρω μ΄ κι άλλαξε, βλάχος φουστανελάς, πανύψηλος , αγαθός και απονήρευτος, αχάλαστος από τα ήθη της Ογρώπης.
Έφτακε, ψυχούλα μου, κι ο Νιόνιος από το Ζάντε, το φιόρο του Λεβάντε, όμορφη που΄ναι η Κυριακή κι ο Άγιος να σημαίνει, ναίσκε, φρακοφορεμένος λιμοκοντόρος, ψευτοκόντες φραγκολεβαντίνος.
Εεεπ! Αριβάρισε κι ο Σταύρακας, ο κουτσαβάκης, με το μπαγλαμαδάκι του, κάτω στα λεμονάδικα γένηκε φασαρία, περπάτημα μονόπαντο και βαριό, σακάκι φορεμένο από το ΄να μανίκι, τζογαδούρα, καβουράκι, μπεγλέρι, αρειμάνιος μύσταξ, μάτι μοβόρικο, το οποίον μάγκες μου σεμνά.
Κι ο Μορφονιός ο μαμμόθρεφτος, κι ο Εβραίος ο ξεβιδωμένος, πόσοι και πόσοι…Και μπέηδες και βεζίρηδες και πασάδες, αμάν-γιαρέμ-αμάν, πατριαρχικές γενειάδες, σαρίκια και σαλβάρια και τουρμπάνια κι αρματωσιές, κλέφτες του 21 και καπεταναίοι, πως λάμπει ο ήλιος στα βουνά, με φουστανέλες και γιαταγάνια.
Να, και «ο ήρως Γεώργιος Καραϊσκάκης εν ξιφήρεις» κι ο Κατσαντώνης με τον Αλήπασα, κι ο Παπαφλέσσας με τον Μπραϊμη, ιδού και ο βασιλεύς Αλέξανδρος ο Μακεδών, με την περικεφαλαία και το κοντάρι του, έξελθε κατηραμένε όφι!
Ολόκληρος ο Πολιτισμός της ανατολικής Μεσογείου ζωντανεμένος στο πανί του ονείρου. Ρωμαίικα πράγματα, δικά μας, που γοητεύουν τον λαό.
Μα, τι άλλο θα μπορούσε να τον γοητέψει από τα θεάματα; Αλλά αυτό, με τις επιδερμικές επιθεωρήσεις, τα γλυκερά κωμειδύλλια και τα αφυδατωμένα μελοδράματα που ανεβάζει - σε μια προσπάθεια της ηγετικής τάξης να μας εξευρωπαϊσει με το στανιό…-, του είναι ξένο κι απόμακρο. Του γυρίζει, λοιπόν, τα νώτα ο κόσμος και στρέφεται στον Καραγκιόζη που τον εκφράζει, τον απογειώνει από τη μίζερη καθημερινότητα, τον συσπειρώνει, του σφυρηλατεί το ομαδικό «εγώ» και του τονώνει το εθνικό αίσθημα.
Ο Καραγκιόζης, όμως, δε σταματά εδώ: ασκεί κριτική και κάνει κοινωνικό έλεγχο. Η σάτιρά του είναι καυστική και βιτριολική. Μέσα από το καλαμπούρι, καταγγέλει την ακρίβεια, τα σκάνδαλα, την κοινωνική αδικία. Έτσι, «γίνεται ο καθρέπτης και ο ενισχυτής της λαϊκής δυσαρέσκειας, μια έκφραση εκτόνωσης, αλλά και χλευασμού και ενδόμυχης εξέγερσης». ( Γιάννης Κιουρτσάκης, 1983, σελ. 76)
Αυτή η κοινωνική διαμαρτυρία τονίζεται, κυρίως, μέσα από την πείνα του ξυπόλητου πρωταγωνιστή, την αιώνια συντρόφισσά του.
- Ε, ρε, τι είναι η ατομική μπόμπα μπροστά στην ατομική πείνα!
Υποφέρει, παιδί μου, τι να κάνει; Ας πάει να κοιμηθεί. Μπορεί να δεί και κανα όνειρο πως τρώει κεφτέδες με σάλτσα… Να πάει στο παραθύρι της Βεζυροπούλας;
- Ρε κυρά, ρίξε μου μια καρφίτσα, να βγάλω ένα αγκάθι.
-Μα, Καραγκιόζη μου, θα την χάσεις από΄δω πάνω.
- Καρφίτσωσε τη σε ένα καρβέλι!
Να πάει να φάει εκείνα τα λουκούμια που του χρωστάνε;
-Παιδί μου, έφαγα 60 λουκούμια, μου ρίξανε ξύλο για 100, άρα μου χρωστάνε και 40!
Την ίδια αυτή διαμαρτυρία για την κοινωνική ανισότητα απεικονίζει και το συμβατικό σκηνικό: από τη μια, το σαράϊ, φεγγοβόλο, πολύχρωμο, φαντασμαγορικό - ο πλούτος και η χλιδή, από την άλλη, η παράγκα, ξεχαρβαλωμένη κι ετοιμόρροπη- η φτώχεια και η εξαθλίωση. Είναι η διαμαρτυρία των υποπρολετάριων, που φυτοζωούν αφημένοι στη μοίρα τους- μια μοίρα που, αν και δε την δέχονται παθητικά, δεν αγωνίζονται όμως και να την αλλάξουν.
Είδαμε πως «αντιμετωπίζει» την πείνα του ο Καραγκιόζης: είτε με φυγή από την πραγματικότητα, είτε με κατεργαριές και ημιπαρανομίες, Ισως, όμως, και να μη μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Μέσα στις άγριες συνθήκες της τότε διαμορφούμενης «αστικής» κοινωνίας, η τύχη των χαμηλότερων στρωμάτων ήταν προδιαγεγραμμένη: περιθωριοποίηση και ατομικισμός. Θα γελούσε κάθε πικραμένο χείλι, αν μιλούσαμε για υπερατομικούς σκοπούς και συλλογικά οράματα. Ο λαός, «ευκολοπίστευτος και πάντα προδομένος», αμφισβητεί -μέσω του Καραγκιόζη- ολόκληρο το πολιτικό σύστημα (βλ, π.χ τα έργα: Ο Καραγκιόζης δήμαρχος/ βουλευτής κλπ)
Η εργασία; Γιατί να πεινάει εργαζόμενος, αφού το καταφέρνει και τεμπελιάζοντας; Ο λύκος έχει την πείνα του, να έχει τουλάχιστον και την αναπαή του! Μην έχοντας, λοιπόν, καμμιά βλέψη για..καριέρα- γελοιοποιεί, άλλωστε, όλα τα επαγγέλματα-, κοιτάζει πως να τα βγάλει πέρα με μικροαπάτες και μικροκλοπές. Η κλεψιά, μάλιστα! Όχι μεγάλα πράματα, βέβαια, τίποτε ψωμιά, καμιά κότα, καμιά μπουγάδα. Έτσι, για να ξεγελάσει την πείνα του ή να τα φέρει βόλτα προσωρινώς. «Εκείνο που τον ενδιαφέρει κυρίως είναι η άμεση αξία χρήσης των πραγμάτων και όχι η ανταλλακτική τους αξία» (Γιάννης Κιουρτσάκης, 1985, σελ. 332). Το χρήμα, δηλαδή, έχει για αυτόν δευτερεύουσα σημασία. Για αυτό, αν πέσουν στα χέρια του τίποτε λεφτά, τα βαράει αμέσως στο σταυρό. «Τι να τα κάνει τα λεφτά, αφού δεν έχει φράγκο;». (Μαν. Ρασούλης). Να αρχίσει τις αποταμιεύσεις και τις σερμαγιές; Είναι πολύ έξυπνος και πολύ ελεύθερος, για να σκλαβωθεί με τέτοιες αυταπάτες. Αυτός «έκαψε την καλύβα του, να μην τον τρώνε οι ψύλλοι»…
Αλλά ο Καραγκιόζης δεν έχει απελευθερωθεί μόνο από τα δεσμά της ιδιοκτησίας: έχει λυτρωθεί και από τις αλυσίδες της λογικής. Τι σχέδιο τρέλα είναι αυτή που τονε δέρνει; Όλα τα βλέπει ανάποδα. Μπερδεύει τον γάμο με την κηδεία, την ευχή με την κατάρα, το ηθικό με το ανήθικο, την τιμιότητα με την κλεψιά.
Άσε που κακοποιεί και τη γλώσσα με τα διάφορα «λάθη», τα λογοπαίγνια, τα οξύμωρα, τις παραδοξολογίες. Εδώ, όπως γράφει ο Γιάννης Κιουρτσάκης, πρόκειται για ένα είδος «αυτόματου» λόγου ή λαϊκού «υπερρεαλισμού», για μια «εκθρόνιση του νοήματος από την α-νοησία». Βλέπε π.χ, τους ατέλειωτους μονολόγους ή τα τελαλήματα: παραληρήματα και ασυναρτησίες. Τι κουταμάρες είναι αυτές και τι ανοησίες;
-Ανοησίες με ουσίες, εγχώριας βιομηχανίας!
Πρώτα-πρώτα, αμφισβητώντας τη γλώσσα, ο Καραγκιόζης «προδίδει την ανικανότητά μας να επικοινωνήσουμε», αφού η γλώσσα έχει καταντήσει μια «σπασμένη γέφυρα» (Κατερίνα Μυστακίδου, 1982, σελ. 79-80). Ύστερα, αναποδογυρίζοντας την κανονική γλώσσα και παρωδώντας την, προβάλλει την πολυμορφία του κόσμου και της ζωής. Σαν να μας λέει, με τη γλώσσα του κωμικού παραλόγου, πως η αλήθεια είναι σχετική και τα αντίθετα μπορεί να συνυπάρχουν.
Αυτό ήταν το Θέατρο Σκιών: μια «μεγάλη καλλιτεχνική δημιουργία, πηγαία, συλλογική, καθαρά εθνική, γέννημα καθάριο του αισθήματος του ελληνικού λαού», (Κ. Μπίρης, περιοδικό Θέατρο, σελ.19). Και αυτός υπήρξε ο Καραγκιόζης: αντικομφορμιστής, αμοραλιστής, αναρχικός, καυσοκαλυβίτης και «τρελός», μέγας χλευαστής και σαρκαστής των πάντων, εκφραστής της ρωμαίικης ψυχής στην πιο γνήσια ώρα της - την ώρα του καρνάβαλου και της διονυσιακής μέθης.
Γράφει ο φιλόλογος
Κώστας Αγγελόπουλος
Βιβλιοαρθρογραφία:
Δαμιανάκος Στάθης: Θέατρο Σκιών/ Παράδοση και νεωτερικότητα, Πλέθρον,1993.
Ιωάννου Γιώργος: ο Καραγκιόζης (επιμέλεια), τόμος Α, Ερμής, 1985.
Κιουρτσάκης Γιάννης: Προφορική Παράδοση και ομαδική δημιουργία, Κέδρος, 1983.
Καρναβάλι και Καραγκιόζης, Κέδρος,1985.
Μυστακίδου Κατερίνα: Καραγκιόζ/ Το Θέατρο Σκιών στην Ελλάδα και την Τουρκία, Ερμής, 1982. Πετρής Γιώργος: Ο Καραγκιόζης, Γνώση, 1996.
Πηγή :http://peritexnisologos.blogspot.gr
- Όπα-όπα-όπα! Ε, ρε, γλέντιααααά! Όξω φτώχια-μέσα λόρδα!
Η αυτού μεγαλειότης ο Καραγκιόζης! Κοντός, καμπούρης, καραφλός, χοροπηδάει ξυπόλητος και κουρελής κουνώντας την τεράστια κουλοχέρα του και, παμπόνηρος Ρωμιός, περιγελά τους πάντες και τα πάντα.
Πρόβαλε, ματάκια μου, κι ο τουρκοντυμένος Χατζηαβάτης με τη γενειάδα του, άσπρο μου τριανταφυλλάκι, όλο τσαλίμια και γαλιφιές ο μαλαγάνας, μισοκακόμοιρος και κλαψιάρης, κόλακας και δουλοπρεπής.
Ροβόλησε κι ο Μπαρμπαγιώργος, σήκω Δημήτρω μ΄ κι άλλαξε, βλάχος φουστανελάς, πανύψηλος , αγαθός και απονήρευτος, αχάλαστος από τα ήθη της Ογρώπης.
Έφτακε, ψυχούλα μου, κι ο Νιόνιος από το Ζάντε, το φιόρο του Λεβάντε, όμορφη που΄ναι η Κυριακή κι ο Άγιος να σημαίνει, ναίσκε, φρακοφορεμένος λιμοκοντόρος, ψευτοκόντες φραγκολεβαντίνος.
Εεεπ! Αριβάρισε κι ο Σταύρακας, ο κουτσαβάκης, με το μπαγλαμαδάκι του, κάτω στα λεμονάδικα γένηκε φασαρία, περπάτημα μονόπαντο και βαριό, σακάκι φορεμένο από το ΄να μανίκι, τζογαδούρα, καβουράκι, μπεγλέρι, αρειμάνιος μύσταξ, μάτι μοβόρικο, το οποίον μάγκες μου σεμνά.
Κι ο Μορφονιός ο μαμμόθρεφτος, κι ο Εβραίος ο ξεβιδωμένος, πόσοι και πόσοι…Και μπέηδες και βεζίρηδες και πασάδες, αμάν-γιαρέμ-αμάν, πατριαρχικές γενειάδες, σαρίκια και σαλβάρια και τουρμπάνια κι αρματωσιές, κλέφτες του 21 και καπεταναίοι, πως λάμπει ο ήλιος στα βουνά, με φουστανέλες και γιαταγάνια.
Να, και «ο ήρως Γεώργιος Καραϊσκάκης εν ξιφήρεις» κι ο Κατσαντώνης με τον Αλήπασα, κι ο Παπαφλέσσας με τον Μπραϊμη, ιδού και ο βασιλεύς Αλέξανδρος ο Μακεδών, με την περικεφαλαία και το κοντάρι του, έξελθε κατηραμένε όφι!
Ολόκληρος ο Πολιτισμός της ανατολικής Μεσογείου ζωντανεμένος στο πανί του ονείρου. Ρωμαίικα πράγματα, δικά μας, που γοητεύουν τον λαό.
Μα, τι άλλο θα μπορούσε να τον γοητέψει από τα θεάματα; Αλλά αυτό, με τις επιδερμικές επιθεωρήσεις, τα γλυκερά κωμειδύλλια και τα αφυδατωμένα μελοδράματα που ανεβάζει - σε μια προσπάθεια της ηγετικής τάξης να μας εξευρωπαϊσει με το στανιό…-, του είναι ξένο κι απόμακρο. Του γυρίζει, λοιπόν, τα νώτα ο κόσμος και στρέφεται στον Καραγκιόζη που τον εκφράζει, τον απογειώνει από τη μίζερη καθημερινότητα, τον συσπειρώνει, του σφυρηλατεί το ομαδικό «εγώ» και του τονώνει το εθνικό αίσθημα.
Ο Καραγκιόζης, όμως, δε σταματά εδώ: ασκεί κριτική και κάνει κοινωνικό έλεγχο. Η σάτιρά του είναι καυστική και βιτριολική. Μέσα από το καλαμπούρι, καταγγέλει την ακρίβεια, τα σκάνδαλα, την κοινωνική αδικία. Έτσι, «γίνεται ο καθρέπτης και ο ενισχυτής της λαϊκής δυσαρέσκειας, μια έκφραση εκτόνωσης, αλλά και χλευασμού και ενδόμυχης εξέγερσης». ( Γιάννης Κιουρτσάκης, 1983, σελ. 76)
Αυτή η κοινωνική διαμαρτυρία τονίζεται, κυρίως, μέσα από την πείνα του ξυπόλητου πρωταγωνιστή, την αιώνια συντρόφισσά του.
- Ε, ρε, τι είναι η ατομική μπόμπα μπροστά στην ατομική πείνα!
Υποφέρει, παιδί μου, τι να κάνει; Ας πάει να κοιμηθεί. Μπορεί να δεί και κανα όνειρο πως τρώει κεφτέδες με σάλτσα… Να πάει στο παραθύρι της Βεζυροπούλας;
- Ρε κυρά, ρίξε μου μια καρφίτσα, να βγάλω ένα αγκάθι.
-Μα, Καραγκιόζη μου, θα την χάσεις από΄δω πάνω.
- Καρφίτσωσε τη σε ένα καρβέλι!
Να πάει να φάει εκείνα τα λουκούμια που του χρωστάνε;
-Παιδί μου, έφαγα 60 λουκούμια, μου ρίξανε ξύλο για 100, άρα μου χρωστάνε και 40!
Την ίδια αυτή διαμαρτυρία για την κοινωνική ανισότητα απεικονίζει και το συμβατικό σκηνικό: από τη μια, το σαράϊ, φεγγοβόλο, πολύχρωμο, φαντασμαγορικό - ο πλούτος και η χλιδή, από την άλλη, η παράγκα, ξεχαρβαλωμένη κι ετοιμόρροπη- η φτώχεια και η εξαθλίωση. Είναι η διαμαρτυρία των υποπρολετάριων, που φυτοζωούν αφημένοι στη μοίρα τους- μια μοίρα που, αν και δε την δέχονται παθητικά, δεν αγωνίζονται όμως και να την αλλάξουν.
Είδαμε πως «αντιμετωπίζει» την πείνα του ο Καραγκιόζης: είτε με φυγή από την πραγματικότητα, είτε με κατεργαριές και ημιπαρανομίες, Ισως, όμως, και να μη μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Μέσα στις άγριες συνθήκες της τότε διαμορφούμενης «αστικής» κοινωνίας, η τύχη των χαμηλότερων στρωμάτων ήταν προδιαγεγραμμένη: περιθωριοποίηση και ατομικισμός. Θα γελούσε κάθε πικραμένο χείλι, αν μιλούσαμε για υπερατομικούς σκοπούς και συλλογικά οράματα. Ο λαός, «ευκολοπίστευτος και πάντα προδομένος», αμφισβητεί -μέσω του Καραγκιόζη- ολόκληρο το πολιτικό σύστημα (βλ, π.χ τα έργα: Ο Καραγκιόζης δήμαρχος/ βουλευτής κλπ)
Η εργασία; Γιατί να πεινάει εργαζόμενος, αφού το καταφέρνει και τεμπελιάζοντας; Ο λύκος έχει την πείνα του, να έχει τουλάχιστον και την αναπαή του! Μην έχοντας, λοιπόν, καμμιά βλέψη για..καριέρα- γελοιοποιεί, άλλωστε, όλα τα επαγγέλματα-, κοιτάζει πως να τα βγάλει πέρα με μικροαπάτες και μικροκλοπές. Η κλεψιά, μάλιστα! Όχι μεγάλα πράματα, βέβαια, τίποτε ψωμιά, καμιά κότα, καμιά μπουγάδα. Έτσι, για να ξεγελάσει την πείνα του ή να τα φέρει βόλτα προσωρινώς. «Εκείνο που τον ενδιαφέρει κυρίως είναι η άμεση αξία χρήσης των πραγμάτων και όχι η ανταλλακτική τους αξία» (Γιάννης Κιουρτσάκης, 1985, σελ. 332). Το χρήμα, δηλαδή, έχει για αυτόν δευτερεύουσα σημασία. Για αυτό, αν πέσουν στα χέρια του τίποτε λεφτά, τα βαράει αμέσως στο σταυρό. «Τι να τα κάνει τα λεφτά, αφού δεν έχει φράγκο;». (Μαν. Ρασούλης). Να αρχίσει τις αποταμιεύσεις και τις σερμαγιές; Είναι πολύ έξυπνος και πολύ ελεύθερος, για να σκλαβωθεί με τέτοιες αυταπάτες. Αυτός «έκαψε την καλύβα του, να μην τον τρώνε οι ψύλλοι»…
Αλλά ο Καραγκιόζης δεν έχει απελευθερωθεί μόνο από τα δεσμά της ιδιοκτησίας: έχει λυτρωθεί και από τις αλυσίδες της λογικής. Τι σχέδιο τρέλα είναι αυτή που τονε δέρνει; Όλα τα βλέπει ανάποδα. Μπερδεύει τον γάμο με την κηδεία, την ευχή με την κατάρα, το ηθικό με το ανήθικο, την τιμιότητα με την κλεψιά.
Άσε που κακοποιεί και τη γλώσσα με τα διάφορα «λάθη», τα λογοπαίγνια, τα οξύμωρα, τις παραδοξολογίες. Εδώ, όπως γράφει ο Γιάννης Κιουρτσάκης, πρόκειται για ένα είδος «αυτόματου» λόγου ή λαϊκού «υπερρεαλισμού», για μια «εκθρόνιση του νοήματος από την α-νοησία». Βλέπε π.χ, τους ατέλειωτους μονολόγους ή τα τελαλήματα: παραληρήματα και ασυναρτησίες. Τι κουταμάρες είναι αυτές και τι ανοησίες;
-Ανοησίες με ουσίες, εγχώριας βιομηχανίας!
Πρώτα-πρώτα, αμφισβητώντας τη γλώσσα, ο Καραγκιόζης «προδίδει την ανικανότητά μας να επικοινωνήσουμε», αφού η γλώσσα έχει καταντήσει μια «σπασμένη γέφυρα» (Κατερίνα Μυστακίδου, 1982, σελ. 79-80). Ύστερα, αναποδογυρίζοντας την κανονική γλώσσα και παρωδώντας την, προβάλλει την πολυμορφία του κόσμου και της ζωής. Σαν να μας λέει, με τη γλώσσα του κωμικού παραλόγου, πως η αλήθεια είναι σχετική και τα αντίθετα μπορεί να συνυπάρχουν.
Αυτό ήταν το Θέατρο Σκιών: μια «μεγάλη καλλιτεχνική δημιουργία, πηγαία, συλλογική, καθαρά εθνική, γέννημα καθάριο του αισθήματος του ελληνικού λαού», (Κ. Μπίρης, περιοδικό Θέατρο, σελ.19). Και αυτός υπήρξε ο Καραγκιόζης: αντικομφορμιστής, αμοραλιστής, αναρχικός, καυσοκαλυβίτης και «τρελός», μέγας χλευαστής και σαρκαστής των πάντων, εκφραστής της ρωμαίικης ψυχής στην πιο γνήσια ώρα της - την ώρα του καρνάβαλου και της διονυσιακής μέθης.
Γράφει ο φιλόλογος
Κώστας Αγγελόπουλος
Βιβλιοαρθρογραφία:
Δαμιανάκος Στάθης: Θέατρο Σκιών/ Παράδοση και νεωτερικότητα, Πλέθρον,1993.
Ιωάννου Γιώργος: ο Καραγκιόζης (επιμέλεια), τόμος Α, Ερμής, 1985.
Κιουρτσάκης Γιάννης: Προφορική Παράδοση και ομαδική δημιουργία, Κέδρος, 1983.
Καρναβάλι και Καραγκιόζης, Κέδρος,1985.
Μυστακίδου Κατερίνα: Καραγκιόζ/ Το Θέατρο Σκιών στην Ελλάδα και την Τουρκία, Ερμής, 1982. Πετρής Γιώργος: Ο Καραγκιόζης, Γνώση, 1996.
Πηγή :http://peritexnisologos.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου