Η υιοθέτηση στις 4 Νοεμβρίου 1950, στη Ρώμη, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕυρΣΔΑ) αποτέλεσε μια κρίσιμη καμπή στις μεταπολεμικές διεργασίες της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας, ενώ σηματοδοτεί την απαρχή μιας νέας εποχής για τον άνθρωπο, για τα δικαιώματα του ανθρώπου, που έμελλε να αλλάξει κάθε εθνική έννομη τάξη και τη διεθνή δικαιοταξία. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν μόνο ένας αγώνας κατά των δυνάμεων του Αξονα. Ηταν μια τιτάνια μάχη για την απελευθέρωση του ανθρώπου και για τα δικαιώματά του, που τόσο θανάσιμα είχαν απειλήσει ο ναζισμός και ο φασισμός. Ηταν κυρίως μια «σταυροφορία για τα δικαιώματα του ανθρώπου» (R. Cassin). Οι ωμότητες των ολοκληρωτικών καθεστώτων απέναντι στον άνθρωπο, ο εξευτελισμός και η έκπτωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι βαρβαρότητες του πολέμου, κατέδειξαν σε όλους ότι θεμελιώδης προϋπόθεση για διεθνή ειρήνη, ασφάλεια και συνεργασία είναι η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αφού ελευθερία και ειρήνη πρέπει να συμπορεύονται. Η δοκιμασία του 1939-1945 κυοφόρησε, έτσι, την ιστορική ατμόσφαιρα εκκόλαψης των ιδεωδών της ειρήνης και της ελευθερίας, όπως εκφράσθηκαν μεταπολεμικά. Καθοδήγησε τη διεθνή κοινότητα στην αναζήτηση μιας νέας μορφής διεθνούς συνεργασίας, πάνω σε νέες καταστατικές βάσεις, πάνω στις οποίες στήθηκε ο ΟΗΕ. Μια συνειδησιακή έπαρση της διεθνούς κοινής γνώμης, που αντανακλούσε και την ωρίμαση της ίδιας της οικουμενικής αναγνώρισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της διεθνούς προστασίας τους.
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Ο Χάρτης του ΟΗΕ χαράσσει μια νέα εποχή, αφού για πρώτη φορά υπάρχει τυπική αναγόρευση και ρητή είσοδος των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο διεθνές δίκαιο. Το επόμενο βήμα, το 1948, αποτελεί μια κορυφαία καμπή στο έργο του οικουμενικού οργανισμού με την υιοθέτηση από τη Γενική Συνέλευση, χωρίς αρνητική ψήφο, της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΟΔΔΑ). Το άτομο, «ο ξεχασμένος άνθρωπος του 20ού αιώνα» (Landheerr), γίνεται φορέας δικαιωμάτων κι ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» τον συνδέει πλέον με τη διεθνή κοινότητα. Η υιοθέτηση της ΟΔΔΑ αποτέλεσε την αφετηρία για την ανάπτυξη σε οικουμενικό και περιφερειακό επίπεδο ενός corpus δικαιωμάτων του ανθρώπου, στο οποίο διακρίνεται η ευρωπαϊκή συνιστώσα, πρωτοποριακά με το Συμβούλιο της Ευρώπης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1950. Από την άλλη, με μια συνεχή δικαιοπαραγωγική διαδικασία, τα Ηνωμένα Εθνη προχώρησαν σε ένα πολυδιάστατο έργο προαγωγής και προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Κατήρτισαν μια εκτεταμένη σειρά νομικών πράξεων, διακηρύξεις, συμβάσεις, αποφάσεις, γενικού και ειδικού χαρακτήρα, που καλύπτουν το σύνολο των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των υποκειμένων τους. Η οικουμενικότητα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και οι ρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν από τα Hνωμένα Εθνη για την υλοποίησή τους, διευκόλυναν τους περιφερειακούς οργανισμούς να αναλάβουν ανάλογες προσπάθειες. Με πρώτο βήμα την Αμερικανική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων και καθηκόντων του ανθρώπου του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (1948) -που μάλιστα προηγείται χρονικά της ΟΔΔΑ- δημιουργείται σε περιφερειακό επίπεδο σταδιακά μια κίνηση για δικαιώματα του ανθρώπου. Σε αυτήν ενεπλάκησαν το Συμβούλιο της Ευρώπης, ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών, ο Οργανισμός Αφρικανικής Ενότητας/Αφρικανική Ενωση, ο ΟΑΣΕ, η E.E. κ.λπ. Η ιδέα ενός ευρωπαϊκού συμβατικού πλαισίου προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου ξεπήδησε από την «Ευρωπαϊκή Κίνηση» (Mouvement Europeen) στη Χάγη (Μάιος 1948). Μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον ευνοϊκό για την υλοποίηση του μεγαλόπνοου σχεδίου, η «Ευρωπαϊκή Κίνηση» προχώρησε στη σύνταξη ενός σχεδίου συμβάσεως δικαιωμάτων του ανθρώπου που υπέβαλε τον Μάιο του 1948 στο Συμβούλιο της Ευρώπης, πολιτικό οργανισμό που μόλις είχε συσταθεί (Συνθήκη του Λονδίνου, 5 Μαΐου 1949). Τα επόμενα βήματα για την κατάρτιση της συμβάσεως έγιναν με έναν δύσκολο αλλά γόνιμο διάλογο ανάμεσα στη Συνέλευση και στο υπουργικό όργανο του Οργανισμού, που ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο, επιτρέποντας το τελικό σχέδιο της Σύμβασης να υποβληθεί στη φθινοπωρινή υπουργική σύνοδο στη Ρώμη. Με την υπογραφή της (4 Νοεμβρίου 1950) από 14 χώρες-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, η σύμβαση «περί προασπίσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών» (ΕυρΣΔΑ) ήταν πλέον γεγονός. Πρώτη υλοποίηση σε περιφερειακό επίπεδο των αρχών της ΟΔΔΑ, από την οποία εμπνεύστηκε με έμφαση στα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, η ΕυρΣΔΑ συγκεκριμενοποίησε την έκφραση μιας ενοποιητικής διαδικασίας στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο αλλά και μιας ορισμένης ιδεολογίας αντανάκλασης κοινών δημοκρατικών αρχών και παραδόσεων στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη. Τούτο, σε μια περίοδο ιδεολογικής αντιπαράθεσης Ανατολής - Δύσης, σε μια Ευρώπη κομμένη στα δύο από ένα «παραπέτασμα» και με εξαρχής στο περιθώριο τις δύο ιβηρικές δικτατορίες.
Εγκαθίδρυση ενός δικαστηρίου ως ελεγκτικού μηχανισμού
Η ΕυρΣΔΑ, συμπληρωμένη μεταγενέστερα με 14 πρωτόκολλα, έμελλε να ανατρέψει τα καθιερωμένα στη διεθνή δικαιοταξία, με την εγκαθίδρυση ενός ελεγκτικού μηχανισμού που συμπεριελάμβανε ένα δικαστήριο με αρμοδιότητα να εκδίδει αποφάσεις και, βασικά, με την εισαγωγή της ατομικής προσφυγής για τα θύματα παραβιάσεων των δικαιωμάτων και ελευθεριών που η σύμβαση εγγυάται. Η σύμβαση μορφοποιεί τις «ουσιώδεις» ή τις «στοιχειώδεις γραμμές ενός ορισμένου πολιτεύματος» (Φ. Βεγλερής), προάγει και εγγυάται τη δημοκρατική κοινωνία, θεωρούμενη «συνταγματικό εργαλείο», «έκφραση μιας ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης» υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου του Στρασβούργου (υπόθεση Λοϊζίδου/Τουρκίας). Από την άλλη πλευρά, η διεθνής αναγόρευση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και η ευρωπαϊκή ανάδυσή τους συμπίπτει με το αρνητικό κλίμα που εκπορεύεται από την αρχή του διεθνούς δικαίου της «μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις του κράτους». Η εν λόγω αρχή επηρέαζε καθοριστικά τη συμπεριφορά πολλών κυβερνήσεων για δεκαετίες κατά τη μεταπολεμική περίοδο, σε Ανατολή, Δύση και Τρίτο Κόσμο, σε σχέση με καταστάσεις σοβαρών παραβιάσεων των δικαιωμάτων του ανθρώπου, έως ότου μέσω των πολιτικών δικαιωμάτων του ανθρώπου γίνει αποδεκτή η «θεμιτή ανάμειξη» και το «νόμιμο ενδιαφέρον» της διεθνούς κοινότητας, που εκφράζεται από διεθνείς δρώντες (κράτη ή διεθνείς οργανισμούς) σε σχέση με τις διεθνείς δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει κράτη στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Προς τούτο χρειάστηκε πολύχρονη κυοφορία και ωρίμαση απόψεων και αντιλήψεων, καθώς και μια ιστορική συγκυρία ανατροπής δεδομένων, ακόμα και στον γεωγραφικό χώρο της Ευρώπης (1989-1990). Κάτω από ένα άλλο προωθημένο πρίσμα, το ζήτημα εμφανίστηκε -πάντοτε αμφιλεγόμενο- και σε άλλες εκδοχές επέμβασης όσον αφορά παραβιάσεις δικαιωμάτων του ανθρώπου, ως «ανθρωπιστική επέμβαση», ανθρωπιστική ανάμειξη ή -τελευταία- «ευθύνη προστασίας». Εξελικτικά στη μεταπολεμική περίοδο διαμορφώθηκε στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου ένα jus universalis, κοινό για όλους χωρίς διακρίσεις, παρεκκλίσεις και ιδιαιτερότητες (πολιτιστικές, εθνικές κ.λπ.). Ταυτόχρονα, οι εκατοντάδες διεθνείς πράξεις, εγκαθίδρυσαν διεθνείς θεσμούς και μια τάξη δικαιωμάτων του ανθρώπου, στην οποία διακρίνονται το πρωτοποριακό Συμβούλιο της Ευρώπης και η ΕυρΣΔΑ. Παρά όμως το εντυπωσιακό κεκτημένο των δικαιωμάτων του ανθρώπου και τον ρόλο τους, και ανεξάρτητα από τις θετικές εξελίξεις και επιτεύξεις, μια ματιά στην Ευρώπη και στον κόσμο επιτρέπει τη μελαγχολική διαπίστωση για το σοβαρό έλλειμμα εφαρμογής τους. Οι αρχές της ΟΔΔΑ και της ΕυρΣΔΑ δοκιμάζονται σοβαρά σήμερα στην Ευρώπη, για να μην επεκταθούμε στο -ούτως ή άλλως- αρνητικό πεδίο της κατάστασης σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου ανά τον κόσμο (μειονότητες, πρόσφυγες, μετανάστες, γυναίκες, παιδιά, διακρίσεις, μισαλλοδοξία, ξενοφοβία, βασανιστήρια, αναγκαστικές εξαφανίσεις κ.λπ.) που οδηγεί σε παράλληλες κοινωνίες και συμπεριφορές. Μια πρόσκληση για αναστοχασμό, μια πρόκληση για δράση/αντίδραση.
Ο θετικός ρόλος και οι ιδιαιτερότητες της Ελλάδας
Η Ελλάδα -από τα πρώτα μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης- διαδραμάτισε έναν ιδιαίτερα θετικό ρόλο στις διεργασίες για τη σύνταξη της ΕυρΣΔΑ που υποβλήθηκε στη φθινοπωρινή σύνοδο της Επιτροπής Υπουργών στη Ρώμη (Νοέμβριος 1950). Υπέγραψε και επικύρωσε την ΕυρΣΔΑ (Ν. 2329/1953) και τα 14 Πρωτόκολλα που τη συμπληρώνουν ή τροποποιούν, με εξαίρεση τα Πρωτόκολλα αριθ. 4 και 12. Αναγνώρισε το δικαίωμα ατομικής προσφυγής (1985) και την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου (1979). Ιστορικά, η διαδρομή της εφαρμογής της ΕυρΣΔΑ στην Ελλάδα παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες. Πράγματι, η Ελλάδα: - Υπήρξε το πρώτο συμβαλλόμενο κράτος στην ΕυρΣΔΑ που άσκησε διακρατική προσφυγή, καταθέτοντας δύο κατά του Ηνωμένου Βασιλείου (αριθ. 176/1956, 299/57) σχετικά με την κατάσταση στην Κύπρο κατά την περίοδο του κυπριακού αντιαποικιακού αγώνα για αυτοδιάθεση. - Υπήρξε το μόνο κράτος-μέλος στην ιστορία του Συμβουλίου της Ευρώπης που κατήγγειλε την ΕυρΣΔΑ. Στη διάρκεια της δικτατορίας (1967-1974) και προκειμένου να προλάβει την επερχόμενη επιβολή κυρώσεων (αναστολή της συμμετοχής της) από την Επιτροπή Υπουργών, τον Δεκέμβριο του 1969, η Ελλάδα προχώρησε στην ταυτόχρονη καταγγελία της ΕυρΣΔΑ και του Καταστατικού του Οργανισμού (ρηματικές διακοινώσεις αριθ. 2844, 2844 bis, 12.12.1969) και αποχώρησε από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Επανήλθε μετά την επάνοδο στη δημοκρατική κοινοβουλευτική ομαλότητα και επικύρωσε εκ νέου την ΕυρΣΔΑ (ΝΔ 53/19.9.1974). - Την περίοδο 1953-1974 -πρώτη φάση εφαρμογής της ΕυρΣΔΑ- χαρακτηρίζει μια νομική ανωμαλία. Παράλληλα με το Σύνταγμα της χώρας, υπήρχε και λειτουργούσε ένα σύνολο κανόνων που ενσωματώνεται σε πράξεις «παρά» ή και «αντί» συνταγματικού χαρακτήρα, θεσπισμένες και κυρωμένες κατά τη διάρκεια και μετά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο (1946-49). Οι εν λόγω «νομοθετικές ρυθμίσεις» αντιστρατεύονταν ευθέως και πρακτικά τα εγγυημένα από το Σύνταγμα και την ΕυρΣΔΑ ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες. Την ίδια χρονική περίοδο, η εφαρμογή της ΕυρΣΔΑ είναι εξαιρετικά περιορισμένη, αφού μάλιστα δεν αναγνωρίζεται η ατομική προσφυγή. Η εγκαθίδρυση το 1967 δικτατορικού καθεστώτος, που επικαλέσθηκε αβάσιμα τη ρήτρα παρέκκλισης του άρθρου 15 ΕυρΣΔΑ (κατάσταση ανάγκης), επιδείνωσε περαιτέρω την κατάσταση. Τον Σεπτέμβρη του 1967, οι Σουηδία, Δανία, Νορβηγία και Ολλανδία προσέφυγαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ΔΑ κατηγορώντας την Ελλάδα των συνταγματαρχών για ολική παραβίαση της ΕυρΣΔΑ. Η έκθεση της ΕυρΣΔΑ επί των τεσσάρων προσφυγών το 1970 ήταν καταπέλτης για το δικτατορικό καθεστώς. Τέλος, η επαφή του Ελληνα δικαστή με την ΕυρΣΔΑ στη διάρκεια της εν λόγω περιόδου είναι απολύτως ελλειμματική. Λίγες υποθέσεις επικαλούνταν την ΕυρΣΔΑ. Η δε πλειοψηφία των αποφάσεων, που εκδόθηκαν χωρίς αιτιολογία, κατέληγε -κυρίως στο Συμβούλιο Επικρατείας- στο ότι δεν υπήρχε ζήτημα συμμόρφωσης της εσωτερικής νομοθεσίας με τις επιταγές της ΕυρΣΔΑ. Ο Ελληνας δικαστής παρέμενε επιφυλακτικός/αρνητικός, μην μπορώντας να αποδεχθεί τις προκλήσεις, ούτε να ανταποκριθεί στην αναδυόμενη νέα ευρωπαϊκή τάξη δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η κατάσταση άλλαξε μετά το 1974. * Ο κ. Στέλιος Περράκης είναι καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Θεσμών του Παντείου Πανεπιστημίου, κάτοχος της Εδρας Jean Monnet ad personam «Δημοκρατία και Δικαιώματα του Ανθρώπου στην Ε.Ε.» και της Εδρας UNESCO «Δικαιώματα του Ανθρώπου, Δημοκρατία και Ειρήνη», διευθυντής του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ερευνας και Κατάρτισης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Ανθρωπιστικής Δράσης. |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου