Η κλιμάκωση του πολέμου, ο συσχετισμός δυνάμεων, ο (νέο)μερκαντιλισμός, η πολιτική του μηδενικού αθροίσματος, η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, οι διαπραγματευτικές μας δυνατότητες, οι σημερινές λύσεις της Ελλάδας και οι μεγάλες ευθύνες όλων μας
“Σε αδρές γραμμές, η γρήγορη επίθεση εναντίον ενός λαού και η ακαριαία επικράτηση, θέτει υπό έλεγχο το περιβάλλον και παραλύει ή υπερφορτώνει τις αισθήσεις του αντιπάλου, επηρεάζοντας την ικανότητα του να κατανοεί τα γεγονότα. Σκοπός της μεθόδου «σοκ και δέος», είναι να καταστεί ο αντίπαλος εντελώς ανίκανος να λειτουργήσει – πόσο μάλλον να αντισταθεί”.
Ανάλυση
Είναι προφανές πως ο γερμανικός κίνδυνος είχε υποτιμηθεί σοβαρά από τις Η.Π.Α, οι οποίες είχαν επικεντρώσει την προσοχή τους κυρίως στην Κίνα - κατά δεύτερο λόγο, στη Ρωσία (η αποτυχία του ΔΝΤ, κατά τη διάρκεια της ρωσικής χρεοκοπίας, να λειτουργήσει υπέρ των Η.Π.Α., είναι ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα της πρόσφατης ιστορίας του - σε αντίθεση με τη Γερμανία, η οποία εκμεταλλεύτηκε σωστά την ξαφνική κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, εξαγοράζοντας πολύ φθηνά την επανένωση της).
Η «νεομερκαντιλιστική» λοιπόν οικονομική επέλαση της Γερμανίας στην Ευρωζώνη, με την παράλληλη επέκταση της στην υπόλοιπη Ευρώπη, φαίνεται πως έχει στεφθεί με απόλυτη επιτυχία - πόσο μάλλον όταν το Βερολίνο έχει υποκαταστήσει σχεδόν ολοκληρωτικά τις Βρυξέλλες. Μοναδικό ίσως «ψεγάδι» της όλης διαδικασίας είναι η εισβολή του ΔΝΤ στην Ευρωζώνη, την οποία όμως η ίδια η Γερμανία προκάλεσε - αν και με στόχο να το αντικαταστήσει αργότερα με το ESM, αφού χρησιμοποίησε το «Ταμείο» αφενός μεν για να αναλάβει τη «βρώμικη δουλειά» προς όφελος της, αφετέρου για να το εκμεταλλευθεί, μαθαίνοντας από τις γνώσεις και τις εμπειρίες του.
Εάν τελικά η Μ. Βρετανία εγκαταλείψει οριστικά την ΕΕ, παρά το ότι διαισθάνεται που ακριβώς οδηγείται η ήπειρος μας, παράλληλα με την αποδεδειγμένη αδυναμία της Γαλλίας να αντιμετωπίσει τη Γερμανία (ήδη η καγκελάριος ανέφερε επίσημα ότι «ανησυχεί για την οικονομική κατάσταση της Γαλλίας», με προφανή στόχο την τοποθέτηση των αγορών εναντίον της) «ο κύβος θα έχει ριφθεί» - είτε καταρρεύσει το ευρώ, είτε όχι.
Στην πρώτη περίπτωση, η γερμανική επέλαση θα συνεχισθεί, με τη δημιουργία δορυφόρων (Ολλανδία, Αυστρία, Φιλανδία κλπ.), καθώς επίσης «οικονομικών ζωνών» ολοκληρωτικής επιρροής της (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία κοκ), άμεσα εξαρτημένων από τη βιομηχανία της.Στη δεύτερη περίπτωση, εάν δηλαδή δεν καταρρεύσει τελικά το ευρώ, η Γερμανία θα αναδειχθεί στον αδιαφιλονίκητο ηγεμόνα της Ευρώπης - με την δουλική υποταγή όλων των «εταίρων» της, στις δικές της επιθυμίες και στα δικά της σχέδια (η καγκελάριος ανέφερε επίσης ότι, «δεν μπορεί μία χώρα που χρωστάει πάνω από το 90% του ΑΕΠ της, να απαιτεί την εθνική της ανεξαρτησία».)
Κατά την άποψη μας η Ιταλία, η οποία έχει μεγάλα οικονομικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει άμεσα η πρόσβαση της στις αγορές, είναι δύσκολο να αντιμετωπίσει μόνη της τη Γερμανία - ειδικά όταν η Ισπανία ευρίσκεται στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης, η οποία απειλεί να συμπαρασύρει ολόκληρο το Νότο.
Από την άλλη πλευρά πιθανολογούμε ότι, η Πολωνία επιλέγεται ως αντικαταστάτρια «εταίρος» της Γερμανίας, στη θέση της Γαλλίας – με κριτήριο τόσο το μέγεθος της οικονομίας της, καθώς επίσης την αποδοχή της γερμανικής υπεροχής εκ μέρους της, όσο και την επιρροή της σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίες δεν συμπαθούν καθόλου τη Ρωσία.
Ο μοναδικός κίνδυνος σήμερα, όσον αφορά την ηγεμονία της Γερμανίας, φαίνεται να είναι η Ρωσία - η οποία τοποθετείται πλέον ανοιχτά υπέρ της οικονομικής ενίσχυσης τόσο της Ελλάδας, όσο και της Κύπρου (άρθρο μας), με φόντο αφενός μεν τον «ελλιμενισμό» του πολεμικού ναυτικού της, αφετέρου τα πιθανότατα πολύ πλούσια υποθαλάσσια ενεργειακά κοιτάσματα (ΑΟΖ) των δύο χωρών. Εκτός αυτού, η ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία, είναι ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα του Βερολίνου – γεγονός που ίσως αποβεί μοιραίο στο μέλλον.
Περαιτέρω, το μεγάλο όπλο της Γερμανίας, το «μπαζούκας» της δηλαδή, είναι η ΕΚΤ - με τη βοήθεια της οποίας έχει τη δυνατότητα να επιβάλλεται σε όλες τις άλλες χώρες, αφού αφενός μεν την εξουσιάζει (άρθρο μας), αφετέρου ελέγχει μέσω αυτής όλο το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης, το οποίο είναι εξαιρετικά «επισφαλές». Ας μην ξεχνάμε εδώ τα λόγια του M.A. Rothschild, σύμφωνα με τον οποίο «Άφησε με ελεύθερο να εκδίδω και να ελέγχω τα χρήματα ενός έθνους και δεν με ενδιαφέρει ποιος ψηφίζει τους νόμους του».
Ένα επόμενο όπλο της Γερμανίας, που όμως δεν έχει τεθεί ακόμη σε πλήρη λειτουργία (όταν συμβεί, τότε θα μεταλλαχθεί σε ένα γερμανικό ΔΝΤ), είναι το ESM - μέσω του οποίου θα εξαγοράζει καταρχήν τα τραπεζικά συστήματα των «εταίρων» της οι οποίοι, όχι μόνο δεν θα αντιστέκονται αλλά, αντίθετα, θα την παρακαλούν (όπως συμβαίνει ήδη με την Ισπανία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα κοκ. οι οποίες, με στόχο να μην επιβαρυνθεί το δημόσιο χρέος τους, πιέζουν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών τους μέσω του ESM).
Συνεχίζοντας, η Κίνα είναι αναμφίβολα ένας πολύ σημαντικός ανταγωνιστής της Γερμανίας (άρθρο μας), με προσβάσεις τόσο στην Ελλάδα ή στην Ιταλία, όσο και αλλού, όπως έχουμε αναλύσει στο κείμενο μας «Η κινεζική επιδημία». Αν και στις δύο χώρες φαίνεται να υπερισχύει ο κρατικός (απολυταρχικός) καπιταλισμός (όπως και στη Ρωσία), ένα είδος σύγχρονου εθνικοσοσιαλισμού καλύτερα, με «νεομερκαντιλιστικές» δομές, η συνεργασία μεταξύ τους δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί.
Περαιτέρω, η Ιαπωνία διευρύνει επίσης τις δραστηριότητες της στην Ευρώπη, εξαγοράζοντας γερμανικές επιχειρήσεις - γεγονός που όμως δεν φαίνεται να ενοχλεί τη Γερμανία, η οποία την αντιμετωπίζει περισσότερο με πνεύμα συνεργασίας (ενδεχομένως με στόχο τον κοινό εχθρό των δύο χωρών, την Κίνα, στην οποία δεν πρόκειται να επιτραπεί αδιαμαρτύρητα η είσοδος στην παραγωγή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας).
Στα πλαίσια αυτά, με την Τουρκία να επισκέπτεται τη Γερμανία, «παρακαλώντας» ουσιαστικά για την ένταξη της στην ΕΕ, δεν μπορεί κανείς να μην διακρίνει ορισμένες ομοιότητες με το παρελθόν – αφού οι πρώην σύμμαχοι του 2ου παγκοσμίου πολέμου ευρίσκονται σε «πορεία σύγκλισης» μεταξύ τους. Η χώρα μας βέβαια, εάν δεν συνεχίζει να αποτελεί το Δούρειο Ίππο των Η.Π.Α., φαίνεται να έχει επιλέξει αυτή τη φορά τη γερμανική πλευρά – κρίνοντας τουλάχιστον από την μονομερή πολιτική που ακολουθείται από μία κυβέρνηση, η οποία στηρίζει όλες της τις ελπίδες στην καγκελάριο.
Ολοκληρώνοντας, η καταλυτική διαφορά μεταξύ των Η.Π.Α. και της Γερμανίας (Κίνας, Ιαπωνίας, Ρωσίας), καθώς επίσης των χωρών που ακολουθούν το «παράδειγμα» του ενός ή του άλλου, από οικονομικής πλευράς, είναι το ότι οι Η.Π.Α. διακρίνονται από ένα ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο, ενώ η Γερμανία από πλεονασματικό.
Στον Πίνακα Ι που ακολουθεί, φαίνεται η αδυναμία των Η.Π.Α. όσον αφορά το εμπορικό τους ισοζύγιο, σε σχέση με τη Γερμανία, την Κίνα και τη Ρωσία (της οποίας το εξαγωγικό εμπόριο δεν είναι ανάλογα ασφαλές ή μερκαντιλιστικό με τις υπόλοιπες, αφού στηρίζεται στην ενέργεια και στις πρώτες ύλες):
ΠΙΝΑΚΑΣ I: Οι πέντε πιο πλεονασματικές και ελλειμματικές οικονομίες παγκοσμίως, με κριτήριο το εμπορικό ισοζύγιο – σε εκ. $ το 2010
Χώρα
|
Πλεόνασμα
|
Χώρα
|
Έλλειμμα
|
Γερμανία
|
201.737
|
Η.Π.Α.
|
-689.932
|
Κίνα
|
182.725
|
Μ. Βρετανία
|
-152.830
|
Σ. Αραβία
|
152.000
|
Ινδία
|
-106.540
|
Ρωσία
|
151.621
|
Γαλλία
|
-85.325
|
Ιαπωνία
|
77.218
|
-71.598
|
Πηγή: WP
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Από πολιτικής πλευράς τώρα, στις Η.Π.Α. το κράτος είναι στην υπηρεσία του ατόμου (φιλελευθερισμός και νεοφιλελευθερισμός), ενώ στη Γερμανία (Κίνα κλπ.) το άτομο είναι στην υπηρεσία του κράτους (κρατικός καπιταλισμός ή ένα είδος εθνικοσοσιαλισμού) – με την οικονομική αστυνομία σήμερα (ΣΔΟΕ), να έχει αντικαταστήσει τα κάποτε «τάγματα ασφαλείας» (SS), ειδικά όσον αφορά την «απομύζηση» και την τρομοκρατία των πολιτών.
Κατ’ επέκταση, η ιδιωτική περιουσία των Η.Π.Α. είναι τεράστια (περί τα 38 τρις $), ενώ το δημόσιο χρέος επίσης (15 τρις $), όπως και τα ελλείμματα του προϋπολογισμού – ενώ στην Κίνα ισχύει το αντίθετο, αφού η περιουσία των πολιτών της είναι χαμηλή, ενώ το δημόσιο χρέος μηδαμινό. Όσον αφορά δε τη Γερμανία, φαίνεται ότι τώρα αλλάζει πορεία, με στόχο την άμεση μείωση του δημοσίου χρέους της, αφού αυξάνει συνεχώς τα φορολογικά της έσοδα, τα οποία θα ξεπεράσουν τα 600 δις € το 2012 – ενώ μειώνει τις δαπάνες, με τη βοήθεια των «εταίρων» της (μηδενικά επιτόκια δανεισμού κλπ.),
Κλείνοντας, όταν δημιουργούνται τέτοιου είδους «ασυμμετρίες» στην παγκόσμια οικονομία, οι πόλεμοι είναι αναπόφευκτοι – όπως αποδείχθηκε ιστορικά τους αιώνες της «βασιλείας» του μερκαντιλισμού. Οφείλουμε να σημειώσουμε δε πως, όταν αναφερόμαστε στη Γερμανία, δεν εννοούμε φυσικά τους πολίτες της, αλλά την πολιτική της ηγεσία (η οποία ενεργεί κάτω από τις εντολές ενός βιομηχανικού κατεστημένου διεθνούς εμβέλειας, με πρωσικά χαρακτηριστικά και με απολυταρχικές δομές).
ΜΕΡΚΑΝΤΙΛΙΣΜΟΣ
Αν και έχουμε αναφερθεί επιγραμματικά στο παρελθόν, θεωρούμε σκόπιμο να αναλύσουμε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του, έτσι ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τη «νεομερκαντιλιστική» πολιτική που φαίνεται να ακολουθεί η Γερμανία (με κάποιες παραλλαγές φυσικά, «εναρμονισμένες» με τις σημερινές οικονομικές συνθήκες).
Αναλυτικότερα, με κριτήριο τις ανάγκες των απολυταρχικά κυβερνωμένων κρατών του 16ου – 18ου αιώνα, για αυξανόμενα και σίγουρα δημόσια έσοδα, έτσι ώστε να μπορεί να πληρώνεται ο στρατός, καθώς επίσης ο συνεχώς μεγαλύτερος δημόσιος τομέας (κρατικοί υπάλληλοι), δημιουργήθηκε σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη ένα οικονομικοπολιτικό σύστημα, το οποίο διακρινόταν από την ολοκληρωτική σχεδόν παρεμβατικότητα του κράτους στην οικονομία. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του συστήματος ήταν η επίτευξη πλεονασμάτων στο εξωτερικό εμπόριο - η αύξηση των εξαγωγών δηλαδή, με την παράλληλη μείωση των εισαγωγών, έτσι ώστε να μεγεθύνεται η ποσότητα των χρημάτων (τα αποθέματα χρυσού τότε).
Η εξαγωγή πρώτων υλών εμποδιζόταν, με στόχο την παραγωγή και πώληση έτοιμων προϊόντων, τα οποία μπορούσαν να εξασφαλίσουν πολύ υψηλότερες τιμές πώλησης, θέσεις εργασίας στο εσωτερικό κλπ. Απαγορευόταν δε αυστηρά η εξαγωγή ευγενών μετάλλων, κυρίως του χρυσού, ενώ τα υψηλά επιτόκια καταθέσεων είχαν στόχο την υποκίνηση των αποταμιευτών, να μην τοποθετούν τα χρήματα τους σε άλλες χώρες.
Παράλληλα, οι εξαγωγές ενισχύονταν με τη βοήθεια της επανεξαγωγής προϊόντων, τα οποία εισάγονταν σε χαμηλές τιμές από τις χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού – μία πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα από τη Γερμανία η οποία, με τη βοήθεια του ισχυρού ευρώ, καθώς επίσης της αυξημένης ρευστότητας της, πιέζει προς τα κάτω τις τιμές των προϊόντων που εισάγει από την Ασία ή αλλού (προϊόντα που στη συνέχεια επανεξάγει στους ευρωπαϊκούς «δορυφόρους» της).
Αντίθετα, με σκοπό την ενίσχυση των επενδύσεων στη βιομηχανία, παρατηρήθηκε το 17οαιώνα μία δραματική πτώση των επιτοκίων δανεισμού – όπως συμβαίνει σήμερα στη Γερμανία, με τη βοήθεια της αυξημένης εισροής χρημάτων από την περιφέρεια, για λόγους ασφαλείας (αφού προηγουμένως επιδιώχθηκε και επιτεύχθηκε, δυστυχώς με τη βοήθεια των εταιρειών αξιολόγησης των Η.Π.Α., η δημιουργία συνθηκών ανασφάλειας στις χώρες του Νότου - με αποτέλεσμα τη μαζική εκροή καταθέσεων από τις εκεί τράπεζες, με κύριο προορισμό τη Γερμανία).
Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η σκόπιμη μείωση των εισαγωγών εκείνη την εποχή επιτυγχανόταν με την επιβολή δασμών στα ξένα προϊόντα – σήμερα, με τη μείωση της εσωτερικής κατανάλωσης, η «διαχείριση» της οποίας πραγματοποιείται με τη βοήθεια της μισθολογικής πολιτικής (αμοιβές χαμηλότερες από την παραγωγικότητα, αυξήσεις μικρότερες του πληθωρισμού, πάγωμα μισθών – μεθόδους που χρησιμοποίησε η Γερμανία, μετά την είσοδο της στην Ευρωζώνη, με στόχο την ηγεμονία της).
Οι πόλεμοι εκείνης της περιόδου, καθώς επίσης η συνεχώς αυξανόμενη εχθρότητα μεταξύ των κρατών, ήταν το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, κυρίως επειδή ο μερκαντιλισμός «ορίζει» το εξωτερικό εμπόριο ως ένα παιχνίδι «μηδενικού αθροίσματος» - μία συναλλαγή δηλαδή, στην οποία ο ένας κερδίζει και ο άλλος χάνει, αφού τα συνολικά έσοδα είναι δεδομένα και σταθερά.
Συνεχίζοντας, μία πολιτική, με την οποία συμφωνούσαν όλοι οι οπαδοί του μερκαντιλισμού τότε, ήταν η συνεχής καταπίεση της εργατικής τάξης. Τόσο οι βιομηχανικοί εργάτες, όσο και οι χωρικοί, υποχρεώνονταν να ζουν στα όρια του ελάχιστου δυνατού – έτσι ώστε τα προϊόντα που παρήγαγαν να κοστίζουν όσο το δυνατόν φθηνότερα. Ο στόχος ήταν η μέγιστη δυνατή αύξηση της παραγωγής, με το χαμηλότερο δυνατό κόστος, σε καθεστώς πλήρους αδιαφορίας για το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων.
Κατά την τότε επικρατούσα άποψη (κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα στη Γερμανία, ενώ επίσης κάτι ανάλογο απαιτεί η Γερμανία από τους εταίρους της, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας), μόνο μία χώρα που θα κατάφερνε να προσφέρει στους εργαζομένους της τα ελάχιστα μέσα επιβίωσης με σκληρή εργασία, θα ήταν δυνατόν να επιτύχει την ανώτατη δυνατή παραγωγή, με το ελάχιστο δυνατόν κόστος.
Εκτός αυτού, σύμφωνα πάντοτε με το μερκαντιλισμό, οι υψηλότερες αμοιβές, ο ελεύθερος χρόνος ή η μόρφωση των χαμηλών εισοδηματικών τάξεων, θα επιβάρυναν το κόστος των επιχειρήσεων, θα περιόριζαν την ανταγωνιστικότητα τους, θα οδηγούσαν τους εργαζομένους στην «οκνηρία» και θα δημιουργούσαν μεγάλες ζημίες στο κράτος.
ΝΕΟΜΕΡΚΑΝΤΙΛΙΣΜΟΣ
Ο μερκαντιλισμός ουσιαστικά απορρίφθηκε από τον φιλελεύθερο Βρετανό A.Smith, ο οποίος αρνήθηκε επίσης να ασχοληθεί με την πολιτική χρήματος - θεωρώντας πως τα προϊόντα, οι άνθρωποι και οι θεσμοί αποτελούν τις βάσεις, επάνω στις οποίες μπορεί να οικοδομηθεί ειρηνικά, σε συνθήκες ελευθερίας και δημοκρατίας, καθώς επίσης ορθολογιστικά, η ευημερία μίας κοινωνίας και ενός κράτους.
Εν τούτοις, πολλοί οικονομολόγοι θεώρησαν πως ο μερκαντιλισμός, σε ορισμένους τομείς του, δεν είναι λανθασμένος. Ο κυριότερος όλων είναι ο J.M. Keynes, ο οποίος συμπεριέλαβε κάποια στοιχεία του μερκαντιλισμού στη θεωρία του - αναφέροντας ότι η ποσότητα χρήματος, το εξωτερικό ισοζύγιο και τα βασικά επιτόκια, είναι πολύ σημαντικά για μία οικονομία (απόψεις που χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως βάση του σύγχρονου μονεταρισμού).
Ο A.Smith απέρριπτε τη μερκαντιλιστική «επικέντρωση» στην παραγωγή – πιστεύοντας πως η κατανάλωση είναι ο μοναδικός δρόμος για την ανάπτυξη της οικονομίας. Αντίθετα, οKeynes θεωρούσε ότι, η παραγωγή είναι σχεδόν στον ίδιο βαθμό σημαντική με την ενίσχυση της κατανάλωσης – κατανοώντας επίσης πως, στην τότε σύγχρονη εποχή, η επιδίωξη αυξημένων αποθεμάτων σε ευγενή μέταλλα ήταν λογική.
Η τοποθέτηση του αυτή οφειλόταν στο ότι, πριν την καθιέρωση των χάρτινων χρημάτων(1973), η αύξηση των αποθεμάτων του χρυσού ήταν ο μοναδικός τρόπος αύξησης της ποσότητας χρήματος – με τη βοήθεια της οποίας μπορούσαν να ενισχυθούν τόσο οι παραγωγικές επενδύσεις, όσο και η κατανάλωση (σήμερα, η αύξηση της ποσότητας χρήματος επιτυγχάνεται από την «εκτύπωση» νέων – είτε από τις κεντρικές, είτε από τις εμπορικές τράπεζες).
Επειδή τώρα οι Η.Π.Α. στην αρχή της δεκαετίας του 1930, απέσυραν τα χρήματα τους από το εξωτερικό, σαν αποτέλεσμα της μεγάλης ύφεσης, ενώ πολλές χώρες-οφειλέτες τους δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους, λόγω υπερχρέωσης των οικονομιών τους (κάτι ανάλογο συμβαίνει σήμερα με τη Γερμανία και το Νότο), ο Keynes αντιλήφθηκε τη σπουδαιότητα του (εξωτερικού) ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Κατάλαβε επίσης πως, όταν όλα μαζί τα υπερχρεωμένα κράτη προσπαθούν να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, μειώνοντας ταυτόχρονα τις εισαγωγές, για να εξοφλήσουν τα χρέη τους, καθώς επίσης για να ενισχύσουν την εσωτερική αγορά εργασίας (όπως ουσιαστικά συμβαίνει σε κάποιο βαθμό σήμερα), η Γερμανία δεν θα μπορούσε να επιτύχει πλεονασματικό ισοζύγιο, έτσι ώστε να πληρώσει τις υποχρεώσεις της (επανορθώσεις του 1ου παγκοσμίου πολέμου).
Προσπάθησε λοιπόν να πείσει τους δανειστές της Γερμανίας να περιορίσουν τις απαιτήσεις τους, εάν δεν ήθελαν να δημιουργηθούν εκρηκτικές συνθήκες στην Ευρώπη – δυστυχώς χωρίς επιτυχία, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε, μέσα από τη δημοκρατία της Βαϊμάρης, στο ναζισμό και στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (γεγονός που σήμερα δεν φαίνεται να καταλαβαίνει η Γερμανία, σχεδιάζοντας τη δημιουργία αποικιών χρέους, στις οποίες θέλει θα εγκαταστήσει βιομηχανίες φθηνού εργατικού δυναμικού και ασυναγώνιστου κόστους, συγκριτικά με την Ασία – με, ουτοπικό προφανώς, στόχο, την κυριαρχία εν πρώτοις της ΕΕ και στη συνέχεια του πλανήτη).
Αντίθετα λοιπόν με την θεωρία της ελεύθερης αγοράς (laissez-faire) του A. Smith, ο Keynes, λόγω της παγκόσμιας τότε κρίσης, επανάφερε στο προσκήνιο τη μερκαντιλιστική ιδέα της ενεργητικής επέμβασης του κράτους στην οικονομία – κάτι που οδήγησε αργότερα στην πολιτική του «new deal» στις Η.Π.Α. εκ μέρους του προέδρου Roosevelt (μαζική ενίσχυση της απασχόλησης με τη βοήθεια του κράτους), η οποία υιοθετήθηκε από πολλές άλλες χώρες και διήρκησε μέχρι τη δεκαετία του 1970.
Οι ομοιότητες τώρα μεταξύ του Κεϋνσιανισμού και των θεωριών που τον «μιμήθηκαν», καθώς επίσης του προηγηθέντος μερκαντιλισμού, οδήγησαν στο να ονομασθούν οι οπαδοί αυτών των οικονομικών θέσεων «νεομερκαντιλιστές» - ενώ άλλα οικονομικά συστήματα, τα οποία ενέχουν ορισμένα μερκαντιλιστικά στοιχεία, όπως το άκρως προστατευτικό οικονομικό σύστημα της Ιαπωνίας (λιγότερο της Γερμανίας), ονομάζονται επίσης νεομερκαντιλιστικά.
Ολοκληρώνοντας, στην περίοδο του μερκαντιλισμού δημιουργήθηκαν οι περισσότεροι σύγχρονοι οικονομικοί θεσμοί – όπως τα χρηματιστήρια, το μοντέρνο τραπεζικό σύστημα και οι ασφαλιστικοί οργανισμοί. Σε γενικές γραμμές δε οι «μερκαντιλιστές» ήταν κυρίως είτε επιχειρηματίες, είτε κυβερνητικοί υπάλληλοι – σε καμία περίπτωση εργαζόμενοι.
Η ΕΛΛΑΔΑ
Από το ξεκίνημα σχεδόν της κρίσης, όλοι αναφέρονται στη βιωσιμότητα ή μη του χρέους της πατρίδας μας – ενώ παράλληλα «πριονίζονται» διαρκώς οι όποιες προσπάθειες περιορισμού ή/και εξυπηρέτησης του, παρά το ότι εφαρμόζονται «απάνθρωπα» προγράμματα εξαντλητικής λιτότητας και υπερφορολόγησης (οικονομική γενοκτονία).
Την ίδια στιγμή βέβαια η προπαγάνδα, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό, στην κυριολεξία οργιάζει – με στόχο τη χειραγώγηση των μαζών και τη θυματοποίηση τους, έτσι ώστε να συνεχίσουν να αποδέχονται αδιαμαρτύρητα τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας τους, την κατάλυση των πάσης φύσεως δικαιωμάτων τους, τη φτωχοποίηση, την υποδούλωση, τους ύπατους αρμοστές κοκ.
Στα πλαίσια αυτής της προπαγάνδας, χρησιμοποιούνται ακόμη και κατάλογοι «δυνητικών» φοροφυγάδων (πλαστοί ή μη), έτσι ώστε τα ελληνικά και παγκόσμια μέσα ενημέρωσης να βρίσκουν ευκαιρία να κατηγορούν τους πολίτες της πατρίδας μας, καθώς επίσης τους πολιτικούς της, ως αποκλειστικούς ενόχους της χρεοκοπίας της – παρά το ότι δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία χώρα που πλήττεται από τη διαφθορά ή/και που ήλθε αντιμέτωπη με την αδυναμία πληρωμών (μη εξαιρουμένης φυσικά της Γερμανίας). Πόσο μάλλον όταν αυτό συμβαίνει σε συνθήκες μεγάλης, διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, με ασυμμετρίες τόσο σεευρωπαϊκό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες φαίνεται πως οδηγούν σε σημαντικότατες γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, μετά το εγκληματικό PSI, με το οποίο πυροβολήσαμε στην κυριολεξία τα πόδια μας, το δημόσιο χρέος μας περιορίσθηκε κατά 106 δις €. Το χρέος μας λοιπόν, από τα 368 δις € που ήταν στα τέλη του 2011, μειώθηκε περίπου στα 262 δις € - στα οποία, εάν προσθέσουμε το έλλειμμα του 2012 ύψους περίπου 13 δις € (όπως αναγράφηκε στο προσχέδιο του προϋπολογισμού), θα ήταν στα τέλη του 2012 ίσο με 275 δις € (και όχι 343 δις € που αναφέρονται, με την αυθαίρετη πρόσθεση ενισχύσεων προς τράπεζες, ταμεία κλπ., οι οποίες δεν «περνούν» παραδόξως μέσα από το έλλειμμα).
Η λύση τώρα που έχει στη διάθεση της η κυβέρνηση, εάν θα είχε την ικανότητα να διαπραγματευθεί σωστά, καθώς επίσης εάν πράγματι επιθυμεί να γίνει βιώσιμο το χρέος μας, χωρίς να περιμένει μάταια τον από μηχανής θεό (μέσα από την πολιτική της υποτέλειας και των υποκλίσεων απέναντι στην καγκελάριο), είναι να απαιτήσει τα εξής:
(α) Επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των 275 δις €, με χρεολυτικές δόσεις ανάλογες με τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού μας, έτσι ώστε να μπορούν πραγματικά να πληρώνονται – τουλάχιστον όσον αφορά τα δάνεια των κρατών της ΕΕ, καθώς επίσης της ΕΚΤ και του ΔΝΤ, τα οποία δεν υπέστησαν καμία διαγραφή.
(β) Επιτόκιο λίγο υψηλότερο από το βασικό της ΕΚΤ, αφού δεν είναι δυνατόν να κερδοσκοπούν οι «εταίροι» μας, δανείζοντας μας. Στην προκειμένη περίπτωση και για τα 175 δις € περίπου του συμφωνημένου δανεισμού μας από την ΕΕ, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ (οι ιδιώτες δεν μπορούν να υποχρεωθούν σε μία ακόμη ζημία), εάν πληρώναμε επιτόκιο 1%, αντί 5%, η εξοικονόμηση στον προϋπολογισμό μας θα ήταν περί τα 7 δις € - ενώ θα επιβαρυνόμαστε με ετήσιο τόκο 1,75 δις € για τα κράτη, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ, καθώς επίσης με 4,25 δις € για τους ιδιώτες (συνολικά με 6 δις €, αντί 13 δις € σήμερα – οπότε το έλλειμμα μας θα ευρισκόταν στα πλαίσια του 3%).
(γ) Διαγραφή εκείνου του ποσού από την ΕΚΤ, το οποίο δεν πλήρωσε αγοράζοντας ομόλογα του ελληνικού δημοσίου από τη δευτερογενή αγορά. Πρόκειται για περίπου 20 δις €, αφού αγόρασε ελληνικά ομόλογα 50 δις €, κατά μέσον όρο στο 60% της αξίας τους (30 δις €). Στην περίπτωση αυτή τόσο οι τόκοι, όσο και τα χρεολύσια, θα μειώνονταν ανάλογα.
(δ) Ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τον ESM (προβλέπεται για την Ισπανία, την Ιρλανδία κλπ.), έτσι ώστε να μην προστεθεί το ποσόν στο δημόσιο χρέος μας - υπό την προϋπόθεση βέβαια της επιστροφής του από τις τράπεζες μας, εντός πέντε ετών, για να αποφευχθεί η αφελληνισμός τους (απόλυτα εφικτό, εάν αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών και επαναφέρουν τις καταθέσεις τους στην Ελλάδα – ύψους περί τα 100 δις €).
Εάν η κυβέρνηση μπορέσει να διαπραγματευθεί σωστά τα παραπάνω (η εξόφληση των οφειλών της Γερμανίας απέναντι μας παραμένει πάγια απαίτηση), τότε το χρέος μας θα γίνει βιώσιμο, περιοριζόμενο στα 255 δις € - οπότε στο 131% του ΑΕΠ (εάν το ΑΕΠ μειωθεί ακόμη περισσότερο, στα 195 δις €). Την ίδια στιγμή όμως θα μηδενισθούν σχεδόν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού μας, οπότε θα είναι δυνατή η εξυπηρέτηση του – γεγονός που θα συμβάλλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, στην επαναφορά των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες, στην αισιοδοξία, στις επενδύσεις, στην αύξηση της κατανάλωσης κοκ.
Σας αποτέλεσμα όλων αυτών το ΑΕΠ μας θα αρχίσει να αυξάνεται, οπότε θα περιορίζεται σταδιακά το ποσοστό του χρέους επί του ΑΕΠ – παράλληλα, θα αυξάνονται τα έσοδα του δημοσίου, επιτρέποντας σιγά-σιγά την αποκατάσταση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων.
Εάν τώρα η κυβέρνηση δεν μπορέσει να τα καταφέρει, παρά το ότι αυτά που ζητάει είναι έντιμα, εφικτά και λογικά, τότε οφείλει να αρνηθεί τη δόση της ντροπής – επιλέγοντας άμεσα την αναβολή (στάση) πληρωμών εντός της Ευρωζώνης (κανένας δεν μπορεί να μας αποβάλλει, χωρίς τη θέληση μας), αφού είναι εντελώς ανέντιμο και αναξιοπρεπές να δανείζεται κανείς χρήματα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι δεν έχει καμία δυνατότητα επιστροφής τους.
Αυτό σημαίνει βέβαια ότι θα είμαστε από αμέσως υποχρεωμένοι να επιβιώσουμε, στηριζόμενοι στις δικές μας δυνάμεις και χωρίς καθόλου δανεισμό – κάτι που είναι σε μεγάλο βαθμό εφικτό, κρίνοντας από τα περιορισμένα πλέον πρωτογενή μας ελλείμματα. Θα υπάρξουν φυσικά σημαντικές δυσκολίες, οι τράπεζες μας ίσως χρειασθεί να κρατικοποιηθούν, είναι πολύ πιθανόν να απαιτηθεί η πληρωμή κάποιων οφειλών του δημοσίου με υποσχετικές (όπως η Καλιφόρνια) και διάφορα άλλα, τα οποία όμως δεν θα είναι η συντέλεια του κόσμου – αρκεί να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των Πολιτών προς την Πολιτεία και να προηγηθεί η σωστή προετοιμασία.
Η κυβέρνηση πρέπει λοιπόν να μην αποδεχθεί τα 31,5 δις €, αναλαμβάνοντας το ρίσκο της χρεοκοπίας – την οποία έτσι ή αλλιώς δεν πρόκειται να αποφύγουμε στο μέλλον, εάν βέβαια δεν συναινέσουμε στη μετατροπή της Ελλάδας σε γερμανικό προτεκτοράτο.
Σε κάθε περίπτωση, είναι καλύτερα να αναστείλει τις πληρωμές των δανειστών της η πατρίδα μας σήμερα (αν και θα ήταν προτιμότερο να το είχε επιλέξει το 2010), όσο επώδυνα και αν είναι τα επακόλουθα, παρά να το αναβάλλει για αργότερα – όπου δυστυχώς θα οδηγηθεί στη χρεοκοπία, σαν τη στυμμένη λεμονόκουπα (λεηλατημένη δηλαδή, πάμπτωχη και με εξαθλιωμένους πολίτες).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Αυτό που οφείλουμε όλοι εμείς οι Έλληνες να σκεφθούμε ήρεμα, τόσο οι «υπέρμαχοι» της πολιτικής της Τρόικας, όσο και οι επικριτές της, είναι το εάν η πατρίδα μας ευρίσκεται σε καλύτερη θέση, σε σχέση με το 2008 ή με το χρόνο της εισβολής του ΔΝΤ και της Γερμανίας στην επικράτεια μας. Εάν έχουν μεσολαβήσει δε σωστά βήματα έκτοτε, όσο οδυνηρά και αν ήταν ή συνεχίζουν να είναι τα μέτρα λιτότητας, πρέπει να «ψηφίσουμε» θετικά – χωρίς κανέναν ενδοιασμό.
Στα πλαίσια αυτά, το δημόσιο χρέος μας το 2008 ήταν 262 δις € ή ίσο με το 113% του ΑΕΠ μας – ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού μας δεν ξεπερνούσε το 5%, με ανέπαφη τη δημόσια και ιδιωτική μας περιουσία, το βιοτικό μας επίπεδο, τη βιωσιμότητα των τραπεζών μας, τις συντάξεις, τους μισθούς, τα «κακώς κείμενα» του δημοσίου κοκ.
Παράλληλα, τόσο το επιχειρηματικό πλαίσιο ή η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, όσο και το Κράτος Δικαίου, ήταν και είναι στην ίδια ακριβώς κατάσταση – δεν έχουν δηλαδή σε καμία περίπτωση καλυτερεύσει, παρά τη ραγδαία μείωση της κατανάλωσης και του ΑΕΠ, τη δραματική αύξηση της ανεργίας, της φτώχειας, της εγκληματικότητας κλπ.
Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η πτώση του ΑΕΠ κατά 40 δις €, κυρίως λόγω της πολιτικής λιτότητας, έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση των δημοσίων εσόδων κατά 10 δις € ετήσια - όσο δηλαδή ο φόρος των ακινήτων (χαράτσι) για 10 χρόνια, έντεκα φορές την αξία της ΔΕΗ (!) και σαράντα φορές την αξία της Τράπεζας της Ελλάδας (με το σύνολο των εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις, από την εκποίηση δηλαδή των δημοσίων επιχειρήσεων, να υπολογίζεται μόλις 3 δις € παραπάνω - στα 13 δις €!).
Σήμερα λοιπόν, μετά από μία καταστροφική ύφεση, μετά από την απώλεια της εθνικής μας ανεξαρτησίας, καθώς επίσης μετά από μία διαγραφή χρέους 106 δις €, η οποία μας εξευτέλισε διεθνώς, καταστρέφοντας παράλληλα τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά μας ταμεία, το δημόσιο χρέος μας τοποθετείται (αυθαίρετα) στα 345 δις € ή στο 175% του ΑΕΠ μας – ενώ δεν διαφαίνεται καμία προοπτική για το μέλλον μας.
Την ίδια στιγμή η Αγροτική Τράπεζα έχει εκποιηθεί έναντι 95 εκ. €, έχουμε επιβαρυνθεί με χρέη της ύψους περί τα 12 δις €, η Δωδώνη εκποιείται έναντι 21 εκ. € (!), ενοικιάζεται σκανδαλωδώς μία τεράστια έκταση εντός της Αθήνας μόλις για 0,45 το τετραγωνικό μέτρο (!), το χρηματιστήριο μας έχει καταρρεύσει, η αγορά ακινήτων επίσης, οι κερδοφόρες κοινωφελείς επιχειρήσεις προγραμματίζεται να ιδιωτικοποιηθούν με εξευτελιστικό τίμημα, οι τράπεζες έχουν χρεοκοπήσει, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν, οι νέοι Έλληνες μεταναστεύουν, η Ελλάδα έχει χάσει και το τελευταίο ίχνος αξιοπρέπειας, καθώς επίσης τόσα πολλά άλλα, τα οποία είναι εξαιρετικά οδυνηρό να αναφέρει κανείς.
Όσον αφορά δε το «ευρωπαϊκό όνειρο», τη δημιουργία δηλαδή των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, εάν πιστεύει κανείς ότι είναι δυνατόν να συμβεί με την πρωσική Γερμανία εντός της ΕΕ και με πρωτεύουσα το Βερολίνο, οφείλει να «ψηφίσει» υπέρ – σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση όμως είναι υποχρεωμένος να αντισταθεί, ακόμη και με κίνδυνο να καταρρεύσει εντελώς το βιοτικό του επίπεδο ή/και το κοινό νόμισμα.
Περαιτέρω, η Ελλάδα είχε μεν πολύ καλύτερες λύσεις στο παρελθόν, συνεχίζει όμως να έχει κάποιες – αρκεί φυσικά να βρεθεί μία επαρκής, υπερήφανη και θαρραλέα κυβέρνηση, η οποία να έχει την ικανότητα να διαπραγματευθεί σωστά, λέγοντας παράλληλα ολόκληρη την αλήθεια στους Έλληνες Πολίτες, όσο οδυνηρή και αν υποθέσουμε ότι θα ήταν.
Άλλωστε εκείνοι που πληρώνουν το τίμημα πρέπει και να αποφασίζουν, έχοντας γνώση – όχι να υπεξαιρείται η ψήφος τους για δεύτερη φορά, μέσω κενών υποσχέσεων, οι οποίες ήταν εκ των προτέρων γνωστό στους κυβερνώντες ότι δεν πρόκειται να τηρηθούν.
Ολοκληρώνοντας, την επόμενη εβδομάδα δεν κρίνονται τα νέα μέτρα λιτότητας των 13,5 δις € ή ο εργασιακός μεσαίωνας που προγραμματίζεται, με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αλλά η νομιμοποίηση της κυβέρνησης να τα επιβάλλει, καθώς επίσης η έγκριση ή μη της πολιτικής υποτέλειας που ακολουθεί – εκτός αυτού, τόσο το μέλλον των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης, όσο και η επιβίωση ή όχι της Δημοκρατίας στον πλανήτη.
Υπενθυμίζουμε τέλος ότι, θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία – όπως επίσης οδυνηρές θυσίες, εάν επιθυμεί ένας λαός να διατηρήσει την εθνική του κυριαρχία, την υπερηφάνεια και την αξιοπρέπεια του.
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
Αθήνα, 04. Νοεμβρίου 2012
Ο κ. Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος (μακροοικονομία), πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.
Πηγή
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου