το θρυλικό αντιτορπιλικό ΛΕΩΝ-54 |
Από το ημερολόγιο ενός ναύτη
του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
(αφιερωμένο σε όσους έχουν υπηρετήσει την θητεία τους στο Πολεμικό Ναυτικό)
Α’ Μέρος
Α΄ ΞΙΦΙΑΣ
5 Απριλίου 1981-Κυριακή
Α/Τ ΛΕΩΝ- ΡΟΔΟΣ
Πρωινές εργασίες και το μεσημέρι εξόδου, αφού κατάφερα να εξασφαλίσω την απαιτούμενη άδεια. Κάνω μια βόλτα στην παλαιά πόλη και στο κάστρο του Μεγάλου Μάγιστρου και επισκέπτομαι το πολύ ενδιαφέρον aquarium-ενυδρείο στην άκρη της προκυμαίας. Συνέχισα με κατεύθυνση την πλαζ, όπου είχαμε δώσει ραντεβού με την Jolanda. Ψάχνοντας τα σημάδια που είχα βάλει, βρήκα περίπου το στίγμα του σημείου. Υπάρχουν διάφοροι λουόμενοι, αλλά στο σημείο αυτό κάθεται με το μαγιό
της μια κοπέλα μόνη. Μοιάζει και δεν μοιάζει. Αποφασίζω ότι είναι αυτή και την πλησιάζω.
Πράγματι, ήταν εκείνη, αλλά πολύ διαφορετική από ότι την θυμόμουν χθες βράδυ. Νιώθω μια ελαφριά απογοήτευση, αν και η κοπέλα ήταν πολύ φιλική και ευγενική. Μου έχει δώσει και την διεύθυνση της στην Ολλανδία. Έπειτα από κάποια ώρα, προφασίζομαι μια δικαιολογία και αφού την χαιρετώ την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια. Παρόλα αυτά, σκεπτόμενος τι είχε συμβεί, αλλά και το αμήχανο ύφος της όταν της είπα ότι έπρεπε να φύγω, δεν μπόρεσα να μη νιώσω ένα μικρό αίσθημα ενοχής. Αλλά μόνο για λίγη ώρα.
Κατευθύνομαι προς το κέντρο της πόλης και σε ένα δρόμο συναντώ δύο γνώριμους ναύτες που ταιριάζουν τα χνώτα μας και οι οποίοι περιπλανιόντουσαν επίσης. Καλά παιδιά, κολλάω μαζί τους και συνεχίζουμε όλοι μαζί για το υπόλοιπο βράδυ. Πήγαμε στο «Ήχος και Φως» και έπειτα χαθήκαμε μέσα στα σοκάκια με τα διάφορα μαγαζιά, όπου υπήρχε αρκετή κίνηση για την εποχή. Σε κάποιες ταβέρνες που περνάμε απέξω, παίρνει το μάτι μου διάφορες παρέες συναδέλφων. Το φαγητό είναι το τελευταίο που με ενδιαφέρει.
Κάποια στιγμή, εμφανίζεται στο βάθος του δρόμου μια ομάδα κοριτσιών, πάνω κάτω στην ηλικία μας, που θορυβεί και γελά με τη διάθεση ανθρώπων που θέλουν να περάσουν καλά. Μας έχουν δει και καθώς έρχονται προς το μέρος μας, μια από αυτές κάνει με πολύ αστείο τρόπο κοροϊδευτικές παντομίμες που περιγράφουν τον στρατό, χαιρετούρες κλπ. Οι άλλες έχουν σκάσει στα γέλια. Πιάνουμε την κουβέντα και μας τριγυρίζουν με γέλια και πειράγματα, μία μάλιστα πήρε το καπέλο μου και το φόρεσε. Έτσι, σχεδόν πριν το καταλάβουμε, και με τις απανωτές προσκλήσεις «come sailor, come», βρεθήκαμε όλοι σε ένα παρακείμενο μπαρ.
Μπαίνουμε και αρχίζουμε τα ποτά. Είναι όλες Σουηδέζες και μάλιστα 9 τον αριθμό. Μερικές είναι όμορφες έως συμπαθητικές. Τρελάρες, έχουν έρθει στην Ρόδο για να διασκεδάσουν και το εννοούν. Εμείς είμαστε 3. Από διαίσθηση, νιώθω, λόγω αναλογίας, ότι δεν πρόκειται να βγει κάτι άλλο από αυτό, πέρα από το ευχάριστο πέρασμα της βραδυάς με τη συντροφιά μιας πολυπληθούς γυναικείας παρέας. Ας είναι και έτσι. Περάσαμε με πολύ κέφι και απανωτά κεράσματα περισσότερο από 3-4 ώρες μαζί. Στο τέλος της βραδιάς, μετά τις 2 πμ, βγαίνουμε από το μπαρ σχεδόν τρεκλίζοντας και με κεφάτη διάθεση. Κανονικά, εδώ θα έπρεπε να χωρίσουν οι δρόμοι μας. Εκείνες για το ξενοδοχείο τους και εμείς για το πλοίο μας. Ωστόσο, επιμένουν να μας συνοδεύσουν μέχρι κάποιου σημείου. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, όλοι μαζί, κατευθυνόμενοι προς την κεντρική παραλία, πιασμένοι αγκαλιά, γελώντας και τραγουδώντας «I am Popay the sailor man». Κάποιοι θαμώνες που εξακολουθούν να κάθονται στα τραπεζάκια, ακούγοντας το πανδαιμόνιο μέσα στην ησυχία, στρέφουν και κοιτάζουν την εύθυμη παρέα μας που περνούσε από μπροστά τους. Λίγο πιο κάτω, σε ένα απόμερο μισοφωτισμένο σημείο, το μάτι μου διέκρινε τις φιγούρες δύο αξιωματικών που επέστρεφαν στο πλοίο. Μας έχουν δει, φυσικά, αλλά φέρονται διακριτικά και δεν μας δίνουν σημασία. Κάπου εκεί, τελείωσε και η μικρή μας περιπέτεια με τις Σουηδέζες. Τις αποχαιρετήσαμε με αγκαλιές και φιλιά και προχωρήσαμε προς το πλοίο μας, σχεδόν υποβαστάζοντας ο ένας τον άλλο. Ούτε κατάλαβα πότε έβγαλα τη στολή και πώς σκαρφάλωσα στην κουκέτα μου για να κοιμηθώ.
6 Απριλίου 1981- Δευτέρα
Α/Τ ΛΕΩΝ- ΡΟΔΟΣ
Τα ωραία τελειώνουν γρήγορα. Βάρδια στην κλίμακα του πλοίου 8-12 πμ, με έναν στρατεύσιμο Κελευστή. Το κεφάλι και το στόμα μου έχουν ακόμη την αίσθηση της προηγούμενης νύχτας. Το περιστατικό έχει μαθευτεί ανάμεσα στους υπόλοιπους ναύτες και αρχίζουν οι ερωτήσεις και ο σχετικός χαβαλές. Από την πλευρά των αξιωματικών καμία νύξη. Υπάρχει φαίνεται κατανόηση.
Ακούγεται η είδηση ότι θα αποπλεύσουμε αργά το απόγευμα. Μέχρι τότε, κάποιοι αξιωματικοί και ναύτες βγαίνουν έξω για λίγες ώρες. Ο καιρός εξακολουθεί να είναι καλός και προσφέρεται για βόλτα και ψώνια. Προχθές αγόρασα μια ωραία ομπρέλα και ένα μπουκάλι σαμπάνια «Καϊρ» Ρόδου. Ανάλογα ψώνια έκαναν και πολλοί άλλοι, μιας και στην Ρόδο εφαρμόζεται ένα αδασμολόγητο καθεστώς με φθηνά προϊόντα.
Το απόγευμα έχουν πλέον επιβιβαστεί όλοι και γίνονται οι προετοιμασίες για την άπαρση. Λίγο πριν το δειλινό αποπλέουμε με τη συνηθισμένη τάξη. Καθώς σκοτεινιάζει, η Ρόδος αρχίζει πλέον να χάνεται από τα μάτια μας. Απομένουν μόνο οι αναμνήσεις αυτής της διήμερης παραμονής στο όμορφο νησί των Ιπποτών.
Κάλυψη πυροβόλων και συσκευών και αμέσως μετά βάρδια οπτήρα στη γέφυρα 8-12 μμ.
7 Απριλίου 1981- Τρίτη
Α/Τ ΛΕΩΝ- ΕΝ ΠΛΩ
Ταξιδεύουμε όλη τη νύχτα με νότια κατεύθυνση. Το πρωί κάνω πάλι βάρδια οπτήρα, ενώ περνούμε κάποια μικρά νησιά από τα αριστερά μας. Ο ήλιος έχει αρχίσει να σπάει την πρωινή ψύχρα και να μου ζεσταίνει κάπως το πρόσωπο. Στο βάθος διακρίνονται πολύ καθαρά οι ακτές της Μ. Ασίας ή καλύτερα της Τουρκίας. Κάποιος μου λέει, ότι το μικρό νησί που περνάμε στα αριστερά είναι η Ρω. Είναι ελληνικό νησί και πάνω του ζει μόνο μια ηλικιωμένη γυναίκα, που κάθε μέρα ανεβάζει και κατεβάζει τη σημαία μας. Πρόκειται για την «Κυρά της Ρω», που έχει σχεδόν μεταβληθεί σε θρύλο. Το αληθινό της όνομα είναι Δέσποινα Αχλαδιώτη και είναι πραγματικά μια ηρωική μορφή, αν συνυπολογίσει κανείς τις σκληρές συνθήκες ζωής σε αυτό το ακριτικό νησί.
Συζητώντας κάποια στιγμή της μέρας με άλλους συναδέλφους, κληρούχες και μη, σχετικά με τη δυσμενή μετάθεση μας στο Λιοντάρι, ανακαλύπτουμε το εξής εκπληκτικό. Κάποιοι από εμάς είχαμε βάλει ως μέσο το ίδιο πρόσωπο, δηλαδή τον Πλωτάρχη (ΣΠ) Δ….! Είναι πια φανερό, πως όποιος απευθυνόταν σε αυτόν, ανεξάρτητα από τα δήθεν καθησυχαστικά λόγια του για μια καλή μετάθεση, στην ουσία καταδίκαζε τον εαυτό του να υπηρετήσει στα «θηρία», και μάλιστα στο Λιοντάρι. Είμαι βέβαιος, ότι αν ρωτούσα και άλλους ναύτες από τα υπόλοιπα «θηρία», αρκετοί θα μου βεβαίωναν το ίδιο πράγμα. Φαίνεται, λοιπόν, πως ο Δ… είχε αναλάβει προσωπικά την επάνδρωση των πλοίων αυτών, μέσω.. μέσου! Είναι σαν να μας λέει, θέλετε καλή μετάθεση; Πάρτε τώρα ένα «θηρίο» και βοήθεια σας.
Έχουμε ήδη συμπληρώσει την πρώτη εβδομάδα του «Ξιφία».
8 Απριλίου 1981- Τετάρτη
Α/Τ ΛΕΩΝ- ΚΑΣΤΕΛΟΡΙΖΟ
Σχεδόν ταυτόχρονα με την ανάληψη της βάρδιας το πρωί, το πλοίο προσέγγισε το μικρό λιμάνι του ακριτικού Καστελόριζου. Η θάλασσα είναι σχεδόν λάδι. Ρίξαμε άγκυρα και μείναμε «αρόδο» όλη την ημέρα. Το νησί είναι πολύ μικρό και τα σπίτια στην προκυμαία, μερικά σε νεοκλασικό ρυθμό, δεν θα είναι πάνω από 100. Πολλά είναι εγκαταλελειμμένα και ερειπωμένα. Η Τουρκία είναι σε απόσταση αναπνοής και ο δίαυλος ανάμεσα τους είναι κατάσπαρτος με βράχους και σκοπέλους. Κάποιος θα μπορούσε, κολυμπώντας από βράχο σε βράχο και παίρνοντας μια ανάσα, να φθάσει απέναντι άνετα.
Σε λίγη ώρα ένα μικρό ψαροκάικο έφυγε από το λιμάνι και ήρθε και μας πλεύρισε. Πάνω του βρισκόταν ένας παπάς, γύρω στα 35 με 40 χρόνων, με κοντά μαλλιά και γένια. Μόνο το ράσο πρόδιδε την ιδιότητα του. Κατεβάσαμε την κλίμακα και επιβιβάστηκε στο πλοίο. Αμέσως μετά πήγε στο καρέ αξιωματικών, αφού προφανώς ήταν γνώριμος των παλαιότερων αξιωματικών. Οι ναύτες δεν βγήκαν εξόδου, βγήκαν όμως κάμποσοι υπαξιωματικοί με το ψαροκάικο, που έκανε χρέη λάντζας. Το μεσημέρι γύρισαν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Μόνο που αυτή τη φορά, ανεβαίνοντας στο πλοίο μετέφεραν μαζί τους και κάμποσα χαρτοκιβώτια γεμάτα με μπουκάλια ουίσκι «Ballantine’s». Αδασμολόγητα σε πολύ φθηνή τιμή, ήταν καλή ευκαιρία. Φορτώσαμε και κάμποσα κιλά φρέσκα ψάρια για κατανάλωση από το πλήρωμα. Στο τέλος και αφού δώσαμε κάνα-δύο βαρέλια με πετρέλαιο στον ψαρά, σαν αντάλλαγμα για τον κόπο του, ο παπάς αποβιβάστηκε χαιρετώντας μας και εμείς αρχίσαμε τις προετοιμασίες του απόπλου βιράροντας την άγκυρα.
Βράδυ 8-12, βάρδια οπτήρα. Ο καιρός έχει αλλάξει και έχει σηκώσει αέρα και πολύ κύμα. Έχω σηκώσει την κουκούλα του μακρύ αμερικάνικου τζάκετ, που φοράω πάνω από το μαύρο ναυτικό επενδύτη, προσπαθώντας να ζεσταθώ λίγο. Μάταιος κόπος. Τα πόδια μου έχουν μουδιάσει από την ακινησία και κάνω μερικά βήματα μπρος- πίσω για να ξεπιαστώ. Τελειώνω την βάρδια και κατεβαίνω στην τραπεζαρία για ζεστό τσάι και γαλέτα με ελιές. Αμέσως μετά κατάκλιση. Πριν με πάρει ο ύπνος, νιώθω τα κουνήματα του πλοίου και ακούω πάνω από την υπόκωφη βοή των μηχανών, τους διάφορους ήχους και τα τριξίματα από την πάλη του με τα κύματα.
9 Απριλίου 1981- Πέμπτη
Α/Τ ΛΕΩΝ- ΕΝ ΠΛΩ
Μέρα βαρετή και ατέλειωτη. Ταξιδεύουμε διαρκώς με συννεφιά και αέρα, ενώ η θάλασσα παραμένει τρικυμιώδης. Οι εργασίες στο κατάστρωμα των πυροβόλων γίνεται με πολύ δυσκολία, αφού παράλληλα πρέπει κανείς να ισορροπεί το σώμα του, αλλά και να προσέχει μην κυλήσουν διάφορα εξαρτήματα από τον πάγκο εργασίας.
Το μεσημέρι ο καιρός γίνεται ακόμη χειρότερος και δίνονται οδηγίες από τα μεγάφωνα για πρόσδεση του υλικού και απαγόρευση της κυκλοφορίας από τους εξωτερικούς διαδρόμους. Οι εξωτερικές θυρίδες ασφαλίζουν με τον περιστρεφόμενο μηχανισμό τους και η επικοινωνία πλέον γίνεται μόνο εσωτερικά. Σε μισή ώρα πλακώνει η αντάρα και το πλοίο χτυπιέται από παντού. Η πλώρη σηκώνεται ψηλά και μετά σκάει πάλι κάτω καταβυθιζόμενη μέσα στα κύματα. Τα πλωριά πυροβόλα μπαίνουν σχεδόν μέσα στο νερό και ο δυνατός αέρας φέρνει τις στάλες της αλμύρας μέχρι πάνω στη γέφυρα. Ανάμεσα στην υπερύψωση και στην καταβύθιση της πλώρης, μεσολαβεί ένα μικρό κενό που το νιώθει κανείς κάτω από τα πόδια του και από το σφίξιμο του στομαχιού.
Πολλοί υποφέρουν. Το σπανακόρυζο που φάγαμε το μεσημέρι βρίσκεται στο δάπεδο των εσωτερικών διαδρόμων, αφού τα στομάχια κάποιων το απέβαλαν ως περιττό περιεχόμενο. Παρόλο που ο ίδιος δε νιώθω ναυτία, η θέα του ξερασμένου σπανακόρυζου μου προκαλεί μεγαλύτερη αηδία. Προσπαθώ να μη το βλέπω και κυρίως να μη το πατήσω στους στενούς διαδρόμους. Σε συνδυασμό με την έντονη μυρωδιά του πετρελαίου η ατμόσφαιρα είναι απαίσια.
Προς το απόγευμα ένας κληρούχας μου, ναύτης μηχανικός, ένιωσε τόσο χάλια, που αποφάσισε να αφήσει για λίγο το μηχανοστάσιο και ανέβηκε στο κατάστρωμα για να πάρει λίγο φρέσκο αέρα. Άνοιξε την εξωτερική θυρίδα παρά τις εντολές και ζαλισμένος καθώς ήταν, βγήκε έξω για να αναπνεύσει. Όμως, ένα ξαφνικό κύμα σάλταρε πάνω στο εξωτερικό κατάστρωμα και τον άρπαξε, παρασύροντας τον σαν τσόφλι. Ούτε που κατάλαβε τι του είχε συμβεί. Ευτυχώς, το κύμα τον φράκαρε ανάμεσα στα ρέλια και στις σιδερένιες βάσεις των βομβών βυθού στην πρύμνη και δεν τον πήρε μέσα. Οι συνάδελφοι του μηχανικοί, που ανησύχησαν, βγήκαν έξω για να δουν τι κάνει και τον είδαν σφηνωμένο, σχεδόν μισολιπόθυμο στις σιδερένιες βάσεις. Φώναξαν και άλλους. Μαζευτήκαμε αρκετοί και φτιάχνοντας μια αλυσίδα χέρι με χέρι, τον πλησιάσαμε και τον απεγκλωβίσαμε σε κακά χάλια. Στάθηκε τυχερός πάνω στην ατυχία του, αφού είναι σίγουρο, πως αν τον έπαιρνε το κύμα δεν θα τον βρίσκαμε ποτέ. Οι παλιοί μας διηγήθηκαν, ότι κάτι ανάλογο είχε συμβεί πριν πολλά χρόνια. Τότε, μάλιστα, αυτά τα κάνα-δύο άτομα που τους είχε συμβεί, δεν βρέθηκαν ποτέ. Αλήθεια ή μύθος δεν γνωρίζω. Όμως το σημερινό περιστατικό, κάνει την ιστορία τους να φαίνεται πραγματικά πιθανή.
10 Απριλίου 1981- Παρασκευή
Α/Τ ΛΕΩΝ- ΚΑΛΥΜΝΟΣ
Σήμερα ο άνεμος κόπασε αισθητά και ταξιδεύουμε με καλύτερες συνθήκες. Λίγο πριν το μεσημέρι, πλησιάσαμε στην Κάλυμνο και παραβληθήκαμε στην προβλήτα του λιμανιού. Η Κάλυμνος είναι το νησί των σφουγγαράδων και η πόλη φαίνεται αρκετά μεγάλη και με ωραία παραδοσιακά κτίρια. Εντύπωση μου έκαναν τα ποικίλα χρώματα των σπιτιών. Κάποιος μου είπε, ότι τα διαφορετικά χρώματα των σπιτιών υποδηλώνουν την κατάσταση των ιδιοκτητών τους. Εάν, δηλαδή, έχει πνιγεί σε κάποιο ταξίδι ή αν έχει μείνει παράλυτος από τη νόσο των δυτών, καθότι σπογγαλιείς, ή αν ζει και είναι υγιής κ.λπ. Δεν ξέρω, αν αυτό ανταποκρίνεται στην αλήθεια, πάντως είναι μια αληθοφανής εκδοχή.
Έξοδος της δεξιάς τοιχαρχίας για λίγες ώρες. Εγώ μένω στο πλοίο. Εργασία, συζήτηση και ξεκούραση. Με περισσότερο από μια εβδομάδα στην θάλασσα, έχει πήξει το μάτι μας. Πάντως, τουλάχιστον εγώ, έχω αρχίσει κάπως να συνηθίζω τη ζωή στο πλοίο. Το γεγονός, ότι έχω την ευκαιρία να γνωρίσω ένα σωρό νησιά και να δω νέες εικόνες, αντισταθμίζει κάπως το αίσθημα του περιορισμού που νιώθω εδώ. Βάρδια στην κλίμακα.
11 Απριλίου 1981- Σάββατο
Α/Τ ΛΕΩΝ- ΕΝ ΠΛΩ
Άπαρση πλοίου νωρίς το πρωί. Γυροφέρνουμε ανάμεσα σε διάφορα νησιά. Ο αέρας έχει πέσει και έχει βγάλει ήλιο. Εργασία στο κατάστρωμα των πυροβόλων. Οι νέοι κοιτάζουμε τους παλιούς και αφού δεν γνωρίζουμε ακόμη πως να τους προσφέρουμε κάποια ουσιαστική βοήθεια, έχουμε αναλάβει διάφορες αβαρίες και θελήματα. Ματσακονίσματα στις σκουριές των λαμαρινών και πέρασμα ύστερα με μίνιο, για προστασία πριν το βάψιμο. Σε ορισμένα σημεία η μπογιά έχει φουσκώσει, σημάδι ότι από κάτω δουλεύει σκουριά που σαπίζει το μέταλλο. Το ματσακόνι, είναι ένα απλό σιδερένιο εργαλείο 25-30 εκατοστών με δύο άκρες. Η μία άκρη του είναι αιχμηρή σαν μυστρί, ενώ η άλλη πλατειά σαν κεφάλι τσάπας. Χτυπάς με αυτό πάνω στο μέταλλο και αναλόγως τη δουλειά που θέλεις να κάνεις, χρησιμοποιείς την κατάλληλη άκρη. Την πλατειά για μεγάλες επιφάνειες, και την αιχμηρή για γωνίες και λεπτές εργασίες. Με ένα καίριο κτύπημα αποσπάται το στρώμα της μπογιάς και προχωράς όσο βλέπεις σκουριά, αφαιρώντας την, καθαρίζοντας το μέταλλο. Με τη συχνή χρήση του ματσακονιού, το χέρι αποκτά επιδεξιότητα και γρήγορο ρυθμό, που μοιάζει με κροτάλισμα κομπρεσέρ. Όταν ματσακονίζουν 4-5 ναύτες ταυτόχρονα, ο θόρυβος είναι άτακτος και εκνευριστικός.
Σήμερα, οι παλιοί μου έκαναν και ένα μικρό καψόνι. Ένας από αυτούς, μου έδωσε ένα ρηχό τσίγκινο κουτί και με έστειλε στο μηχανοστάσιο για να ζητήσω από τους μηχανικούς λίγη «τάση». Φαντάστηκα, ότι είναι κάποιο λιπαντικό υλικό για τα πυροβόλα και έφυγα πρόθυμα για να το φέρω. Κατέβηκα τις αλλεπάλληλες κάθετες σκάλες και έφτασα στο μηχανοστάσιο. Θόρυβος και ζέστη. Λέω σε κάποιους που βρίσκονταν εκεί, τι ακριβώς μου είπαν να ζητήσω και αυτοί με ρώτησαν τι «τάση» θέλω, ψιλή ή χοντρή; Δεν ήξερα τι να τους απαντήσω, αφού δεν μου είχαν διευκρινίσει και αμήχανος ξανανέβηκα όλες τις σκάλες. Είπα στους δικούς μου τι μου απάντησαν οι μηχανικοί και ρώτησα τι είδους «τάση» χρειαζόμαστε, ψιλή ή χοντρή και μου λένε ψιλή. Ξανακατεβαίνω πάλι όλες τις σκάλες, φθάνω στο μηχανοστάσιο και τους λέω ότι θέλουμε ψιλή «τάση». Αυτοί, με ρωτάνε εκ νέου, αν θέλω ψιλή «τάση» καφέ χρώμα ή λευκή. Δεν ξέρω τι να τους απαντήσω και αρχίζω να δυσανασχετώ με όλο αυτό. Ανεβαίνω ξανά με άδεια χέρια και τους λέω τι μου είπαν. Την καφέ θέλουμε, μου απαντούν. Προβληματισμένος από κάποια πνιχτά γελάκια, κατεβαίνω για τρίτη φορά στο μηχανοστάσιο. Θέλουμε την ψιλή, καφέ «τάση» τους λέω. Ναι, αλλά θέλετε την ελληνική ή την εισαγόμενη; Ε, τότε πια άρχισα να συνειδητοποιώ, ότι κάτι δεν πάει καλά εδώ. Ανέβηκα για τρίτη φορά στο κατάστρωμα αποφασισμένος να ζητήσω εξηγήσεις. Όταν έφτασα εκεί, οι μάγκες είχαν λυθεί στα γέλια. Τι έγινε ρε, τους ρωτώ, πλάκα μου κάνετε; Αυτός που μου είχε δώσει το τσίγκινο κουτί, έχει σκάσει από τα γέλια και μου απαντάει. «Ρε ψαρόγιαννε, μπαίνει η «τάση» σε κουτί;» και χα-χα-χα!. Τότε κατάλαβα, ότι μιλώντας για «τάση» εννοούσαν την τάση του ηλεκτρικού ρεύματος, που φυσικά δε μπαίνει σε κουτί.
Παίχτηκε, λοιπόν, συμπαιγνία με τους μηχανικούς για να μου κάνουν καψόνι. Τέλος πάντων, το προσπέρασα, μιας και ήταν γενικά ανώδυνο και έτσι δέχθηκα το μάθημα που μου πρόσφεραν. Να μην είμαι, δηλαδή, τόσο ευκολόπιστος, αλλά περισσότερο υποψιασμένος. Πράγματι, σήμερα έγινα κατά τι λιγότερο νέος.
12 Απριλίου 1981-Κυριακή
Α/Τ ΛΕΩΝ- ΕΝ ΠΛΩ
Μια από τα ίδια με χθες. Πηγαίνουμε πάνω κάτω, σαν να μην υπάρχει σκοπός, αν και κάτι τέτοιο είναι απίθανο. Πρέπει μάλλον να υπάρχει κάποιος λόγος για να συνεχίζουμε να βρισκόμαστε στην ίδια περιοχή. Χαλαρά. Η καλοκαιρία συνεχίζει ακόμη. Τα μερικά μποφόρς μας φαίνονται πια σαν χάδι, συγκρινόμενα με τον αντιπροχθεσινό καιρό.
Σήμερα φάγαμε τα ψάρια. Παρότι συνηθισμένα, γόπες, σαφρίδια κ.αλλ, ήταν εντούτοις φρεσκότατα. Πρωινή βάρδια οπτήρας 8-12, κύλησε ομαλά. Από το βράδυ, γυρίζω σε 12-4. Είναι η χειρότερη βάρδια από όλες, σχεδόν δεν κοιμάσαι καθόλου.
13 Απριλίου 1981- Δευτέρα
Α/Τ ΛΕΩΝ- ΛΕΡΟΣ
Άγρια χαράματα, 2 με 2.30 πμ, και η θάλασσα λάδι. Το πλοίο σαν φάντασμα μπαίνει στον φυσικό κόλπο της Λέρου, με κάθε προσοχή και «πρόσω αργά». Δεν πηγαίνουμε στο λιμάνι, αλλά προσδένουμε από τη δεξιά πλευρά σε μια προβλήτα, αρκετά μακριά από την πόλη. Είναι σταθμός του πολεμικού ναυτικού. Υπάρχουν μερικές δεξαμενές και κτίρια. Κάποιοι ναύτες μας έπιασαν απέξω τα βιλάϊ για να δέσουμε τους κάβους. Έχουμε έρθει για να κάνουμε πετρέλευση. Το Λιοντάρι πείνασε και πρέπει να φάει.
Οι ναύτες είναι αγουροξυπνημένοι, αφού τους σήκωσαν από τις κουκέτες για να γίνει η παραβολή του πλοίου. Εν μέρει είμαι τυχερός, που αυτό έγινε κατά τη διάρκεια της βάρδιας μου. Αν ήμουν στην 4-8, για παράδειγμα, δεν θα κοιμόμουν καθόλου. Όπως και δεν κοιμήθηκαν κάποιοι άλλοι, αφού το πλοίο δεν έκανε άπαρση πριν τις 4.30-5 πμ, νύχτα ακόμη, όπως ήρθαμε.
Από την Λέρο δεν είδα σχεδόν τίποτα, εκτός από τα φώτα του λιμανιού και κάποιους σκούρους όγκους κτιρίων. Απόλυτη σιγή. Έχουν συνδεθεί οι μάνικες και οι δεξαμενές γεμίζουν πετρέλαιο. Σε 2 ώρες, όλα έχουν τελειώσει και αποπλέουμε πάλι, βγαίνοντας στην ανοιχτή θάλασσα. Τώρα πια, μπορώ να πάω να κοιμηθώ για 2,5 ώρες, πριν το πρωινό εγερτήριο.
14 Απριλίου 1981- Τρίτη
Α/Τ ΛΕΩΝ-ΚΩΣ
Πρωινές εργασίες στο κατάστρωμα και αμέσως μετά βάρδια 12-4 μμ. Ακούστηκε ότι κατευθυνόμαστε προς την Κω. Οι πληροφορίες διαρρέουν μάλλον από τους εντεταλμένους ναύτες σηματωρούς, που βλέπουν τα σήματα και έχουν πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες. Μέχρι στιγμής, δεν έχουν διαψευστεί σε όσα έχουν μεταδώσει.
Λίγο πριν τη λήξη της βάρδιας μου, προσεγγίσαμε πράγματι στο νησί της Κω. Είναι η πρώτη φορά που έρχομαι εδώ και παρακολουθώ με πολύ ενδιαφέρον τις ακτές του νησιού και τα τοπία του. Υπάρχουν και εδώ αρκετές ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, αφού το νησί θεωρείται τουριστικός προορισμός, όπως και η Ρόδος. Μπαίνοντας στο λιμάνι της, έχεις την αίσθηση ότι πρόκειται για μια μικρή Ρόδο, εικόνα που ενισχύεται από την παρουσία ενός μεσαιωνικού κάστρου στα αριστερά του λιμανιού. Παραβάλαμε το πλοίο με κάθε τάξη στην αριστερή προβλήτα που είναι κοντά στο κάστρο.
Αναγγελία εξόδου της τοιχαρχίας μου. Ευπρεπισμός και προετοιμασίες, ντυνόμαστε με την επίσημη στολή και περνούμε από επιθεώρηση για να πάρουμε την άδεια εξόδου. Σε λίγο, με πολύ κέφι και ενθουσιασμό περιπλανιέμαι στην άγνωστη πόλη, για να ανακαλύψω τις ομορφιές της. Με κάνα-δύο συναδέλφους επισκεφτήκαμε το μεσαιωνικό κάστρο και περπατήσαμε στις επάλξεις του. Από εκεί, είχαμε πανοραμική θεά του λιμανιού, αλλά και του Λιονταριού που βρίσκεται δεμένο δίπλα. Το κάστρο, που είναι καλοδιατηρημένο, χτίστηκε επίσης από τους Ναϊτες Ιππότες, που με έδρα την Ρόδο είχαν απλώσει την κυριαρχία τους και στα γειτονικά της νησιά.
Η πόλη της Κω είναι όμορφη και συμμαζεμένη, πολύ μικρότερη από την Ρόδο, όπως μικρότερο είναι και το κάστρο της. Υπάρχουν πολλά τουριστικά καταστήματα στην παραλία της, ταβέρνες, καφετέριες και μπαρ. Και εδώ οι σκανδιναβοί τουρίστες αποτελούν την πλειονότητα. Περπατήσαμε μέχρι τον υπαίθριο αρχαιολογικό χώρο, όπου έζησε και δίδαξε ο μέγιστος των γιατρών, ο Ιπποκράτης. Η Κως, είναι ο τόπος της καταγωγής του.
Έχοντας πάρει μια αρκετά καλή εικόνα του μέρους και έχοντας περπατήσει από άκρη σε άκρη την πόλη, στο τέλος από τον πολύ ποδαρόδρομο πόνεσαν τα πόδια μας. Καθώς νύχτωσε πια για τα καλά, μπήκαμε σε μια καφετέρια-μπαρ της παραλίας, για να πιούμε κάτι και να κόψουμε κίνηση. Παρόλο που κάνει λίγη ψύχρα ακόμη, καθόμαστε, όπως και άλλοι, στα εξωτερικά τραπέζια. Το αεράκι μυρίζει άνοιξη και προαναγγέλλει τον επικείμενο ερχομό του καλοκαιριού.
Αργά τη νύχτα επιστρέφουμε στο πλοίο. Έχω τις καλύτερες εντυπώσεις από την Κω.
15 Απριλίου 1981- Τετάρτη
Α/Τ ΛΕΩΝ- ΕΝ ΠΛΩ
Άπαρση από το λιμάνι της Κω κατά τις 1 μμ. Η βάρδια στην κλίμακα του πλοίου μετατρέπεται σε βάρδια οπτήρα. Οι ακτές της Τουρκίας είναι στα δεξιά μας. Αυτό σημαίνει ότι ταξιδεύουμε με κατεύθυνση προς βορρά. Σιγά-σιγά, έχω μάθει να προσανατολίζομαι πιο εύκολα παρατηρώντας τα διάφορα σημάδια.
Έχουμε συμπληρώσει ήδη 2 εβδομάδες Ξιφία. Η ανάμνηση του απόπλου από τον ΝΣ, μοιάζει να είναι τόσο μακρινή. Σαν να έχουν περάσει μήνες. Η δεκαπενθήμερη διάρκεια του ταξιδιού, είναι πλέον εμφανής και σε ορισμένες λεπτομέρειες. Παρά τους καθημερινούς καθαρισμούς και τις αγγαρείες στους χώρους ενδιαίτησης του πληρώματος, στις οποίες συμμετέχω και εγώ ανελλιπώς, οι διάφορες μυρωδιές έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στα υποφράγματα του πληρώματος. Λογικό είναι, τόσοι άνθρωποι στοιβαγμένοι σε τόσο μικρούς χώρους, να μυρίζει κάπως, κυρίως τα άρβυλα. Στο δικό μας υπόφραγμα, στο επίστεγο της πρύμνης, τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα. Υπάρχει μια καταπακτή, μέσω της οποίας μια κλίμακα οδηγεί έξω στον ευρύ χώρο του επίστεγου, όπου γίνονται οι συγκεντρώσεις του πληρώματος, και η οποία αερίζει κάπως τον χώρο και τον φωτίζει ικανοποιητικά. Το επόμενο υπόφραγμα των μηχανικών, είναι σε τέτοια θέση, που ούτε αερίζεται, ούτε φωτίζεται καλά. Αν δεν ανάψουν τα φώτα ο χώρος βρίσκεται σε ένα διαρκές βαθύ ημίφως. Θυμίζει πραγματικά κάτεργο.
Εκτός αυτού, όταν το πλοίο βρίσκεται σε Ξιφία που προβλέπεται να κρατήσει πολύ, περιορίζεται δραματικά η χρήση του πόσιμου νερού. Οι βρύσες στις τουαλέτες κλείνουν, το ντους είναι άπιαστο όνειρο και μόνο ένας καταψύκτης στην τραπεζαρία είναι ανοικτός. Και αυτός όμως, περισσότερο δακρύζει, παρά τρέχει νερό. Ποιος να προλάβει να πιεί νερό και κυρίως να βρέξει λίγο τα κουταλοπήρουνα του για να τα καθαρίσει στοιχειωδώς; Ουρά στον καταψύκτη, αυτό και αν είναι φοβερό. Όλα αυτά συντελούν, βέβαια, στην ελλιπή προσωπική καθαριότητα και στην εμφάνιση των μυρωδιών που ανέφερα.
Όταν το καράβι είναι σε λιμάνι, τότε πια ανοίγουν οι βρύσες και οι ντουζιέρες για τον καθαρισμό του πληρώματος, κυρίως δε των εξοδούχων που περνάνε και από επιθεώρηση για την αξιοπρεπή τους εμφάνιση. Έξω κούκλα, μέσα πανούκλα. Μέσα στο πλοίο ζούμε σχεδόν σαν τρωγλοδύτες, αλλά όταν είναι να βγούμε έξω, υπάρχει η απαίτηση να μεταμορφωνόμαστε σε κυρίους. Και αυτό, για να μην εκτεθεί το πολεμικό ναυτικό στα μάτια του κόσμου. Ουρά στις ντουζιέρες, ουρά στο ξύρισμα. Οι συνθήκες είναι πολύ δύσκολες μέσα στο πλοίο και οι στερήσεις πολλές.
Ταξιδεύουμε για όλο το υπόλοιπο της ημέρας.
18 Απριλίου 1981-Σάββατο
Α/Τ ΛΕΩΝ- ΕΝ ΠΛΩ
Άπαρση πλοίου νωρίς το πρωί Βάρδια δεξιού οπτήρα 12-4 μμ. Η θάλασσα έχει μπουγάζι, γύρω στα 6 μποφόρ. Κυματισμός και αφροί, αλλά δεν μας πειράζει ιδιαίτερα. Παρόλο αυτό η ηλιοφάνεια συνεχίζεται. Κατευθυνόμαστε βόρεια. Τα χείλη μου έχουν ψηθεί και το δέρμα μου έχει μαυρίσει λίγο. Παρατηρώ με το βλέμμα στον ορίζοντα. Αν χρειαστεί επιβεβαίωση, χρησιμοποιώ τα φορητά κιάλια που κρέμονται από τον λαιμό μου. Και αν ούτε αυτά επαρκούν, τότε το σταθερό μεγάλο κιάλι, σίγουρα θα μεταφέρει μια σαφή εικόνα. Κοιτάζοντας κάποια στιγμή προς τα δεξιά, προς τις ακτές της Μ. Ασίας, παρατήρησα έναν αλλόκοτο παφλασμό, σαν κάτι να έσχιζε το νερό, αφήνοντας πίσω του ένα αυλάκι με αφρούς. Μου κίνησε την περιέργεια και εστίασα την προσοχή μου σε αυτό, για να δώ, αν όντως υπάρχει κάτι ή είναι της φαντασίας μου, όπως συμβαίνει συχνά στην θάλασσα. Ίσως κάποιο κήτος. Τα κύμματα ήταν αρκετά μεγάλα και αφρισμένα και έτσι αυτό το «κάτι», πότε χανόταν από τα μάτια μου και πότε εμφανιζόταν αστραπιαία, δεν ήταν εύκολο να επιβεβαιωθεί. Περίμενα να το ξαναδώ, αυτή τη φορά με τα κιάλια. Δεν χρειάστηκε παρά δευτερόλεπτα, για να αποκαλυφθεί το μυστήριο. Η εικόνα ήταν ξεκάθαρη, επρόκειτο για περισκόπιο υποβρυχίου που εξείχε 1-1,5 περίπου μέτρο πάνω από την επιφάνεια. Δεν πίστευα τα μάτια μου. Το υποβρύχιο υπολογίζω ότι απείχε μόνο μερικές εκατοντάδες μέτρα από το πλοίο μας. Αφού το επιβεβαίωσα, για να μη την πατήσω, το ανέφερα αστραπιαία στον ΑΦ. Αυτός ήρθε αμέσως στο μέρος μου και αφού του έδειξα την περιοχή, το επιβεβαίωσε και ο ίδιος με τα κιάλια. Γύρισε στην κόντρα γέφυρα και από την «ρουφιάνα», ενημέρωσε τον Κυβερνήτη. Αυτός σε λίγα λεπτά ανέβηκε στη γέφυρα, κοίταξε και αποφάνθηκε, ότι το υποβρύχιο είναι σίγουρα τουρκικό.
Κατά αρχήν, επειδή από σήμα του ΓΕΝ θα γνώριζαν, αν στην περιοχή αυτή εκινείτο ελληνικό υποβρύχιο. Δεύτερον, επειδή το υποβρύχιο εκινείτο εν καταδύσει, παρακολουθώντας με το περισκόπιο, ενώ αν ήταν ελληνικό θα είχε αποκαλυφθεί ή θα είχε επικοινωνήσει. Το περιστατικό αυτό συνέβη κοντά στην Χίο στα διεθνή ύδατα. ‘Ετσι, περιοριστήκαμε απλώς στο να παρακολουθούμε τις κινήσεις του για αρκετή ώρα. Το υποβρύχιο, είχε σχεδόν παράλληλη πορεία με την δική μας και ελαφρώς μεγαλύτερη ταχύτητα. Σε λίγη ώρα βρισκόταν στα βορειο-ανατολικά μας και έχοντας καταλάβει ότι το αντιληφθήκαμε, άρχισε σιγά-σιγά να αναδύεται ακολουθώντας σταθερά την πορεία του, που ήταν κάπως συγκλίνουσα προς τις ακτές της Μ. Ασίας. Φάνηκε ο πυργίσκος του και ο μαύρος όγκος του κήτους. Η παρακολούθηση κράτησε για κάνα-δύο ώρες ακόμη, ώσπου το υποβρύχιο σταδιακά απομακρύνθηκε προς τις τουρκικές ακτές.
Το γεγονός μου έκανε εντύπωση. Καταρχάς, επειδή για πρώτη φορά έβλεπα τουρκικό σκάφος και την παρουσία του «εχθρού». Έπειτα, επειδή εγώ το είχα εντοπίσει με συμβατικά μέσα, και όχι το ραντάρ της γέφυρας ή ο ΑΥ (Ανιχνευτής Υποβρυχίων) που βρίσκεται στα ύφαλα του πλοίου. Από ό,τι έμαθα, ο ΑΥ ήταν εκτός λειτουργίας και το ραντάρ επιφανείας δεν έδινε σήμα, αφού το σκάφος ήταν κάτω από την επιφάνεια. Οι Τούρκοι μας είχαν δει, πριν τους δούμε εμείς. Δεν χρειάζεται, βέβαια, να πω, τι θα σήμαινε αυτό, αν βρισκόμασταν σε πόλεμο. Από την άλλη, αν είμασταν σε εμπόλεμη κατάσταση, θέλω να πιστεύω ότι ο ΑΥ θα ήταν σε λειτουργία.
Συνεχίσαμε να πλέουμε με κατεύθυνση προς βορρά. Βάρδια 12-4 πμ. Απόλυτο σκοτάδι και ο ουρανός γεμάτος αστέρια που τρεμοσβήνουν. Κάποια φώτα αεροπλάνων αναλάμπουν ρυθμικά, χιλιόμετρα πάνω από το κεφάλι μου. Τριγύρω παντού μαυρίλα, ούτε ένδειξη κάποιου νησιού, ούτε κάποια χλωμά φώτα που να υποδηλώνουν την ύπαρξη ζωής. Σαν να έχουμε απομείνει μόνοι πάνω στη γη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου