Από το ημερολόγιο ενός ναύτη
του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
Β΄Μέρος
Α΄ΞΙΦΙΑΣ
24 Απριλίου 1981- Μ. Παρασκευή
Α/Τ ΛΕΩΝ- ΠΑΤΜΟΣ
Θα πρέπει κανείς, να είναι κουφός ή να βρίσκεται σε άλλο κόσμο, για να μην καταλάβει ότι σήμερα είναι Μ. Παρασκευή. Οι καμπάνες από νωρίς άρχισαν να ηχούν πένθιμα, με αυτόν τον αργό, υπενθυμιστικό μετάλλινο ήχο, που άρχισε να διαχέεται σε όλη την έκταση του λιμανιού και των γύρω περιοχών. Άλλοι αντίλαλοι από πιο μακριά, έρχονται αδύναμοι, αλλά μελωδικοί, να αναπληρώσουν το μικρό διάστημα σιωπής των πρώτων.
Σήμερα δεν γίνονται εργασίες και άλλα συναφή καθήκοντα, παρά μόνο τα απαραίτητα. Έχω επιλεγεί να συμμετέχω στο Άγημα απόδοσης τιμών στην πομπή του Επιταφίου στη Σκάλα Πάτμου. Επιλέχθηκαν κυρίως νέοι, όπως εγώ, αλλά και λίγο παλαιότεροι ακόμη. Επειδή και οι στολές μας είναι σε καλύτερη κατάσταση, αλλά και γιατί έχουμε φρέσκια ακόμη στη μνήμη, την πρόσφατη εκπαίδευση στην εκτέλεση εντολών και παρελάσεων.
Αργά το απόγευμα αρχίζουμε σιγά-σιγά να προετοιμαζόμαστε. Ένας μικρός πυρετός, που όσο περνάει η ώρα και πλησιάζει ο σκοπός, συνεχώς μεγαλώνει. Ο ένας ψάχνει για βερνίκι κάμελ, ο άλλος για ξυραφάκι ή για αφρό ξυρίσματος και του άλλου του πέφτει η ζώνη μεγάλη. Στο τέλος, όλα είναι έτοιμα και δίνουμε πια την εικόνα σοβαρού ναυτικού αγήματος. Συγκεντρωνόμαστε πρώτα στο επίστεγο<!--[if !supportFootnotes]-->[1] για επιθεώρηση και έπειτα στην προβλήτα μπροστά στο πλοίο. Εν συνόλω 20 ναύτες, κυρίως πυροβολητές, και 2-3 υπαξιωματικοί με επικεφαλής τον ανθ/ρχο Λέκκα. Αναμένουμε την εντολή αναχώρησης και εκτελούμε ορισμένα παραγγέλματα για να ζεσταθούμε.
Η εντολή δίνεται, «Εμπρός-μαρς!». Με τα όπλα επ΄ώμου, παρελαύνουμε σε σχηματισμό φάλαγγας στην παραλία της Σκάλας, που είναι γεμάτη από κόσμο, και κατευθυνόμαστε στον περίβολο της εκκλησίας, που βρίσκεται λίγο παραπάνω. Εκεί παραταχθήκαμε με τα όπλα παρά πόδα, αναμένοντας την έξοδο του Επιταφίου. Είχε πάρα πολύ κόσμο και οι αναμμένες λαμπάδες έδιναν μια μαγική αίσθηση θαλπωρής και μυσταγωγίας. Ανοιξιάτικη βραδιά, γλυκιά, με αρώματα και πρόσωπα φωτισμένα από τις λάμψεις των φλογών. Ένιωσα, πως αποτελούσαμε μια ιδιαίτερη παρουσία στην υπαίθρια εκείνη λατρευτική σύναξη. Τα πιτσιρίκια μας χάζευαν, οι μεγαλύτεροι μας χαμογελούσαν με κατανόηση και συμπάθεια και οι κοπέλες χαμήλωναν τα μάτια.
Έπειτα από λίγο, βγήκε από την εκκλησία ο στολισμένος Επιτάφιος, και αφού αποδώσαμε τιμές στον νεκρό θεό, μας μοίρασαν δεξιά και αριστερά της πομπής, σε δύο φάλαγγες των 10 η κάθε μία. Η πομπή ξεκίνησε και μαζί της και εμείς με βήμα αργό και με τα όπλα υπό μάλης. Ζήτημα, βέβαια, συγχρονισμένου βηματισμού δεν ετίθετο πλέον, μιας και οι συνθήκες δεν το επέτρεπαν. Πολλά στενά σοκάκια, κόσμος που έμπαινε για να φτάσει μέχρι τον Επιτάφιο, αρκετά σκαλοπάτια και η ίδια η αργοπορία των ιερέων σε διάφορα σημεία, όπου έψαλαν ύμνους, ήταν αναπόφευκτο να χαλαρώσουν το στρατιωτικό μας συγχρονισμό. Απλά ακολουθούσαμε την περιφορά, που κάποια στιγμή, αρκετή ώρα μετά και έχοντας κάνει κάποιο κύκλο μέσα στη συνοικία, επέστρεψε πάλι στην εκκλησία. Απόδοση τιμών και επιστροφή με τον ίδιο τρόπο στο πλοίο.
Ανακοινώθηκε ότι όλοι οι ναύτες του αγήματος, ανεξαρτήτως τοιχαρχίας<!--[if !supportFootnotes]-->[2], θα βγουν εξόδου για λίγες ώρες, δύο ή τρεις. Κάτι είναι και αυτό. Παράδοση οπλισμού και λοιπών χρεωμένων υλικών. Έξοδος. Θα δω και λίγο την Πάτμο, όσο προλάβω.
25 Απριλίου 1981- Μ. Σάββατο
Α/Τ ΛΕΩΝ- ΚΩΣ
Η Πάτμος μοιάζει παρά πολύ με τις Κυκλάδες, αρχιτεκτονικά και μορφολογικά. Λευκά σπίτια με σοκάκια και πολλά εξωκκλήσια, διάσπαρτα εδώ και εκεί. Είναι το νησί της Αποκάλυψης. Οπωσδήποτε, η εικόνα του λόφου, όπου βρίσκεται χτισμένη η Χώρα και οι επάλξεις του κάστρου του Μοναστηριού στην κορυφή του, δεσπόζει εντυπωσιακά πάνω από την Σκάλα.
Άπαρση από την Πάτμο νωρίς το πρωϊ και πορεία προς την Κω. Όπως ανακοινώθηκε, θα περάσουμε το Πάσχα εκεί. Γύρω στο μεσημέρι, παραβολή με κάθε τάξη, στο λιμάνι της Κω, στο ίδιο σημείο με την προηγούμενη φορά. Το τοπίο είναι πλέον οικείο και έχω ήδη κάποια σαφή εικόνα για την πόλη και για τα καλά μαγαζιά.
Βγαίνω εξόδου, αυτή τη φορά κανονικά με την τοιχαρχία μου. Τηλέφωνο στο σπίτι για ευχές. Οι δικοί μου θα περάσουν το Πάσχα στο εξοχικό μας στην Αμάρυνθο μαζί με την οικογένεια του Διαμαντή, του αρραβωνιαστικού της αδελφής μου. Ο Διαμαντής απολύθηκε πρόσφατα από το πολεμικό ναυτικό, ως έφεδρος Σημαιοφόρος, (λόγω του ότι ήταν αξιωματικός του Εμπορικού Ναυτικού) και τώρα πια ετοιμάζονται για τον γάμο. Πιθανώς τον ερχόμενο χειμώνα.
Βόλτα γύρω από το κάστρο και την παραλία. Σήμερα πέρασα τα όρια της προηγούμενης φοράς. Έφτασα περπατώντας μέχρι την άλλη πλευρά της πόλης, αριστερά του λιμανιού και του κάστρου. Ο δρόμος περνάει κάτω από μια ενετική πύλη και μετά βγαίνει σε μια νέα παραλία, λιγότερο πολυσύχναστη και περισσότερο φυσική. Επέστρεψα πάλι στο κέντρο της κίνησης στα παραλιακά μαγαζιά, όπου βρισκόταν η πλειονότητα των εξοδούχων. Πέρασα κάποιες ώρες παρέα με ορισμένους συνάδελφους σε μια καφετέρια-μπαρ, πίνοντας και συζητώντας για διάφορα. Κυρίως για θέματα μέσα από το καράβι.
Είμαστε μια ομάδα γνώριμων πλέον ναυτών, κυρίως κληρούχες και της ίδιας ειδικότητας, αλλά αυτό είναι ανοικτό. Το ζήτημα είναι, ότι μετά από 3,5 περίπου εβδομάδες Ξιφία και με τόση στενή, αν και αναγκαστική, συναναστροφή μεταξύ μας πάνω στα 90 μέτρα του Λιονταριού, έχουμε αρχίσει να γνωριζόμαστε καλύτερα. Με ορισμένους παραμένεις τυπικός, με κάποιους άλλους ταιριάζεις καλύτερα. Έτσι δημιουργούνται και οι πιο κλειστές παρέες. Οι υπαξιωματικοί βγαίνουν και αυτοί μόνοι τους εξόδου, αν και δεν αποκλείεται ποτέ ένας μπαρμπα-ναύτης<!--[if !supportFootnotes]-->[3] στην παρέα τους. Οι αξιωματικοί βγαίνουν μόνο μεταξύ τους, άντε να κολλήσει και κανένας ανθύπας μαζί. Στο παραδίπλα τραπεζάκι από το δικό μας καθόντουσαν χαλαρά 3-4 αξιωματικοί. Είναι άνετοι, δεν δημιουργούν πρόβλημα με την παρουσία τους. Που και που ανταλλάσσεται και κάποιο αστείο, ένα σχόλιο.
Η ώρα πέρασε γρήγορα και νύχτωσε. Η παραλία έχει πολύ κόσμο, ντόπιους και τουρίστες, οι ταβέρνες είναι γεμάτες. Λίγο πριν την Ανάσταση, κατευθύνομαι με κάνα-δύο άλλους προς την πλησιέστερη εκκλησία για το «Χριστός Ανέστη!». Στεκόμαστε στο προαύλιο και περιμένουμε ανάμεσα σε ένα πλήθος πιστών με λαμπάδες. Σε λίγη ώρα, εμφανίζονται σταδιακά και οι περισσότεροι από το Λιοντάρι, ναύτες και αξιωματικοί. Η στιγμές είναι υπέροχες, γιατί είμαστε μόνοι μας, αλλά είμαστε και μαζί. Γίνεται η Ανάσταση, λάμπει το Άγιο Φως, ευχές δεξιά και αριστερά για το «Χριστός Ανέστη!», τσουγκρίσματα κόκκινων αυγών. Από το λιμάνι ακούγεται δυνατά η μπουρού του Λιονταριού, που βρυχιέται εορταστικά. Μερικές φωτοβολίδες κάνουν στο λιμάνι τη νύχτα-μέρα. Επιστρέφω στην παραλία για ακόμη λίγη διασκέδαση και έπειτα γυρίζω στο πλοίο.
26 Απριλίου 1981- Κυριακή του Πάσχα
Α/Τ ΛΕΩΝ- ΚΩΣ
Από νωρίς το πρωϊ άρχισαν οι προετοιμασίες για το ψήσιμο του οβελία. Για την ακρίβεια, στην προβλήτα μπροστά από το πλοίο, ψήσαμε περίπου 10 αρνιά σε τσίγκινες σκάφες. Η ατμόσφαιρα γέμισε με τις δελεαστικές οσμές της τσίκνας, καθώς τα σφαχτά πήραν να γυρίζουν στη σειρά, το ένα δίπλα στο άλλο, πάνω από τα κάρβουνα. Όλο σχεδόν το πλήρωμα βρισκόταν στην προβλήτα, συμμετέχοντας σε αυτό το ιδιότυπο πανηγύρι. Πίνουμε κρασί και τσιμπάμε διάφορους μεζέδες. Εκ περιτροπής, περάσαμε οι περισσότεροι από τις σούβλες για να βοηθήσουμε στο γύρισμα. Έγινε μεγάλος χαβαλές, ειδικά με τις πολλές γνώμες των «ειδικών», σχετικά με την τεχνική του ψησίματος. Όπου λαλούν πολλά κοκκόρια αργεί να ξημερώσει. Ωστόσο, ανέλαβε την επιστασία των ψητών κάποιος που πραγματικά γνώριζε, για να είμαστε σίγουροι ότι στο τέλος θα φάμε. Οι αξιωματικοί ήταν και αυτοί παρόντες, συμμετέχοντας στα αστεία και στο ωραίο κλίμα των στιγμών. Οι βαθμοί και τα αξιώματα, μόνο για σήμερα, έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Έχουμε βγάλει έξω ή μας έφεραν από την πόλη, μεγάλους πάγκους και τραπέζια για να κάθεται ο κόσμος. Το τσιμπούσι ήταν ανοικτό για όλους. Η μουσική, η φασαρία και κυρίως η γαργαλιστική τσίκνα προσέλκυσε πολλούς από τους περαστικούς, ιδιαίτερα τους τουρίστες που το έβλεπαν κάπως και σαν φολκλόρ.
Το μεσημέρι πια, τα ψητά ήταν έτοιμα και ο μαζεμένος κόσμος αρκετός. Ξεκίνησε το τσιμπούσι και όλοι πήραν τη μερίδα τους. Το κρασί έρεε χωρίς περιορισμό, «γεια μα!ς» και πάλι «γεια μας!». Κάποια στιγμή ξεκίνησαν και οι δημοτικοί χοροί και από εκεί και πέρα στήθηκε γλέντι τρικούβερτο. Χορέψαμε σχεδόν όλοι, Έλληνες και ξένοι, ναύτες και πολίτες, ανακατωμένοι και πιασμένοι αγκαλιά στους κύκλους των χορών. Οι ξένοι ήταν γοητευμένοι από το όλο πράγμα, θα έχουν να το θυμούνται για χρόνια. Προσπαθούσαν να χορέψουν και αυτοί, αλλά το έκαναν με αστείο τρόπο, καθώς δεν γνώριζαν τα βήματα. Δεν έτρεχε τίποτα, το κέφι και η καλή διάθεση μετρούσαν και από αυτά υπήρχε μεγάλο απόθεμα σε όλους. Το γλέντι συνεχίστηκε μέχρι το βράδυ, αφού ο κόσμος δεν έλεγε να φύγει, αντίθετα έρχονταν να προστεθούν και άλλοι.
Όλα όμως τελειώνουν κάποτε. Ιδιαίτερα τα πολύ ευχάριστα, τελειώνουν ακόμη πιο γρήγορα. Σε ό,τι αφορούσε εμένα, ήδη ξεκίνησε με την ανάληψη της βάρδιας 4-8 μμ, στην κλίμακα. Ωστόσο, δεν με ένοιαξε καθόλου, αφού έτσι και αλλιώς το γλέντι συνεχιζόταν τριγύρω μου και είχα την αίσθηση ότι δεν είχα φύγει από αυτό. Τέλος του πανηγυριού και αποκατάσταση του χώρου της προβλήτας. Ακόμη και αν είχα εξόδου, δεν θα έβγαινα, μετά από τόσο φαγοπότι και χορό. Η σημερινή μέρα θα μείνει αξέχαστη σε όλους μας.
27 Απριλίου 1981.- Δευτέρα του Πάσχα
Α/Τ ΛΕΩΝ- ΕΝ ΠΛΩ
Σήμερα, άρχισε ουσιαστικά η αντίστροφη μέτρηση για το τέλος του πρώτου μου Ξιφία. Έχει γίνει γνωστό, ότι αύριο θα σκαντζάρουμε με το «Ιέραξ», αν δεν προκύψει κάτι έκτακτο. Ελπίζω πως όχι. Περιμένω πως και πως την επιστροφή μας στο Ναύσταθμο και φυσικά να ξαναδώ γονείς και φίλους. Ταξιδεύουμε σχεδόν ένα μήνα. Όταν θα φτάσουμε εκεί, ίσως και να κοντεύουμε να τον συμπληρώσουμε.
Άπαρση το μεσημέρι από το λιμάνι της Κω, που μας άφησε μια τόσο ωραία ενθύμηση. Έχω αναλάβει τώρα στη βάρδια 8-12. Φάγαμε το βόδι και μας έχει μείνει μόνο η ουρά. Όλοι, σαν να παίρνουν δύναμη και κουράγιο, γνωρίζοντας ότι απομένουν λίγες ώρες μέχρι το τέλος της αποστολής. Πλέουμε αθρόα προς το σημείο της σκάντζας<!--[if !supportFootnotes]-->[4].
Β΄ ΞΙΦΙΑΣ
28 Ιουνίου 1981- Κυριακή
ΑΤ/ ΛΕΩΝ – ΕΝ ΠΛΩ
Χαράματα σκαντζάραμε τον «Αετό» κάπου στο βόρειο Αιγαίο. Αναλάβαμε και επίσημα τον Ξιφία. Ένα κοπάδι δελφινιών τρέχει, παίζοντας μπροστά από την πλώρη μας που σκίζει τα ήρεμα νερά.
Σήμερα πιάσαμε μια κουβέντα με τους συναδέλφους, σχετική με το παρελθόν του Λιονταριού. Κάποιοι λένε, πως το αρχικό του όνομα ήταν USS «ELDRIDGE», ήταν μεσαίο αντιτορπιλικό συνοδείας νηοπομπών τύπου BOSTWICK, ναυπηγημένο στην Αμερική το 1944. Είχε πάρει μέρος στις ναυμαχίες του Ειρηνικού, ίσως και στην Κορέα, και πως δόθηκε μεταπολεμικά στο ελληνικό πολεμικό ναυτικό, σαν στρατιωτική βοήθεια. Μου είπαν ακόμη, ότι ήταν το πλοίο που χρησιμοποιήθηκε στο γνωστό «Πείραμα της Φιλαδέλφειας», όπου εξαφάνισαν το πλοίο και το εμφάνισαν αλλού, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά με τηλε-μεταφορά. Το πείραμα είχε πετύχει εν μέρει, αλλά είχε σαν αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους ορισμένοι άνδρες του πληρώματος. Άλλοι τρελάθηκαν, και άλλοι έζησαν, όμως κανείς δεν τους πίστεψε, όταν το διηγήθηκαν. Οι Αμερικανοί για να το ξεφορτωθούν και για να χαθούν τα ίχνη του, το έδωσαν σε εμάς. Μου είπαν ότι υπάρχει και ένα σχετικό βιβλίο αμερικανού δημοσιογράφου, που αναφέρεται σε όλα αυτά με λεπτομέρειες και μαρτυρίες. Φαντασία κάποιων ή όχι, δεν γνωρίζω. Σύμφωνα, πάντως, με τα λεγόμενα ορισμένων, η ασυνήθιστα μεγάλη μαγνητικότητα, που παρουσιάζει συχνά στην πυξίδα του, αποτελεί απόδειξη, ότι όντως το ΛΕΩΝ, ήταν το πλοίο αυτό. Λένε, ότι ενώ άλλα πλοία κάνουν απομαγνητισμό της πυξίδας τους κάθε 2-3 χρόνια, εμείς κάνουμε σχεδόν κάθε χρόνο. Σκέφτομαι, πόσο βαρύ νιώθω κάποιες φορές το σώμα μου, ιδιαίτερα όταν σκαρφαλώνω στις κάθετες σκάλες. Είτε είναι αλήθεια, είτε είναι απλά ένας μύθος, το περιστατικό αυτό, έχει δημιουργήσει μια αύρα μυστηρίου γύρω από το Λιοντάρι, που το κάνει να είναι ξεχωριστό ανάμεσα στα πλοία του στόλου. Μάλιστα, είναι το τρίτο κατά σειρά πλοίο του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, που έχει το όνομα αυτό. Εμείς είμαστε το ΛΕΩΝ ΙΙΙ.
Βάρδια και ρομαντζάδα εν πλω, με ένα απίθανο ηλιοβασίλεμα καταμεσής στο πουθενά.
3 Ιουλίου 1981- Παρασκευή
ΑΤ/ ΛΕΩΝ –ΜΟΥΔΡΟΣ ΛΗΜΝΟΣ
Νωρίς το μεσημέρι μπήκαμε στο μεγάλο κόλπο της Λήμνου, όπου αυτή την φορά προσεγγίσαμε το λιμάνι και την πόλη του Μούδρου. Μείναμε «αρόδο»<!--[if !supportFootnotes]-->[5] λίγο πιο ανοικτά. Ωραίο χωριό, παραδοσιακό, με ένα τεράστιο βράχο-νησί στα αριστερά του. Μετά τη Μύρινα, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Λήμνου.
Δεν ήμουν εξόδου σήμερα και έμεινα στο καράβι. Η αριστερή τοιχαρχία βγήκε με ένα ψαροκάικο, όπως συνηθίζεται στα λιμάνια όπου μένουμε αγκυροβολημένοι. Πολύ ζέστη και η θάλασσα σχεδόν λάδι. Κάποιοι επωφελούνται για λίγη ηλιοθεραπεία στο κατάστρωμα.
Το απόγευμα, πριν τη δύση του ήλιου, συνέβη ένα περιστατικό με ένα καρχαρία. Κάποιος, που τον είδε πρώτος, άρχιζε να φωνάζει «Καρχαρίας, καρχαρίας!». Πήγαμε όλοι για να δούμε. Πράγματι, λίγες δεκάδες μέτρα μακριά από το πλοίο, ένα μαύρο πτερύγιο έσκιζε αργά την ήρεμη επιφάνεια της θάλασσας. Ανατριχιαστικό και επιβλητικό θέαμα, σου προκαλεί ασυναίσθητα ρίγος. Ο ναύτης εσχαρεύς Καλαθάς και δύο ναύτες από τους αρμενιστές<!--[if !supportFootnotes]-->[6], ο Πάγκαλος και ο Προκόπης, έτρεξαν, ο μεν για να φέρει ένα κομμάτι κρέας από τον καταψύκτη της ρεσπέτζας<!--[if !supportFootnotes]-->[7], οι δε για να φέρουν ένα χοντρό σκοινί μαζί με ένα γάντζο για να το δολώσουν. Εμείς οι υπόλοιποι κρεμασμένοι στα ρέλια<!--[if !supportFootnotes]-->[8], είχαμε φτιάξει μια θορυβώδη εξέδρα.
Στο μεταξύ, ο καρχαρίας ή το σκυλόψαρο, πλησίασε ακόμη περισσότερο στο καράβι, αργά και αδιάφορα. Έφτασε ακριβώς από κάτω μας, σύρριζα στη μπάντα<!--[if !supportFootnotes]-->[9] του πλοίου και με κατεύθυνση από πρύμνη σε πλώρη. Τότε, τον είδαμε πιο καθαρά. Ήταν γύρω στα 2,5 με 3 μέτρα, σκούρος και γιαλιστερός, σχεδόν μαύρος. Κολυμπούσε αργά και με χάρι, ήταν ένα κήτος άξιο κάθε σεβασμού και δέους. Γρήγορα φτιάχτηκε το δόλωμα με ένα μεγάλο κομμάτι κρέας και το ρίξαμε στη θάλασσα. Ταυτόχρονα περάσαμε το σχοινί δύο στροφές στο σιδερένιο βίντζι. Ο καρχαρίας πέρασε από δίπλα, αλλά δεν του έδωσε καμία σημασία. Φαίνεται πως αυτά που μας δίνουν να τρώμε εμείς, οι καρχαρίες απλώς τα περιφρονούν. Εκ των υστέρων, μου φάνηκε πολύ λογικό, αφού το μοσχάρι μπήκε στην κατάψυξη με σφραγίδα του 1958! Ούτε σταγόνα αίμα και οσμής. Αποξηραμένο τόσο πολύ από την ψύξη, που αν το πετάξεις ανοίγει κεφάλι και αν το μασήσεις χωρίζεται σε χοντρές ίνες, όπως του σχοινιού. Όχι! Ο καρχαρίας δεν ήταν τόσο σαβουροφάγος.
Αφού είδαμε ότι απέτυχε το εγχείρημα του δολώματος, ο ναύτης πυροβολητής Μόσχος, που είναι υπεύθυνος του φορητού οπλισμού και άλλοι 2-3 πυροβολητές, πήραμε με τη συγκατάθεση του ΑΦ<!--[if !supportFootnotes]-->[10] από ένα Μ1 ο καθένας και μία γεμιστήρα. Έπειτα ανεβήκαμε ψηλά στην κόντρα γέφυρα<!--[if !supportFootnotes]-->[11]. Μέχρι να γίνουν όλα αυτά, ο καρχαρίας είχε αρχίσει ήδη να απομακρύνεται αργά, όπως όταν είχε έρθει. Τον βλέπαμε ακόμη από ψηλά, αλλά τώρα υπό γωνία, αφού ήταν κιόλας καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, κόντρα στον ήλιο. Του ρίξαμε όλες τις γεμιστήρες μας, αλλά δεν πετύχαμε τίποτα, αφού η γωνία πρόσπτωσης μέσα στο νερό έκοβε την ορμή της σφαίρας, χώρια τη διάθλαση που ξεγελούσε το μάτι. Έτσι ο καρχαρίας την κοπάνησε και εμείς περάσαμε ένα περιπετειώδες 15λεπτο, που γέμισε την βαρεμάρα του ήσυχου απογεύματος.
Για δείπνο, το μοσχάρι που δεν έφαγε ο καρχαρίας, κοκκινιστό με σορτσάκι, δηλαδή μακαρόνι κοντό. Βάρδια 8-12 στο επίστεγο.
5 Ιουλίου 1981-Κυριακή
ΑΤ/ ΛΕΩΝ – ΜΥΤΙΛΗΝΗ
Η πρώτη εβδομάδα του Ξιφία είναι πλέον παρελθόν. Θα φύγουμε το βράδυ, οπότε θα βγουν όσοι έχουν εξόδου από νωρίς. Εγώ, βάρδια στην κλίμακα 8-12 πμ. Έχω κοιμηθεί ελάχιστα και νυστάζω, αλλά κάνω υπομονή μέχρι να σκαντζάρω. Λίγο πριν την αλλαγή, αναπάντεχα, πέρασε και η Κριστίν, που πήγαινε στην πλαζ για μπάνιο. Καθώς με είδε στην κλίμακα κοντοστάθηκε για να με χαιρετίσει. Κατέβηκα για ελάχιστα λεπτά για να πούμε δύο λόγια. Έπειτα, εκείνη συνέχισε για το μπάνιο της.
Απόγευμα, ξύπνησα από το μεσημεριανό ύπνο καταϊδρωμένος από την πολύ ζέστη. Η κουκέτα μου είναι η πιο πάνω στη σειρά της και κάτω ακριβώς από το κατάστρωμα του επίστεγου, που το κτυπάει ο ήλιος όλη την μέρα. Ξαπλώνω σχεδόν συρταρωτός και η πυρωμένη λαμαρίνα που βρίσκεται 50-60 πόντους πάνω από το κεφάλι μου, αντανακλά όλη την εξωτερική θερμότητα. Μια φυσούνα εξαερισμού βοηθάει κάπως, αλλά ο θόρυβος της είναι ένας αισθητός βόμβος αρκετά ενοχλητικός.
Ανέβηκα στο πηδάλιο<!--[if !supportFootnotes]-->[12], όπου βρίσκονταν οι άλλοι. Κυκλοφόρησε η φήμη, ότι από εκεί μπορείς να πάρεις μάτι στα δωμάτια του «Blue Sea», αφού το ύψος που έχει η γέφυρα την φέρνει στο ίδιο επίπεδο με τους πρώτους ορόφους. Με τη βοήθεια των κιαλιών μπαίνεις μέσα. Λένε κάποιοι, ότι από χθες, μια τύπισα που κατάλαβε ότι την έπαιρναν μάτι, πήρε διάφορες αποκαλυπτικές πόζες, δήθεν χωρίς να το ξέρει. Την είδαν λέει ο τάδε και ο τάδε, ήταν ξανθιά, πολύ ωραία γκόμενα. Αυτή, λοιπόν, πήρε τη μορφή θρύλου. Εμείς, οι υπόλοιποι, ούτε ξανθιά είδαμε, ούτε καν κάποια ωραία. Ούτε ακόμη, και όταν κάποιος προσποιούμενος ότι κάτι έβλεπε, του αρπάξαμε τα κιάλια για να δούμε και εμείς.
Με τη δύση του ηλίου, το Λιοντάρι έλυσε τους κάβους και άφησε πίσω του το λιμάνι της Μυτιλήνης. Κάλυψη πυροβόλων και συσκευών, αγγαρεία καθαριότητας στο υπόφραγμα<!--[if !supportFootnotes]-->[13], σκούπισμα και σφουγγάρισμα. Δύο ώρες ύπνο και μετά βάρδια 12-4 πμ.
6 Ιουλίου 1981-Δευτέρα
ΑΤ/ ΛΕΩΝ – ΕΝ ΠΛΩ
Χαράματα στη γέφυρα με ένα δροσερό αεράκι να φυσάει. Το πλοίο σκοτεινό κάτω από τα πόδια μου, δεν διακρίνεται μέσα στη μαύρη άβυσσο. Όλα σκοτεινά, εκτός από το μικρό φωτάκι στο τραπέζι των χαρτών, όπου έβγαζε το στίγμα της πορείας ο ΑΦ, ανθυποπλοίαρχος Γκίνης. Μόνο ο βόμβος των μηχανών ακουγόταν και ο ήχος του νερού που το έσχιζε η πλώρη. Ταξιδεύαμε σαν φάντασμα, με αναμμένα μόνο τα αναγκαία φανάρια.
Κατά τις 2 πμ, εντοπίσαμε ένα στόχο που κινείτο ύποπτα, με πορεία από τα ύδατα της Τουρκίας προς τα δικά μας. Βρισκόμαστε κάπου στα στενά της Χίου, ανάμεσα με την Μυτιλήνη. Είδα τα φώτα πορείας του και έδωσα αναφορά, αλλά είναι βέβαιο, πως το ραντάρ τον παρακολουθούσε από πολύ ώρα πριν. Πλησιάσαμε προς το μέρος του, πήγαινε πολύ αργά. Ξαφνικά, μόλις αντιλήφθηκε ότι δεν είμαστε κάποιο περαστικό πλοίο, έσβησε όλα τα φανάρια του και εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι. Μέσα στην αδύναμη αντανάκλαση των αστεριών, μόλις που διακρινόταν ένα μέρος του σκούρου όγκου του. Η αντίδραση αυτή μας κινητοποίησε, και αφού ειδοποιήθηκε ο Κυβερνήτης, δόθηκε εντολή στους ηλεκτρολόγους της βάρδιας, να προετοιμάσουν αμέσως για αφή τους μεγάλους προβολείς, που βρίσκονται δεξιά και αριστερά στην γέφυρα.
Ταυτόχρονα, επειδή το άγνωστο σκάφος είχε γυρίσει την πλώρη του και γύριζε πάλι προς τα πίσω, το Λιοντάρι επιχείρησε ελιγμούς, με απότομη κλίση 45ο, προκειμένου να στρίψει και να αποκόψει την πορεία του. Βέβαια, ένα πλοίο 100 περίπου μέτρων δεν στρίβει έτσι εύκολα και χρειάζεται εκατοντάδες μέτρα για να κάνει μια πλήρη στροφή 360ο. Έτσι, το άγνωστο σκάφος, κατά πολύ μικρότερο και ευκίνητο, κέρδισε κάποιο χρόνο από τις μανούβρες, αλλά μόνο για λίγο. Και αυτό, επειδή λίγα λεπτά αργότερα το προφτάσαμε και το πλησιάσαμε στα 30-40 μέτρα από δεξιά.
Στο εν τω μεταξύ, είχε δοθεί εντολή στον ναύτη Μόσχο και σε ορισμένους άλλους πυροβολητές, να πάρουν τα Μ1 και να ανέβουν στην γέφυρα καλυμμένοι και με το δάκτυλο στη σκανδάλη. Οι προβολείς, που ήθελαν κάνα πεντάλεπτο να ζεσταθούν, ήταν έτοιμοι να στείλουν με τα κάτοπτρα τους τη λάμψη χιλιάδων κηρίων σε μια μόνο ακτίνα.
Όλα ήταν έτοιμα και έτσι, καθώς πλησιάσαμε στο κατάλληλο σημείο, δόθηκε η διαταγή της αφής του δεξιού προβολέα. Μια φοβερή ακτίνα, που έκανε τη νύχτα μέρα, έσκασε πάνω στον άγνωστο στόχο. Ήταν ένα πολύ μεγάλο ξύλινο ψαροκάικο, με τούρκικη σημαία. Ήταν τόσο φορτωμένο, που το νερό έφτανε λίγο πιο κάτω από τα όκια<!--[if !supportFootnotes]-->[14] της κουβέρτας<!--[if !supportFootnotes]-->[15]. Για αυτό έπλεε εργά. Πάνω του είδαμε δύο τύπους ζαρωμένους και τυφλωμένους από το φως να κάθονται δίπλα σε αλιευτικά εξαρτήματα. Στη γέφυρα, πιθανό να υπήρχαν ακόμη ένας-δύο. Ήταν τούρκικο αλιευτικό και σίγουρα επρόκειτο για λαθρεμπορικό, που ετοίμαζε να ξεφορτώσει το όποιο φορτίο του σε κάποια ελληνική παραλία. Αυτές οι δουλειές γίνονται μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα και αυτό έδειξε και η ύποπτη συμπεριφορά του. Το ψαροκάικο συνέχιζε να πλέει και εμείς δίπλα του. Ο Κυβερνήτης έδωσε εντολή να απεμπλακούμε, χωρίς να επιχειρήσουμε νηοψία. Σβήσαμε τον προβολέα και γυρίσαμε στην πορεία μας. Αυτό ίσως έγινε, επειδή με όλα αυτά, το ψαροκάικο είχε καταφέρει να απομακρυνθεί πλέον από τα ελληνικά νερά. Ή ίσως απλά δεν άξιζε ο κόπος. Δεν βαριέσαι, απόψε ήταν άτυχοι. Αύριο, που δεν θα είμαστε εδώ, θα επιχειρήσουν ξανά.
Για ολόκληρη την υπόλοιπη ημέρα βρισκόμασταν εν πλω. Βάρδια και εργασίες σύμφωνα με το πρόγραμμα.
7 Ιουλίου 1981-Τρίτη
ΑΤ/ ΛΕΩΝ – ΧΙΟΣ
Παραβολή<!--[if !supportFootnotes]-->[16] σήμερα στο λιμάνι της Χίου. Είναι η πρώτη μου φορά σε αυτό το νησί και η εικόνα που μου αφήνει, είναι θετική. Έχει μεγάλο λιμάνι και η παραλία της θυμίζει αρκετά από την Μυτιλήνη. Η πόλη είναι αρκετά μεγάλη και με σύγχρονα πολυόροφα κτίρια, ενώ υπάρχουν και πολλά παραδοσιακά. Οι παλιοί αποκαλούν την Χίο «Σκωτία» και τους Χιώτες «Σκωτσέζους», για λόγους μάλλον οικονομικά προφανείς. Το νησί είναι εύπορο, έτσι κάποιοι πρόσθεσαν το στοιχείο της τσιγκουνιάς, ώστε να συνοδεύει σαν πιστή σύντροφος τον πλούτο. Η Χίος έχει πολλούς καπεταναίους και εφοπλιστές, ενώ ένα από τα πιο διάσημα προϊόντα της είναι η μαστίχα.
Βγήκα εξόδου στην πόλη και την περπάτησα γύρω από το κέντρο για να την γνωρίσω καλύτερα. Περιπλανήθηκα στα σοκάκια και στην αγορά που είχαν πολλή κίνηση. Εκεί, με σταμάτησε ένας κύριος κάποιας ηλικίας, που διάβασε πάνω στην κορδέλα του καπέλου το όνομα της υπηρεσίας μου. Το Α/Τ ΛΕΩΝ. Με χαμόγελο με πληροφόρησε, ότι είχε και αυτός υπηρετήσει την θητεία του στο Λιοντάρι. Χαμογέλασα και εγώ, κουνώντας το κεφάλι και τον χαιρέτησα. Πόσες γενιές έχουν περάσει αλήθεια από αυτό το πλοίο;
Αργότερα, κατευθύνθηκα σε μια μεγάλη πλατεία, κοντά σε ένα πάρκο, όπου βρίσκονταν κάποια ζαχαροπλαστεία και καφετέριες. Κάθισα μαζί με κάποιους συναδέλφους και παράγγειλα μαστίχα Χίου-υποβρύχιο, σήμα κατατεθέν του νησιού. Τα γλυκά της Χίου είναι πασίγνωστα, έτσι μπήκα στον πειρασμό να αγοράσω κάνα-δύο βαζάκια για το σπίτι. Τηλέφωνο στους δικούς μου και επιστροφή στο πλοίο.
8 Ιουλίου 1981-Τετάρτη
ΑΤ/ ΛΕΩΝ – ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟ ΣΑΜΟΥ
Ταξιδεύουμε πάλι από νωρίς το πρωί, με κατεύθυνση την Σάμο. Οι ακτές της Μ. Ασίας είναι στα αριστερά μας και της Σάμου στα δεξιά. Έχουμε εισέλθει στα στενά, ανάμεσα στις δύο στεριές και κατευθυνόμαστε νότια μέσα στο δίαυλο. Απέναντι μας είναι το Κουσάντασι, όπου υπάρχει τουρκική ναυτική βάση.
Παραλαμβάνω βάρδια στη γέφυρα. Ο καιρός είναι πολύ καλός. Καθώς ταξιδεύουμε σχετικά κοντά στις ακτές της Σάμου, ο δίαυλος μοιάζει να γίνεται ολοένα πιο στενός. Κάποια στιγμή, στα στενά της Μυκάλης, η απόσταση ανάμεσα στις δύο ακτές γίνεται μικρότερη από χιλιόμετρο. Η θάλασσα εδώ, μοιάζει περισσότερο με ένα πολύ φαρδύ ποτάμι. Κοίταξα με τα κιάλια τις τουρκικές ακτές. Αριστερά, σχεδόν στο μισό της θαλάσσιας απόστασης, υπάρχει ένα μικρό ξερονήσι, που έχει πάνω του ένα φυλάκιο και ένα φάρο. Είναι τούρκικο. Κοίταξα με τα κιάλια και είδα ολοκάθαρα να ανεμίζει στον ιστό η κόκκινη τουρκική σημαία. Παρατήρησα και μια φιγούρα, που μόλις είδε το πλοίο, ανέβηκε πάνω στην ταράτσα του φυλακίου. Μας παρακολουθούσε, καθώς περνούσαμε από το σημείο. Συνέχισα να παρατηρώ τον τούρκο στρατιώτη, αρκετά καθαρά, αλλά χωρίς λεπτομέρειες. Όμως αρκετά τόσο, ώστε να ξεκαθαρίσω, ότι έκανε άσεμνες χειρονομίες προς το μέρος μας. Ταυτόχρονα, άκουσα μακρινό ήχο κανονιού και είδα ψηλά στον ουρανό, ένα σύννεφο καπνού από την έκρηξη ενός βλήματος. Στην αρχή, δεν συνειδητοποίησα από που ερχόταν η βολή αυτή. Στη συνέχεια κατάλαβα, ότι ήταν χαιρετισμός του ελληνικού φυλακίου, στην απέναντι ακτή της Σάμου, προς εμάς. Φοβερή μετάθεση να είσαι σε ένα τέτοιο φυλάκιο, σε απόσταση αναπνοής από την Τουρκία. Άλλο τόσο είναι, να είσαι και σε ένα τέτοιο πλοίο. Λίγο μετά, ο δίαυλος άρχισε σταδιακά να πλαταίνει.
Γύρω στις 2 μμ, εμφανίστηκε στα δεξιά μας το Πυθαγόρειο. Πλησιάσαμε και αγκυροβολήσαμε 200 μέτρα έξω από το μικρό λιμάνι. Οι παραλίες κοντά στο Πυθαγόρειο είχαν αρκετό κόσμο. Διαδόθηκε, ότι θα γίνει γλέντι απόψε με αφορμή την επικείμενη μετάθεση του Κυβερνήτη Ανδριόπουλου και του Υπάρχου, που μετακινούνται από το Λιοντάρι, σε άλλη υπηρεσία και ίσως με ανώτερο βαθμό. Μετά την επιστροφή στον ναύσταθμο, θα μας έρθουν ο νέος Κυβερνήτης και ο νέος Ύπαρχος. Στον τελευταίο Ξιφία τους, λοιπόν, ήθελαν να προσφέρουν ένα αναμνηστικό γλέντι στο πλήρωμα. Για το σκοπό αυτό επιλέχθηκε το Πυθαγόρειο. Με αυτό τον τρόπο εξηγήθηκαν οι φήμες, που από την αρχή του Ξιφία είχαν διαδοθεί ανάμεσα στο πλήρωμα, όταν είχε ζητηθεί από όσους ναύτες ήξεραν να παίζουν κάποιο μουσικό όργανο, να τα φέρουν μαζί τους. Έτσι, ο ναύτης Δρόσος έφερε στο πλοίο μια ντραμς, ο ναύτης Βλασίδης μια ηλεκτρική κιθάρα και κάνα-δύο άλλοι μπουζούκι και άλλα όργανα. Μάλιστα, είχαν κάνει και μερικές πρόβες τις προηγούμενες ημέρες, στο λόντρυ<!--[if !supportFootnotes]-->[17].
Με εντολή του Κυβερνήτη, το πλήρωμα θα βγεί στο Πυθαγόρειο ανεξαρτήτως τοιχαρχίας. Στο πλοίο, θα παραμείνουν για φρουρά ελάχιστοι. Προετοιμασίες για εξόδου και άφιξη των ψαροκάικων, που θα μας μεταφέρουν έξω. Το απόγευμα πια, περπατώντας στο Πυθαγόρειο, άρχισα να θυμάμαι την πρώτη φορά που είχα έρθει εδώ, πριν από 5 χρόνια. Περπάτησα μέχρι τον ερειπωμένο πύργο στα δεξιά της παραλίας και κάθισα για ένα τσιγάρο. Θυμήθηκα ότι τότε είχαμε επισκεφτεί και το Ευπαλίνειο Όρυγμα, ένα επίτευγμα της αρχαίας μηχανικής. Όπως προδίδει και το όνομα της πόλης, εδώ είχε γεννηθεί ο μέγας φιλόσοφος Πυθαγόρας.
Αφού κάναμε μια μικρή περιήγηση στην πόλη με 2-3 συναδέλφους, πήγαμε στην ταβέρνα όπου είχε προγραμματιστεί να γίνει το γλέντι. Η ταβέρνα ήταν πάνω στην κεντρική παραλία και την είχαμε κλείσει ρεζερβέ για το σκοπό αυτό. Στον υπαίθριο χώρο μπροστά, είχαν τοποθετηθεί πολλά συνεχόμενα τραπέζια, σχηματίζοντας ένα μεγάλο Π.
Καθώς άρχιζε να νυχτώνει, όλο σχεδόν το πλήρωμα συγκεντρωθήκαμε στην ταβέρνα και άρχισαν να έρχονται τα κρασιά και τα φαγητά, όλα τα ελέη του θεού. Είμασταν μια μεγάλη παρέα 100 και πλέον ανθρώπων, που μοιραζόμασταν μια κοινή χαρά και ένα κοινό τραπέζι. Οι αξιωματικοί μαζί με τον Κυβερνήτη κάθονταν στην κεφαλή του Π, όμως σύντομα οι θέσεις και το πρωτόκολλο ξεπεράστηκαν, καθώς το κέφι άρχισε να ανεβαίνει. Οι μουσικοί μας, έπαιζαν διάφορα δημοφιλή και κατάλληλα για την περίσταση τραγούδια, από το λαϊκό και το δημοτικό ρεπερτόριο. Μόνο ο Δρόσος ήταν κάπως επαγγελματίας, οι υπόλοιποι της ορχήστρας το πάλευαν, αλλά εν τέλει, έβγαινε κάτι αξιοπρεπές. Μάσα και κρασί, άναψαν τα αίματα και ξεκίνησαν οι χοροί.
Όπως ήταν φυσικό, ο θόρυβος, η μουσική και το πλήθος των ένστολων, έκαναν την ταβέρνα επίκεντρο του ενδιαφέροντος σε όλη την παραλία. Σύντομα μαζεύτηκαν πλήθος ξένοι τουρίστες, ακόμη και στρατιώτες που είχαν βγει εξόδου από το γειτονικό στρατόπεδο. Μας κοιτούσαν, μέχρι που κάποια στιγμή μπήκαν και αυτοί στο χορό μαζί μας και γίναμε όλοι μαλλιά κουβάρια. Υπέροχες στιγμές που πέτυχαν το σκοπό τους, στο να γίνουν αξέχαστες αναμνήσεις. Όλοι είχαμε πιει αρκετά, ακόμη και οι αξιωματικοί είχαν φτιάξει κεφάλι, παρόλη την εγκράτεια που θα ήθελαν να δείξουν. Αργά τη νύχτα, επειδή οι στρατιώτες θα έπρεπε να φύγουν για να επιστρέψουν στο στρατόπεδο τους, αφήνοντας το γλέντι στη μέση, ο Κυβερνήτης μας τους λυπήθηκε και με δική του ευθύνη, ανέλαβε να τους δικαιολογήσει στον διοικητή τους. Έτσι έμειναν.
Μετά τα μεσάνυχτα, ο ταβερνιάρης ήρθε περίλυπος για να μας πει, ότι η μουσική θα έπρεπε να σταματήσει ή έστω να παίζει πιο χαμηλά, λόγω εντολής της αστυνομίας. Ο Κυβερνήτης ήταν ανένδοτος και ο ταβερνιάρης βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Τότε, ο Κυβερνήτης με φώναξε. Πήγα εκεί να δω τι με ήθελε και με μάτι που γιάλιζε από κέφι και καλή διάθεση, με διέταξε: «Ναύτη Γερολυμάτε, πήγαινε στο αστυνομικό τμήμα, συνέλαβε τον διοικητή και φέρε τον εδώ». Έμεινα με το στόμα ανοικτό, καθώς οι παριστάμενοι είχαν βάλει τα γέλια με το χιούμορ του. Πραγματικά, πήγα μέχρι το αστυνομικό τμήμα που ήταν λίγο μακρύτερα, μπήκα μέσα, όπως ήμουν ιδρωμένος από τον χορό, και τους είπα ότι ο Κυβερνήτης ήθελε τον διοικητή, χωρίς φυσικά να αναφερθώ στο αστείο. Ο αστυνόμος που ήταν εκεί, ήρθε μαζί μου στο γλέντι, όπου μίλησε με τον Κυβερνήτη. Παρόλα αυτά, δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το θέμα της μουσικής.
Το ζήτημα ήταν, να μην την πληρώσει ο ταβερνιάρης, Τότε, ο αντιπλοίαρχος Ανδριόπουλος ρώτησε τον αστυνόμο: «Αν μεταφέρουμε τα όργανα στην παραλία, υπάρχει πρόβλημα για την ταβέρνα;». «Όχι» απάντησε ο άλλος. «Ωραία! Λοιπόν, παιδιά, μεταφέρετε τα όργανα στην παραλία». Στην πραγματικότητα, δηλαδή, μεταφέρθηκαν τα όργανα 5-10 μέτρα πιο πέρα, έξω από τον χώρο της ταβέρνας. Έτσι, το γλέντι συνεχίστηκε απρόσκοπτα με τη μουσική στην ίδια ένταση, και ο ταβερνιάρης έμεινε ικανοποιημένος. Τι να έκανε ο αστυνόμος με τον Κυβερνήτη, που είχε ανώτερο βαθμό, έφυγε χωρίς να πει τίποτα.
Το γλέντι συνεχίστηκε μέχρι πολύ αργά. Γύρω στις 4 πμ, δόθηκε η εντολή να μεταφέρουμε το γλέντι στο καράβι. Επιβιβαστήκαμε όλοι οι παρόντες, μαζί με τα όργανα, τους τουρίστες και τους στρατιώτες, στα ψαροκάικα που μας έφεραν στο Λιοντάρι. Ακόμη και εγώ, ήμουν έκπληκτος με την εξέλιξη αυτή. Το γλέντι τώρα είχε στηθεί στο επίστεγο, όπου οι χοροί και το κρασί συνεχίστηκαν. Ήταν ευκαιρία για όσους δεν είχαν βγει, για να ξεδώσουν λιγάκι. Και να τα ζεμπέκικα, και να ο συρτός. Τελικά, λίγο πριν το ξημέρωμα, το γλέντι τελείωσε και οι μεθυσμένοι τουρίστες, αλλά και οι στρατιώτες, αποβιβάστηκαν από το πλοίο και έφυγαν με τα ψαροκάικα για το Πυθαγόρειο. Είμαι βέβαιος, ότι σε πολλούς θα μείνει αξέχαστη αυτή η βραδιά.
9 Ιουλίου 1981- Πέμπτη
ΑΤ/ ΛΕΩΝ – ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟ ΣΑΜΟΥ
Την υπόλοιπη ημέρα παραμείναμε «αρόδο». Ούτε αναφορές, ούτε επιθεωρήσεις, παύση εργασιών και ύπνος βαθύς με ροχαλητά από το χθεσινό ξενύχτι. Εκτός από τις βάρδιες, κανείς δεν κυκλοφορούσε στα καταστρώματα. Από το απόγευμα και μετά, αρχίσαμε να βγαίνουμε όλοι σαν τα σαλιγκάρια, συζητώντας σε παρεούλες τα όσα ωραία είχαν συμβεί. Οι αξιωματικοί του πολεμικού ναυτικού, και ειδικά οι συγκεκριμένοι, έχουν ανέβει πολύ στην εκτίμηση μου, λόγω του φιλελευθερισμού τους, αλλά και για τις καλές σχέσεις που διατηρούν με τους στρατεύσιμους. Καμία σχέση με τον στρατό ξηράς. Οι στρατιώτες είχαν να το λένε για τον Κυβερνήτη μας.
Βράδυ σχεδόν, βιράραμε<!--[if !supportFootnotes]-->[18] την άγκυρα και αποχαιρετήσαμε το Πυθαγόρειο, που μόλις άναβε τα φώτα του. Κατεύθυνση προς το νότο. Ένα αίσθημα νοσταλγίας, που έπνεε μαζί με το φρέσκο αεράκι, με συνεπήρε.
ΥΓ: Μετά από τόσα πολλά χρόνια, θα ήθελα να απευθύνω τον χαιρετισμό μου προς τον Κυβερνήτη μου, και τον Ύπαρχο μου, και να τους πω, ότι τους θυμάμαι πάντα με τις καλύτερες αναμνήσεις που ένας στρατεύσιμος μπορεί να έχει για τους διοικητές του!
Καλή τους ώρα και να είναι πάντα καλά!
<!--[if !supportFootnotes]-->
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου