Ελένη, λεπτομέρεια απο αγγείο
Σήμερα, αν και με κάποια καθυστέρηση, η ανάρτηση αυτή θα αφιερωθεί σε ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα του Σεφέρη, στην δική του Ελένη, συνεχίζοντας έτσι το αφιέρωμα μας στον μύθο της Ελένης.
Ο Σεφέρης διαβάζει Σεφέρη
ΤΕΥΚΡΟΣ : ... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν Σ
αλαμίνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΕΛΕΝΗ : Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωάδ᾿, ἀλλ᾿ εἴδωλον ἣν
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΑΓΓΕΛΟΣ : Τί φῆς; Νεφέλης ἀρ᾿ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ: ΕΛΕΝΗ
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες.»
Ἀηδόνι ντροπαλό, μὲς στὸν ἀνασασμὸ τῶν φύλλων,
σὺ ποὺ δωρίζεις τὴ μουσικὴ δροσιὰ τοῦ δάσους
στὰ χωρισμένα σώματα καὶ στὶς ψυχὲς
αὐτῶν ποὺ ξέρουν πὼς δὲ θὰ γυρίσουν.
Τυφλὴ φωνὴ ποὺ ψηλαφεῖς μέσα στὴ νυχτωμένη μνήμη
βήματα καὶ χειρονομίες. Δὲ θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ φιλήματα,
καὶ τὸ πικρὸ τρικύμισμα τῆς ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες».
Ποιὲς εἶναι οἱ Πλάτρες; Ποιὸς τὸ γνωρίζει τοῦτο τὸ νησί;
Ἔζησα τὴ ζωή μου ἀκούγοντας ὀνόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες τῶν ἀνθρώπων
ἢ τῶν θεῶν˙
ἡ μοίρα μου ποὺ κυματίζει
ἀνάμεσα στὸ στερνὸ σπαθὶ ἑνὸς Αἴαντα
καὶ μίαν ἄλλη Σαλαμίνα
μ᾿ ἔφερε ἐδῶ σ᾿ αὐτὸ τὸ γυρογιάλι.
Τὸ φεγγάρι
βγῆκε ἀπ᾿ τὸ πέλαγο σὰν Ἀφροδίτη˙
σκέπασε τὴν καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ , κι ὅλα τ᾿ ἀλλάζει.
Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια;
Ἤμουν κι ἐγὼ στὸν πόλεμο τοξότης.
τὸ ριζικό μου ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε.
Ἀηδόνι ποιητάρη,
σὰν καὶ μία τέτοια νύχτα στ᾿ ἀκροθαλλάσι τοῦ Πρωτέα
σ᾿ ἄκουσαν σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι ἔσυραν τὸ θρῆνο,
κι ἀνάμεσό τους - ποιὸς θὰ τὄ᾿ λέγε; - ἡ Ἑλένη!
Αὐτὴ ποὺ κυνηγούσαμε χρόνια στὸ Σκάμαντρο.
Ἦταν ἐκεῖ, στὰ χείλια τῆς ἐρήμου˙ την ἄγγιξα, μοῦ μίλησε:
«Δὲν εἲν' ἀλήθεια, δὲν εἲν' ἀλήθεια» φώναζε.
«Δὲν μπῆκα στὸ γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτὲ δὲν πάτησα τὴν ἀντρειωμένη Τροία».
Μὲ τὸ βαθὺ στηθόδεσμο, τὸν ἥλιο στὰ μαλλιά, κι αὐτὸ
τὸ ἀνάστημα
ἴσκιοι καὶ χαμόγελα παντοῦ
στοὺς ὤμους στοὺς μηροὺς στὰ γόνατα˙
ζωντανὸ δέρμα, καὶ τὰ μάτια
μὲ τὰ μεγάλα βλέφαρα,
ἦταν ἐκεῖ, στὴν ὄχθη ἑνὸς Δέλτα.
Καὶ στὴν Τροία;
Τίποτε στὴν Τροία – ἕνα εἴδωλο.
Ἔτσι τὸ θέλαν οἱ θεοί.
Κι ὁ Πάρης, μ' ἕναν ἴσκιο πλαγίαζε σὰ νὰ ἦταν πλάσμα
ἀτόφιο˙
κι ἐμεῖς σφαζόμασταν γιὰ τὴν Ἑλένη δέκα χρόνια .
Μεγάλος πόνος εἶχε πέσει στὴν Ἑλλάδα.
Τόσα κορμιὰ ριγμένα
στὰ σαγόνια τῆς θάλασσας στὰ σαγόνια τῆς γῆς.
τόσες ψυχὲς
δοσμένες στὶς μυλόπετρες, σὰν τὸ σιτάρι.
Κι οἱ ποταμοὶ φουσκῶναν μὲς στὴ λάσπη τὸ αἷμα
γιὰ ἕνα λινὸ κυμάτισμα γιὰ μιὰ νεφέλη
μιᾶς πεταλούδας τίναγμα τὸ πούπουλο ἑνὸς κύκνου
γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανό, γιὰ μίαν Ἑλένη.
Κι ὁ ἀδερφός μου;
Ἀηδόνι ἀηδόνι ἀηδόνι,
τ' εἶναι θεός; τί μὴ θεός; καὶ τί τ' ἀνάμεσό τους;
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες».
Δακρυσμένο πουλί, στὴν Κύπρο τὴ θαλασσοφίλητη
ποὺ ἔταξαν γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τὴν πατρίδα,
ἄραξα μοναχὸς μ᾿ αὐτὸ τὸ παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὸ εἶναι παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲ θὰ ξαναπιάσουν
τὸν παλιὸ δόλο τῶν θεῶν˙
ἂν εἶναι ἀλήθεια
πὼς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια,
ἢ κάποιος Αἴαντας ἢ Πρίαμος ἢ Ἑκάβη
ἢ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, ποὺ ὡστόσο
εἶδε ἕνα Σκάμαντρο νὰ ξεχειλάει κουφάρια,
δὲν τὄχει μὲς στὴ μοίρα του ν᾿ ἀκούσει
μαντατοφόρους ποὺ ἔρχονται νὰ ποῦνε
πὼς τόσος πόνος τόση ζωὴ
πῆγαν στὴν ἄβυσσο
γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ γιὰ μίαν Ἑλένη.
Η Ελένη του Γιώργου Σεφέρη, ίσως η πιο δημοφιλής της νεοελληνικής ποίησης, είναι η Ελένη η οποία όχι μόνο αναβιώνει από τον μύθο, όπως τον είχε συλλάβει η διάνοια του Ευριπίδη, αλλά και έρχεται να θίξει την φύση του ενιαίου ιστορικού χρόνου. Η Ελένη στην πένα του Σεφέρη γίνεται ένα διαχρονικό σύμβολο της ματαιοπονίας και όλων των ιδανικών του ανθρώπου που τελικά δεν καταλήγουν παρά σε πρόφαση για πόνο.
Ο Σεφέρης παραθέτει ως επιγραφή, motto, στο ποίημα στίχους από την Ἑλένη του Ευριπίδη,1 γνωστοποιώντας την πηγή του αλλά και θέτοντας τα όρια του ποιήματός του. Η επιλογή αυτής της εκδοχής από τον Σεφέρη δεν είναι τυχαία. Ο Σεφέρης δεν έχει σκοπό να αποκαταστήσει τη Ελένη με έναν πιο «ρεαλιστικό» μύθο,2 αλλά βλέπει σε αυτήν μία τραγική αντανάκλαση της εποχή του.
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες»: με αυτόν τον όμορφο στίχο ανοίγει ο Σεφέρης το ποίημά του ανακαλώντας τις επικλήσεις του χορού στον Ευριπίδη.3 Αμέσως μεταφερόμαστε στην Κύπρο, στις πανέμορφες Πλάτρες,4 ενώ ο χρόνος παραμένει αόριστος. Ο ποιητής απευθύνεται στο αηδόνι το οποίο με το κελάηδημά του «ψηλαφᾶ μέσα στή νυχτωμένη μνήμη» και ξυπνά στιγμές πολέμου και πόνου,5 τον ίδιο πόνο που νοιώθουν οι σκλάβες αργότερα στο ποίημα,6 όταν ακούνε το αηδόνι στην Αίγυπτο. «Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες»: ο στίχος επαναλαμβάνεται. Δεν είναι τα αηδόνια αυτά καθαυτά που κρατούν «άγρυπνο» τον ποιητή, αλλά οι μνήμες και οι συνειρμοί που δημιουργούνται και επιβάλλονται από τον ίδιο τον τόπο. Μέσα σε αυτή την αγρυπνία, η φωνή του αρχίζει να μετουσιώνεται σε αυτήν του Τεύκρου. Τώρα μιλά ο Τεύκρος, ο εξόριστος πλέον από τον πατέρα του7 στην Κύπρο, ο οποίος ήρθε για να ιδρύσει την νέα πόλη Σαλαμίνα.
Στην συνέχεια ο Τεύκρος παρέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία τόσο δικά του όσο και του ποιητή,8 και παρουσιάζει τις «ιστορικές συγκυρίες» που τον οδήγησαν στην Κύπρο. Αμφιβολίες, βέβαια, γεννώνται για την αντίληψη των πραγμάτων, καθώς το φεγγάρι που «βγῆκε ἀπ᾿ τὸ πέλαγο σὰν Ἀφροδίτη,9 σκέπασε τ’ ἂστρα τοῦ Τοξότη, τὴν καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ,10 κι ὅλα τ᾿ ἀλλάζει», δίνοντας μια πλαστή εικόνα της πραγματικότητας.11 Η πραγματικότητα μεταβάλλεται από το φως του φεγγαριού, από το φως της κάθε προπαγάνδας. «Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια;»,12 αναρωτιέται, και αμέσως μετά ο νους του πηγαίνει στην τραγική αποκάλυψη της αλήθειας για την Ελένη:
«Δὲν εἲν' ἀλήθεια, δὲν εἲν' ἀλήθεια» φώναζε.«Δὲν μπῆκα στὸ γαλαζόπλωρο καράβι.Ποτὲ δὲν πάτησα τὴν ἀντρειωμένη Τροία»13
Έπειτα ο Τεύκρος αφιερώνει κάποιους στίχους στην περιγραφή της.14 Αν και στην αρχή η Ελένη παρουσιάζεται και ορίζεται η υλική υπόστασή της, η περιγραφή της, ωστόσο, είναι τόσο ασαφής που τελικά η μυστηριακή ύπαρξή της διατηρείται πλέον ως ιδέα. Ενώ δημιουργείται η ψευδαίσθηση στον «θεατή» μιας απτής οικειότητας, η Ελένη άπιαστη απομακρύνεται. Στο τέλος περιγράφεται περισσότερο ως κίνηση παρά ως πρόσωπο:
«γιὰ ἕνα λινὸ κυμάτισμα γιὰ μιὰ νεφέλημιᾶς πεταλούδας τίναγμα τὸ πούπουλο ἑνὸς κύκνου»15
Η Ελένη, απελευθερωμένη πλέον από μια υλική υπόσταση, είναι έτοιμη να γίνει σύμβολο μιας αλήθειας που συγκλονίζει: τόσος θάνατος και τόσος πόνος16 για ένα «πουκάμισο ἀδειανό», δηλαδή για μία απάτη. Η ἀναγνώριση αυτής της ματαιοπονίας διαστέλλεται και μετατρέπεται σε ερώτηση για τον άνθρωπο, το δίκαιο και το θείο:
«Κι ὁ ἀδερφός μου;Ἀηδόνι ἀηδόνι ἀηδόνι,τ' εἶναι θεός; τί μὴ θεός; καὶ τί τ' ἀνάμεσό τους;17»
Απάντηση στο τελευταίο ερώτημα δεν δίνεται, αλλά ίσως εννοείται˙ η προσέγγιση και η διερεύνηση είναι διαισθητική. Αυτό που βρίσκεται «ανάμεσα» είναι ίσως η ίδια η Ελένη καθώς είναι ένα πραγματικό ιδανικό, το οποίο τελικά η ανθρώπινη θνητή φύση το υποσκάπτει, το κάνει κούφιο, «πουκάμισο ἀδειανό», το οποίο αποκτά δύναμη καταστροφική, που ξεπερνά την ανθρώπινη φύση, όμοια με αυτή των «θεῶν». Συγχρόνως, η ευθύνη είναι του ανθρώπου αφού παραμένει δικό του κατασκεύασμα. Η Ελένη, λοιπόν, στέκεται ανάμεσα στην επιταγή των θεών και στην ανθρώπινη ματαιοπονία.
Στο τέλος, αυτή η τραγική ανακάλυψη, που τόσο συγκλόνισε τον Τεύκρο, συγκλονίζει και τον ποιητή στις Πλάτρες.18 Η επανάληψη και η επαναφορά του μοτίβου των αηδονιών δηλώνει την τραγική κυκλικότητα της ιστορίας. Ο ποιητής το γνωρίζει, και εκφράζει τον φόβο του, με σιγουριά αλλά και με πόνο και πικρία, μήπως αυτό το «παραμύθι», ξεγυμνωμένο από τα στολίδια του μύθου, ανήκει τόσο στην ιστορία όσο και στο παρόν αλλά και το μέλλον.
Ο Σεφέρης χειρίζεται τον μύθο της Ελένης με περίσσια προσοχή και ιδιαιτερότητα. Η Ελένη είναι ένα ποίημα το οποίο δεν αναβιώνει ούτε αναπαράγει το παρελθόν αλλά ένα ποίημα που το επανενεργοποιεί.19 Όπως σημειώνει και ο ίδιος ο Σεφέρης, «κρατάμε τα σύμβολα και τα ονόματα που μας παρέδωσε ο μύθος φτάνει να ξέρουμε πως οι τυπικοί χαρακτήρες έχουν μεταβληθεί σύμφωνα με το πέρασμα του χρόνου και τις διαφορετικές συνθήκες του κόσμου μας».20 Δηλαδή ο Σεφέρης δεν έχει σκοπό να αποκαταστήσει ούτε την Ελένη ως πρόσωπο αλλά ούτε και τον μύθο της. Σκοπός του είναι, όμως, να τον ενεργοποιήσει και να τον φέρει σε μια ρευστή κατάσταση ώστε τελικά να τον παγιώσει, δημιουργώντας νέους συσχετισμούς και προβάλλοντας νέες ή κρυφές πτυχές του. Ως εκ τούτου αποφεύγει την στατικότητα και την επανάληψη, και δεν θα ήταν λάθος να ισχυριστούμε πως η Ελένη του Σεφέρη είναι τόσο εξελιγμένη όσο και μεταμορφωμένη, αλλά πάντα η ίδια.
Ο τρόπος με τον οποίο το επιτυγχάνει αυτό είναι η μυθική μέθοδος.21 Ο Σεφέρης, χρησιμοποιώντας και δραματοποιώντας την ελληνική σύγχρονη πραγματικότητα, καταφέρνει, βασιζόμενος επίσης στην συνειρμική μέθοδο, να επαναφέρει τις βαθιές μυθικές προεκτάσεις της στο παρόν. Συγκεκριμένα, με περίτεχνο τρόπο έχει εμφανίσει το μυθολογικό του πρόσωπο,22 αφού πρώτα έχει «κερδίσει την συμπάθεια του αναγνώστη αναπαριστώντας μια σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα».23Έπειτα, με έναν σχετικά «απροσδόκητο αναχρονισμό», την αναφορά στον Τρωικό πόλεμο, καταφέρνει όχι μόνο να γεφυρώσει το παρελθόν με το παρόν, αλλά και να ταυτίσει την «μυθική εποχή» με την σύγχρονη. Άλλωστε, όπως παρατηρεί και ο Έντμουντ Κήλυ,24 «οι ήρωες του, τα σκηνικά του, ακόμη και η γλώσσα του μπορούν να προκαλέσουν μυθικές προεκτάσεις χωρίς την παραμικρή επιτήδευση, γιατί η πραγματικότητα και ο μύθος υπάρχουν σε μια φυσική συζυγία». Ως αποτέλεσμα, το παρελθόν ενυπάρχει στο παρόν δημιουργώντας ένα ενιαίο σύνολο. Ο Σεφέρης φορά το προσωπείο του Τεύκρου25 και ανακαλύπτει και βιώνει την ματαιότητα και ματαιοπονία τόσο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όσο και του κυπριακού αγώνα απελευθέρωσης, όπως ακριβώς ο Τεύκρος τον Τρωικό πόλεμο.
Για την βαθύτερη κατανόηση της Ελένης ως συμβόλου, θα ήταν συνετό επίσης να εξετάσουμε τα χαρακτηριστικά που αποκτά το «όνομα» στο ποίημα. Ο Τεύκρος στην Ελένη του Σεφέρη φαίνεται να χάνει την πίστη του και στα πρόσωπα και στα ονόματα. Μετά την τραγική ανακάλυψη του ειδώλου της Ελένης, εμφωλεύει στον Τεύκρο η αγωνία για την αναγνώριση της αλήθειας σε κάθε γεγονός και πρόσωπο: «Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια;». Αυτή η αγωνία εκφράζεται διαρκώς στο ποίημα με ερωτήματα: «Ποιὲς εἶναι οἱ Πλάτρες; Ποιὸς τὸ γνωρίζει τοῦτο τὸ νησί;», αλλά και με αόριστα άρθρα και αντωνυμίες: «κάποιος Τεύκρος», «κάποιος Αἴαντας ἢ Πρίαμοςἢ Ἑκάβη», «γιὰ μίαν Ἑλένη». Το όνομα πλέον δεν ορίζει πάντα το προσδιοριζόμενο, αλλά γίνεται ανεξάρτητο και αποκτά νέα υπόσταση.26
Τελικά, φθάνοντας στην περίπτωση της Ελένης, διερωτάται κανείς σε ποία εν τέλει Ελένη αναφέρεται ο ποιητής. Η αλήθεια είναι πως αναφέρεται και στις δυο, χωρίς όμως να τις συγχέει, αλλά ούτε και να τις διακρίνει, διότι, αν και ανεξάρτητο το εἴδωλο, η καταστροφική δηλαδή δύναμη, παραμένει συνδεδεμένο με την εικόνα, τα ιδανικά. Συνεπώς η Ελένη με όλες τις προεκτάσεις της παραμένει για τον Σεφέρη το σύμβολο όλων των ιδανικών, ενώ παράλληλα η ύπαρξή της συνοδεύεται από πλαστά ιδανικά, τα οποία, αν και μπορεί να είναι «όμορφα», υποκρύπτουν μέσα τους την ματαιότητα και την ματαιοπονία. Δευτερευόντως, ο μύθος της Ελένης επισημαίνει την ενιαία φύση της ιστορίας και την επιβολή του παρελθόντος στο παρόν και στο μέλλον. Ο Σεφέρης, λοιπόν, αναδεικνύει τον μύθο ως προειδοποίηση παρά ως θέση πεσσιμισμού, ως προειδοποίηση για κάθε αγώνα, όπως τον κυπριακό, όπου ελλοχεύει ο κίνδυνος να ανακαλύψει κανείς μια μέρα ότι τα ιδανικά για τα οποία πάλευε δεν ήταν παρά «ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ» ή, όπως το θέτει ο Ρίτσος στην δική του Ελένη, για «λόγια» που «χαλαρωμένα, κούφια ἐμεῖς τὰ γεμίζαμε μὲ ἄχυρο ἢ πίτουρο, νὰ πάρουν σχῆμα…».27
1 ΤΕΥΚΡΟΣ ... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν / Σαλαμίνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας./../ΕΛΕΝΗ: Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωάδ᾿, ἀλλ᾿ εἴδωλον ἣν./../ΑΓΓΕΛΟΣ: Τί φῆς; Νεφέλης ἀρ᾿ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι; , Γιώργος Σεφέρης, Ελένη, Ποιήματα, Αθήνα, Ικαρος,1985, σ. 239.
2 Άλλωστε ήδη από τον καιρό του Ευριπίδη η ομηρική εκδοχή είναι καθιερωμένη.
3 Ελένη, 1107-1114: «Εσύ που μέσα στα πυκνά/σύδεντρα ζεις και πέτεσαι, αηδόνα,/εσένα κράζω γλυκοκέλαδο πουλί/με τη λυπητερή λαλιά/τον κόκκινο φουσκώνοντας λαιμό σου/ βοήθα να μοιρολογήσω/τα πάθη της Ελένης». (Μετάφραση Τ. Ρούσσος)
4 Οι Πλάτρες την εποχή του Σεφέρη αποτελούσαν φημισμένο κοσμικό θέρετρο.
5 «στὰ χωρισμένα σώματα καὶ στὶς ψυχὲς / αὐτῶν ποὺ ξέρουν πὼς δὲ θὰ γυρίσουν», (ό.π. σημ. 41 στ. 4-5), «καὶ τὸ πικρὸ τρικύμισμα τῆς ξαγριεμένης σκλάβας»(ό.π. στ. 8). Όπως γίνεται αντιληπτό ο Σεφέρης αναφέρεται καθαρά στο δράμα του πολέμου.
6 ο.π. στ. 25.
7 Εξορίστηκε από τον πατέρα του διότι είχε την ευθύνη του αδερφού του Αίαντα, ο οποίος αυτοκτόνησε διότι δεν του έδωσαν την ασπίδα του Αχιλλέα.
8 Τόσο ο Σεφέρης (Μικρασιατική Καταστροφή, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος) όσο και ο Τεύκρος (Τρωικός πόλεμος) ταξίδεψαν και άκουσαν «ὀνόματα πρωτάκουστα» και «τρέλες τῶν ἀνθρώπων». Ακόμη και οι λόγοι που τους οδήγησαν στην Κύπρο είναι κοινοί: «τό στερνό σπαθί ἐνός Αίαντα» (Τ: Τροία και Εξορία / Σ: Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, διπλωματικά ταξίδια) και «μια άλλη Σαλαμίνα» (Τ: ίδρυση πόλεως / Σ: ο επερχόμενος πόλεμος και ο αγώνας για την απελευθέρωση της Κύπρου). Επίσης «το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε» (αν και άριστος «τοξότης») δηλώνει τόσο τα λάθη του Τεύκρου (Αίας) όσο και του Σεφέρη (διπλωματικά).
9 Η Αφροδίτη εδώ όχι μόνο δίνει το στίγμα της Κύπρου αλλά υπενθυμίζει και τα αίτια του πολέμου.
10 Όπως είναι φανερό, και οι δύο αστερισμοί αναφέρονται στον πόλεμο.
11 Σκεπάζοντας τα πολεμικά σύμβολα, δημιουργείται η (ψευδ)αίσθηση της ειρήνης.
12 ό.π. στ. 20.
13 ό.π. στ. 29-31.
14 ό.π. στ. 32-37.
15 ό.π. στ. 48-49
16 «…κι ἐμεῖς σφαζόμασταν γιὰ τὴν Ἑλένη δέκα χρόνια . /Μεγάλος πόνος εἶχε πέσει στὴν Ἑλλάδα. /Τόσα κορμιὰ ριγμένα/στὰ σαγόνια τῆς θάλασσας στὰ σαγόνια τῆς γῆς. /τόσες ψυχὲς /δοσμένες στὶς μυλόπετρες, σὰν τὸ σιτάρι./Κι οἱ ποταμοὶ φουσκῶναν μὲς στὴ λάσπη τὸ αἷμα», ο.π. στ. 42-47.
17 ό.π στ 51-52. Ο ποιητής εδώ μεταφράζει από το πρωτότυπο: «ὅτι θεὸς ἢ μὴ θεὸς ἢ τὸ μέσον τίς φησ΄ ἐρευνάσας βροτῶ», Ἑλένη 1137.
18 ό.π. στ. 54 έως τέλος.
19Τζιόβας, Δ. 2000, Ο Υπαρξιακός Ιστορισμός του ποιητή [Σεφέρη],Το Βήμα, Αθήνα, 10 Δεκεμβρίου 2000.
20 Κήλυ, Εντ. 1987, Ο Σεφέρης και η μυθική μέθοδος, Μύθος και φωνή στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, σε μετάφραση Τσακνιά, Σπ., εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα, σελ. 120-130 και 136-144, εις: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα.
21 Η Ελένη είναι ένα από τα ποιήματα τα οποία συγγενεύουν ως προς τον χειρισμό του μύθου με αυτά του ΄Ελιοτ . Θα πρέπει πάντως να τονισθεί πως, αν και χρησιμοποιείται ο ίδιος όρος, η τεχνική αυτή δεν χρησιμοποιείται αυτούσια στην ποίηση του Σεφέρη, αλλά στο εν λόγω ποίημα, όπως έχει σημειώσει και ο Νάσος Βαγενάς μπορεί να εντοπιστεί (Βαγενάς, Ν. 1976, Σεφέρης, Βαλερύ, Έλιοτ, Ο ποιητής και ο χορευτής, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, σελ. 147-155, εις: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα).
22 Ή καλύτερα προσωπείο, αφού όπως αναφέρεται αργότερα υπάρχει μια ταύτιση μεταξύ του Τεύκρου και του ποιητή.
23 Έντμουντ Κήλυ ό.π. σημ. 20.
24 Έντμουντ Κήλυ ό.π. σημ. 20.
25 Ο Δ. Τζιόβας (ό.π. υπ 19) σημειώνει μάλιστα πως «ο Σεφέρης φαίνεται να ισχυρίζεται έμμεσα ότι η ιστορική γνώση και επίγνωση είναι δυνατή με το να εξετάσουμε και να διεισδύσουμε στη σκέψη των ανθρώπων του παρελθόντος με τους οποίους συγγενεύουμε. Έτσι δείχνει να συμμερίζεται την έννοια της διαπροσωπικής διαίσθησης για την ιστορική γνώση».
26 Αυτή η παρατήρηση συγγενεύει με αυτή του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου στην δικιά του Ελένη (Ἑλένη, Παραλλαγὴ στ’ἀπόσπασμα τῆς «Ἀλκυόνης», Τα ποιήματα, Αθήνα, Οι εκδόσεις των φίλων, 1970, σελ. 222-223) όταν γράφει: «Δὲν εἶσαι ἡ μιά. Εἶσαι ὁ καημὸς μὲ τὰ περίσσια πρόσωπα». Πλέον μπορούμε να προσθέσουμε και με τα «περίσσια ὀνόματα».
27 Γιάννης Ρίτσος, Η Ελένη, ό.π. σελ. 12
Ελένη, λεπτομέρεια απο αγγείο |
Σήμερα, αν και με κάποια καθυστέρηση, η ανάρτηση αυτή θα αφιερωθεί σε ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα του Σεφέρη, στην δική του Ελένη, συνεχίζοντας έτσι το αφιέρωμα μας στον μύθο της Ελένης.
Ο Σεφέρης διαβάζει Σεφέρη
ΤΕΥΚΡΟΣ : ... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν Σ
αλαμίνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΕΛΕΝΗ : Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωάδ᾿, ἀλλ᾿ εἴδωλον ἣν
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΑΓΓΕΛΟΣ : Τί φῆς; Νεφέλης ἀρ᾿ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ: ΕΛΕΝΗ
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες.»
Ἀηδόνι ντροπαλό, μὲς στὸν ἀνασασμὸ τῶν φύλλων,
σὺ ποὺ δωρίζεις τὴ μουσικὴ δροσιὰ τοῦ δάσους
στὰ χωρισμένα σώματα καὶ στὶς ψυχὲς
αὐτῶν ποὺ ξέρουν πὼς δὲ θὰ γυρίσουν.
Τυφλὴ φωνὴ ποὺ ψηλαφεῖς μέσα στὴ νυχτωμένη μνήμη
βήματα καὶ χειρονομίες. Δὲ θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ φιλήματα,
καὶ τὸ πικρὸ τρικύμισμα τῆς ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες».
Ποιὲς εἶναι οἱ Πλάτρες; Ποιὸς τὸ γνωρίζει τοῦτο τὸ νησί;
Ἔζησα τὴ ζωή μου ἀκούγοντας ὀνόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες τῶν ἀνθρώπων
ἢ τῶν θεῶν˙
ἡ μοίρα μου ποὺ κυματίζει
ἀνάμεσα στὸ στερνὸ σπαθὶ ἑνὸς Αἴαντα
καὶ μίαν ἄλλη Σαλαμίνα
μ᾿ ἔφερε ἐδῶ σ᾿ αὐτὸ τὸ γυρογιάλι.
Τὸ φεγγάρι
βγῆκε ἀπ᾿ τὸ πέλαγο σὰν Ἀφροδίτη˙
σκέπασε τὴν καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ , κι ὅλα τ᾿ ἀλλάζει.
Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια;
Ἤμουν κι ἐγὼ στὸν πόλεμο τοξότης.
τὸ ριζικό μου ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε.
Ἀηδόνι ποιητάρη,
σὰν καὶ μία τέτοια νύχτα στ᾿ ἀκροθαλλάσι τοῦ Πρωτέα
σ᾿ ἄκουσαν σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι ἔσυραν τὸ θρῆνο,
κι ἀνάμεσό τους - ποιὸς θὰ τὄ᾿ λέγε; - ἡ Ἑλένη!
Αὐτὴ ποὺ κυνηγούσαμε χρόνια στὸ Σκάμαντρο.
Ἦταν ἐκεῖ, στὰ χείλια τῆς ἐρήμου˙ την ἄγγιξα, μοῦ μίλησε:
«Δὲν εἲν' ἀλήθεια, δὲν εἲν' ἀλήθεια» φώναζε.
«Δὲν μπῆκα στὸ γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτὲ δὲν πάτησα τὴν ἀντρειωμένη Τροία».
Μὲ τὸ βαθὺ στηθόδεσμο, τὸν ἥλιο στὰ μαλλιά, κι αὐτὸ
τὸ ἀνάστημα
ἴσκιοι καὶ χαμόγελα παντοῦ
στοὺς ὤμους στοὺς μηροὺς στὰ γόνατα˙
ζωντανὸ δέρμα, καὶ τὰ μάτια
μὲ τὰ μεγάλα βλέφαρα,
ἦταν ἐκεῖ, στὴν ὄχθη ἑνὸς Δέλτα.
Καὶ στὴν Τροία;
Τίποτε στὴν Τροία – ἕνα εἴδωλο.
Ἔτσι τὸ θέλαν οἱ θεοί.
Κι ὁ Πάρης, μ' ἕναν ἴσκιο πλαγίαζε σὰ νὰ ἦταν πλάσμα
ἀτόφιο˙
κι ἐμεῖς σφαζόμασταν γιὰ τὴν Ἑλένη δέκα χρόνια .
Μεγάλος πόνος εἶχε πέσει στὴν Ἑλλάδα.
Τόσα κορμιὰ ριγμένα
στὰ σαγόνια τῆς θάλασσας στὰ σαγόνια τῆς γῆς.
τόσες ψυχὲς
δοσμένες στὶς μυλόπετρες, σὰν τὸ σιτάρι.
Κι οἱ ποταμοὶ φουσκῶναν μὲς στὴ λάσπη τὸ αἷμα
γιὰ ἕνα λινὸ κυμάτισμα γιὰ μιὰ νεφέλη
μιᾶς πεταλούδας τίναγμα τὸ πούπουλο ἑνὸς κύκνου
γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανό, γιὰ μίαν Ἑλένη.
Κι ὁ ἀδερφός μου;
Ἀηδόνι ἀηδόνι ἀηδόνι,
τ' εἶναι θεός; τί μὴ θεός; καὶ τί τ' ἀνάμεσό τους;
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες».
Δακρυσμένο πουλί, στὴν Κύπρο τὴ θαλασσοφίλητη
ποὺ ἔταξαν γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τὴν πατρίδα,
ἄραξα μοναχὸς μ᾿ αὐτὸ τὸ παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὸ εἶναι παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲ θὰ ξαναπιάσουν
τὸν παλιὸ δόλο τῶν θεῶν˙
ἂν εἶναι ἀλήθεια
πὼς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια,
ἢ κάποιος Αἴαντας ἢ Πρίαμος ἢ Ἑκάβη
ἢ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, ποὺ ὡστόσο
εἶδε ἕνα Σκάμαντρο νὰ ξεχειλάει κουφάρια,
δὲν τὄχει μὲς στὴ μοίρα του ν᾿ ἀκούσει
μαντατοφόρους ποὺ ἔρχονται νὰ ποῦνε
πὼς τόσος πόνος τόση ζωὴ
πῆγαν στὴν ἄβυσσο
γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ γιὰ μίαν Ἑλένη.
Η Ελένη του Γιώργου Σεφέρη, ίσως η πιο δημοφιλής της νεοελληνικής ποίησης, είναι η Ελένη η οποία όχι μόνο αναβιώνει από τον μύθο, όπως τον είχε συλλάβει η διάνοια του Ευριπίδη, αλλά και έρχεται να θίξει την φύση του ενιαίου ιστορικού χρόνου. Η Ελένη στην πένα του Σεφέρη γίνεται ένα διαχρονικό σύμβολο της ματαιοπονίας και όλων των ιδανικών του ανθρώπου που τελικά δεν καταλήγουν παρά σε πρόφαση για πόνο.
Ο Σεφέρης παραθέτει ως επιγραφή, motto, στο ποίημα στίχους από την Ἑλένη του Ευριπίδη,1 γνωστοποιώντας την πηγή του αλλά και θέτοντας τα όρια του ποιήματός του. Η επιλογή αυτής της εκδοχής από τον Σεφέρη δεν είναι τυχαία. Ο Σεφέρης δεν έχει σκοπό να αποκαταστήσει τη Ελένη με έναν πιο «ρεαλιστικό» μύθο,2 αλλά βλέπει σε αυτήν μία τραγική αντανάκλαση της εποχή του.
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες»: με αυτόν τον όμορφο στίχο ανοίγει ο Σεφέρης το ποίημά του ανακαλώντας τις επικλήσεις του χορού στον Ευριπίδη.3 Αμέσως μεταφερόμαστε στην Κύπρο, στις πανέμορφες Πλάτρες,4 ενώ ο χρόνος παραμένει αόριστος. Ο ποιητής απευθύνεται στο αηδόνι το οποίο με το κελάηδημά του «ψηλαφᾶ μέσα στή νυχτωμένη μνήμη» και ξυπνά στιγμές πολέμου και πόνου,5 τον ίδιο πόνο που νοιώθουν οι σκλάβες αργότερα στο ποίημα,6 όταν ακούνε το αηδόνι στην Αίγυπτο. «Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες»: ο στίχος επαναλαμβάνεται. Δεν είναι τα αηδόνια αυτά καθαυτά που κρατούν «άγρυπνο» τον ποιητή, αλλά οι μνήμες και οι συνειρμοί που δημιουργούνται και επιβάλλονται από τον ίδιο τον τόπο. Μέσα σε αυτή την αγρυπνία, η φωνή του αρχίζει να μετουσιώνεται σε αυτήν του Τεύκρου. Τώρα μιλά ο Τεύκρος, ο εξόριστος πλέον από τον πατέρα του7 στην Κύπρο, ο οποίος ήρθε για να ιδρύσει την νέα πόλη Σαλαμίνα.
Στην συνέχεια ο Τεύκρος παρέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία τόσο δικά του όσο και του ποιητή,8 και παρουσιάζει τις «ιστορικές συγκυρίες» που τον οδήγησαν στην Κύπρο. Αμφιβολίες, βέβαια, γεννώνται για την αντίληψη των πραγμάτων, καθώς το φεγγάρι που «βγῆκε ἀπ᾿ τὸ πέλαγο σὰν Ἀφροδίτη,9 σκέπασε τ’ ἂστρα τοῦ Τοξότη, τὴν καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ,10 κι ὅλα τ᾿ ἀλλάζει», δίνοντας μια πλαστή εικόνα της πραγματικότητας.11 Η πραγματικότητα μεταβάλλεται από το φως του φεγγαριού, από το φως της κάθε προπαγάνδας. «Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια;»,12 αναρωτιέται, και αμέσως μετά ο νους του πηγαίνει στην τραγική αποκάλυψη της αλήθειας για την Ελένη:
«Δὲν εἲν' ἀλήθεια, δὲν εἲν' ἀλήθεια» φώναζε.«Δὲν μπῆκα στὸ γαλαζόπλωρο καράβι.Ποτὲ δὲν πάτησα τὴν ἀντρειωμένη Τροία»13
Έπειτα ο Τεύκρος αφιερώνει κάποιους στίχους στην περιγραφή της.14 Αν και στην αρχή η Ελένη παρουσιάζεται και ορίζεται η υλική υπόστασή της, η περιγραφή της, ωστόσο, είναι τόσο ασαφής που τελικά η μυστηριακή ύπαρξή της διατηρείται πλέον ως ιδέα. Ενώ δημιουργείται η ψευδαίσθηση στον «θεατή» μιας απτής οικειότητας, η Ελένη άπιαστη απομακρύνεται. Στο τέλος περιγράφεται περισσότερο ως κίνηση παρά ως πρόσωπο:
«γιὰ ἕνα λινὸ κυμάτισμα γιὰ μιὰ νεφέλημιᾶς πεταλούδας τίναγμα τὸ πούπουλο ἑνὸς κύκνου»15
Η Ελένη, απελευθερωμένη πλέον από μια υλική υπόσταση, είναι έτοιμη να γίνει σύμβολο μιας αλήθειας που συγκλονίζει: τόσος θάνατος και τόσος πόνος16 για ένα «πουκάμισο ἀδειανό», δηλαδή για μία απάτη. Η ἀναγνώριση αυτής της ματαιοπονίας διαστέλλεται και μετατρέπεται σε ερώτηση για τον άνθρωπο, το δίκαιο και το θείο:
«Κι ὁ ἀδερφός μου;Ἀηδόνι ἀηδόνι ἀηδόνι,τ' εἶναι θεός; τί μὴ θεός; καὶ τί τ' ἀνάμεσό τους;17»
Απάντηση στο τελευταίο ερώτημα δεν δίνεται, αλλά ίσως εννοείται˙ η προσέγγιση και η διερεύνηση είναι διαισθητική. Αυτό που βρίσκεται «ανάμεσα» είναι ίσως η ίδια η Ελένη καθώς είναι ένα πραγματικό ιδανικό, το οποίο τελικά η ανθρώπινη θνητή φύση το υποσκάπτει, το κάνει κούφιο, «πουκάμισο ἀδειανό», το οποίο αποκτά δύναμη καταστροφική, που ξεπερνά την ανθρώπινη φύση, όμοια με αυτή των «θεῶν». Συγχρόνως, η ευθύνη είναι του ανθρώπου αφού παραμένει δικό του κατασκεύασμα. Η Ελένη, λοιπόν, στέκεται ανάμεσα στην επιταγή των θεών και στην ανθρώπινη ματαιοπονία.
Στο τέλος, αυτή η τραγική ανακάλυψη, που τόσο συγκλόνισε τον Τεύκρο, συγκλονίζει και τον ποιητή στις Πλάτρες.18 Η επανάληψη και η επαναφορά του μοτίβου των αηδονιών δηλώνει την τραγική κυκλικότητα της ιστορίας. Ο ποιητής το γνωρίζει, και εκφράζει τον φόβο του, με σιγουριά αλλά και με πόνο και πικρία, μήπως αυτό το «παραμύθι», ξεγυμνωμένο από τα στολίδια του μύθου, ανήκει τόσο στην ιστορία όσο και στο παρόν αλλά και το μέλλον.
Ο Σεφέρης χειρίζεται τον μύθο της Ελένης με περίσσια προσοχή και ιδιαιτερότητα. Η Ελένη είναι ένα ποίημα το οποίο δεν αναβιώνει ούτε αναπαράγει το παρελθόν αλλά ένα ποίημα που το επανενεργοποιεί.19 Όπως σημειώνει και ο ίδιος ο Σεφέρης, «κρατάμε τα σύμβολα και τα ονόματα που μας παρέδωσε ο μύθος φτάνει να ξέρουμε πως οι τυπικοί χαρακτήρες έχουν μεταβληθεί σύμφωνα με το πέρασμα του χρόνου και τις διαφορετικές συνθήκες του κόσμου μας».20 Δηλαδή ο Σεφέρης δεν έχει σκοπό να αποκαταστήσει ούτε την Ελένη ως πρόσωπο αλλά ούτε και τον μύθο της. Σκοπός του είναι, όμως, να τον ενεργοποιήσει και να τον φέρει σε μια ρευστή κατάσταση ώστε τελικά να τον παγιώσει, δημιουργώντας νέους συσχετισμούς και προβάλλοντας νέες ή κρυφές πτυχές του. Ως εκ τούτου αποφεύγει την στατικότητα και την επανάληψη, και δεν θα ήταν λάθος να ισχυριστούμε πως η Ελένη του Σεφέρη είναι τόσο εξελιγμένη όσο και μεταμορφωμένη, αλλά πάντα η ίδια.
Ο τρόπος με τον οποίο το επιτυγχάνει αυτό είναι η μυθική μέθοδος.21 Ο Σεφέρης, χρησιμοποιώντας και δραματοποιώντας την ελληνική σύγχρονη πραγματικότητα, καταφέρνει, βασιζόμενος επίσης στην συνειρμική μέθοδο, να επαναφέρει τις βαθιές μυθικές προεκτάσεις της στο παρόν. Συγκεκριμένα, με περίτεχνο τρόπο έχει εμφανίσει το μυθολογικό του πρόσωπο,22 αφού πρώτα έχει «κερδίσει την συμπάθεια του αναγνώστη αναπαριστώντας μια σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα».23Έπειτα, με έναν σχετικά «απροσδόκητο αναχρονισμό», την αναφορά στον Τρωικό πόλεμο, καταφέρνει όχι μόνο να γεφυρώσει το παρελθόν με το παρόν, αλλά και να ταυτίσει την «μυθική εποχή» με την σύγχρονη. Άλλωστε, όπως παρατηρεί και ο Έντμουντ Κήλυ,24 «οι ήρωες του, τα σκηνικά του, ακόμη και η γλώσσα του μπορούν να προκαλέσουν μυθικές προεκτάσεις χωρίς την παραμικρή επιτήδευση, γιατί η πραγματικότητα και ο μύθος υπάρχουν σε μια φυσική συζυγία». Ως αποτέλεσμα, το παρελθόν ενυπάρχει στο παρόν δημιουργώντας ένα ενιαίο σύνολο. Ο Σεφέρης φορά το προσωπείο του Τεύκρου25 και ανακαλύπτει και βιώνει την ματαιότητα και ματαιοπονία τόσο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όσο και του κυπριακού αγώνα απελευθέρωσης, όπως ακριβώς ο Τεύκρος τον Τρωικό πόλεμο.
Για την βαθύτερη κατανόηση της Ελένης ως συμβόλου, θα ήταν συνετό επίσης να εξετάσουμε τα χαρακτηριστικά που αποκτά το «όνομα» στο ποίημα. Ο Τεύκρος στην Ελένη του Σεφέρη φαίνεται να χάνει την πίστη του και στα πρόσωπα και στα ονόματα. Μετά την τραγική ανακάλυψη του ειδώλου της Ελένης, εμφωλεύει στον Τεύκρο η αγωνία για την αναγνώριση της αλήθειας σε κάθε γεγονός και πρόσωπο: «Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια;». Αυτή η αγωνία εκφράζεται διαρκώς στο ποίημα με ερωτήματα: «Ποιὲς εἶναι οἱ Πλάτρες; Ποιὸς τὸ γνωρίζει τοῦτο τὸ νησί;», αλλά και με αόριστα άρθρα και αντωνυμίες: «κάποιος Τεύκρος», «κάποιος Αἴαντας ἢ Πρίαμοςἢ Ἑκάβη», «γιὰ μίαν Ἑλένη». Το όνομα πλέον δεν ορίζει πάντα το προσδιοριζόμενο, αλλά γίνεται ανεξάρτητο και αποκτά νέα υπόσταση.26
Τελικά, φθάνοντας στην περίπτωση της Ελένης, διερωτάται κανείς σε ποία εν τέλει Ελένη αναφέρεται ο ποιητής. Η αλήθεια είναι πως αναφέρεται και στις δυο, χωρίς όμως να τις συγχέει, αλλά ούτε και να τις διακρίνει, διότι, αν και ανεξάρτητο το εἴδωλο, η καταστροφική δηλαδή δύναμη, παραμένει συνδεδεμένο με την εικόνα, τα ιδανικά. Συνεπώς η Ελένη με όλες τις προεκτάσεις της παραμένει για τον Σεφέρη το σύμβολο όλων των ιδανικών, ενώ παράλληλα η ύπαρξή της συνοδεύεται από πλαστά ιδανικά, τα οποία, αν και μπορεί να είναι «όμορφα», υποκρύπτουν μέσα τους την ματαιότητα και την ματαιοπονία. Δευτερευόντως, ο μύθος της Ελένης επισημαίνει την ενιαία φύση της ιστορίας και την επιβολή του παρελθόντος στο παρόν και στο μέλλον. Ο Σεφέρης, λοιπόν, αναδεικνύει τον μύθο ως προειδοποίηση παρά ως θέση πεσσιμισμού, ως προειδοποίηση για κάθε αγώνα, όπως τον κυπριακό, όπου ελλοχεύει ο κίνδυνος να ανακαλύψει κανείς μια μέρα ότι τα ιδανικά για τα οποία πάλευε δεν ήταν παρά «ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ» ή, όπως το θέτει ο Ρίτσος στην δική του Ελένη, για «λόγια» που «χαλαρωμένα, κούφια ἐμεῖς τὰ γεμίζαμε μὲ ἄχυρο ἢ πίτουρο, νὰ πάρουν σχῆμα…».27
1 ΤΕΥΚΡΟΣ ... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν / Σαλαμίνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας./../ΕΛΕΝΗ: Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωάδ᾿, ἀλλ᾿ εἴδωλον ἣν./../ΑΓΓΕΛΟΣ: Τί φῆς; Νεφέλης ἀρ᾿ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι; , Γιώργος Σεφέρης, Ελένη, Ποιήματα, Αθήνα, Ικαρος,1985, σ. 239.
2 Άλλωστε ήδη από τον καιρό του Ευριπίδη η ομηρική εκδοχή είναι καθιερωμένη.
3 Ελένη, 1107-1114: «Εσύ που μέσα στα πυκνά/σύδεντρα ζεις και πέτεσαι, αηδόνα,/εσένα κράζω γλυκοκέλαδο πουλί/με τη λυπητερή λαλιά/τον κόκκινο φουσκώνοντας λαιμό σου/ βοήθα να μοιρολογήσω/τα πάθη της Ελένης». (Μετάφραση Τ. Ρούσσος)
4 Οι Πλάτρες την εποχή του Σεφέρη αποτελούσαν φημισμένο κοσμικό θέρετρο.
5 «στὰ χωρισμένα σώματα καὶ στὶς ψυχὲς / αὐτῶν ποὺ ξέρουν πὼς δὲ θὰ γυρίσουν», (ό.π. σημ. 41 στ. 4-5), «καὶ τὸ πικρὸ τρικύμισμα τῆς ξαγριεμένης σκλάβας»(ό.π. στ. 8). Όπως γίνεται αντιληπτό ο Σεφέρης αναφέρεται καθαρά στο δράμα του πολέμου.
6 ο.π. στ. 25.
7 Εξορίστηκε από τον πατέρα του διότι είχε την ευθύνη του αδερφού του Αίαντα, ο οποίος αυτοκτόνησε διότι δεν του έδωσαν την ασπίδα του Αχιλλέα.
8 Τόσο ο Σεφέρης (Μικρασιατική Καταστροφή, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος) όσο και ο Τεύκρος (Τρωικός πόλεμος) ταξίδεψαν και άκουσαν «ὀνόματα πρωτάκουστα» και «τρέλες τῶν ἀνθρώπων». Ακόμη και οι λόγοι που τους οδήγησαν στην Κύπρο είναι κοινοί: «τό στερνό σπαθί ἐνός Αίαντα» (Τ: Τροία και Εξορία / Σ: Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, διπλωματικά ταξίδια) και «μια άλλη Σαλαμίνα» (Τ: ίδρυση πόλεως / Σ: ο επερχόμενος πόλεμος και ο αγώνας για την απελευθέρωση της Κύπρου). Επίσης «το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε» (αν και άριστος «τοξότης») δηλώνει τόσο τα λάθη του Τεύκρου (Αίας) όσο και του Σεφέρη (διπλωματικά).
9 Η Αφροδίτη εδώ όχι μόνο δίνει το στίγμα της Κύπρου αλλά υπενθυμίζει και τα αίτια του πολέμου.
10 Όπως είναι φανερό, και οι δύο αστερισμοί αναφέρονται στον πόλεμο.
11 Σκεπάζοντας τα πολεμικά σύμβολα, δημιουργείται η (ψευδ)αίσθηση της ειρήνης.
12 ό.π. στ. 20.
13 ό.π. στ. 29-31.
14 ό.π. στ. 32-37.
15 ό.π. στ. 48-49
16 «…κι ἐμεῖς σφαζόμασταν γιὰ τὴν Ἑλένη δέκα χρόνια . /Μεγάλος πόνος εἶχε πέσει στὴν Ἑλλάδα. /Τόσα κορμιὰ ριγμένα/στὰ σαγόνια τῆς θάλασσας στὰ σαγόνια τῆς γῆς. /τόσες ψυχὲς /δοσμένες στὶς μυλόπετρες, σὰν τὸ σιτάρι./Κι οἱ ποταμοὶ φουσκῶναν μὲς στὴ λάσπη τὸ αἷμα», ο.π. στ. 42-47.
17 ό.π στ 51-52. Ο ποιητής εδώ μεταφράζει από το πρωτότυπο: «ὅτι θεὸς ἢ μὴ θεὸς ἢ τὸ μέσον τίς φησ΄ ἐρευνάσας βροτῶ», Ἑλένη 1137.
18 ό.π. στ. 54 έως τέλος.
19Τζιόβας, Δ. 2000, Ο Υπαρξιακός Ιστορισμός του ποιητή [Σεφέρη],Το Βήμα, Αθήνα, 10 Δεκεμβρίου 2000.
20 Κήλυ, Εντ. 1987, Ο Σεφέρης και η μυθική μέθοδος, Μύθος και φωνή στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, σε μετάφραση Τσακνιά, Σπ., εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα, σελ. 120-130 και 136-144, εις: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα.
21 Η Ελένη είναι ένα από τα ποιήματα τα οποία συγγενεύουν ως προς τον χειρισμό του μύθου με αυτά του ΄Ελιοτ . Θα πρέπει πάντως να τονισθεί πως, αν και χρησιμοποιείται ο ίδιος όρος, η τεχνική αυτή δεν χρησιμοποιείται αυτούσια στην ποίηση του Σεφέρη, αλλά στο εν λόγω ποίημα, όπως έχει σημειώσει και ο Νάσος Βαγενάς μπορεί να εντοπιστεί (Βαγενάς, Ν. 1976, Σεφέρης, Βαλερύ, Έλιοτ, Ο ποιητής και ο χορευτής, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, σελ. 147-155, εις: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα).
22 Ή καλύτερα προσωπείο, αφού όπως αναφέρεται αργότερα υπάρχει μια ταύτιση μεταξύ του Τεύκρου και του ποιητή.
23 Έντμουντ Κήλυ ό.π. σημ. 20.
24 Έντμουντ Κήλυ ό.π. σημ. 20.
25 Ο Δ. Τζιόβας (ό.π. υπ 19) σημειώνει μάλιστα πως «ο Σεφέρης φαίνεται να ισχυρίζεται έμμεσα ότι η ιστορική γνώση και επίγνωση είναι δυνατή με το να εξετάσουμε και να διεισδύσουμε στη σκέψη των ανθρώπων του παρελθόντος με τους οποίους συγγενεύουμε. Έτσι δείχνει να συμμερίζεται την έννοια της διαπροσωπικής διαίσθησης για την ιστορική γνώση».
26 Αυτή η παρατήρηση συγγενεύει με αυτή του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου στην δικιά του Ελένη (Ἑλένη, Παραλλαγὴ στ’ἀπόσπασμα τῆς «Ἀλκυόνης», Τα ποιήματα, Αθήνα, Οι εκδόσεις των φίλων, 1970, σελ. 222-223) όταν γράφει: «Δὲν εἶσαι ἡ μιά. Εἶσαι ὁ καημὸς μὲ τὰ περίσσια πρόσωπα». Πλέον μπορούμε να προσθέσουμε και με τα «περίσσια ὀνόματα».
27 Γιάννης Ρίτσος, Η Ελένη, ό.π. σελ. 12
Ελένη, λεπτομέρεια απο αγγείο |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου