Δευτέρα, 19 Νοεμβρίου 2012
Φως στις ελληνογερμανικές σχέσεις
Η δεκαετία του ’40, η σημερινή
κρίση, οι ηθικές εκκρεμότητες και η αναβίωση στερεοτύπων σε ένα επιστημονικό
συνέδριο
Του Ηλια Μαγκλινη
Ο Κρίστοφερ Σμινκ - Γκουστάβους είναι Γερμανός. Διδάσκει Ιστορία του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης. Οταν ήταν ακόμη νεαρός λέκτορας (φέτος έκλεισε τα εβδομήντα) πληροφορήθηκε ότι η Βέρμαχτ ήταν υπεύθυνη για την καταστροφή ηπειρώτικων χωριών. Τότε αποφάσισε να λειτουργήσει σαν ιστορικός: επισκέφθηκε την Ηπειρο, πήρε συνεντεύξεις από μάρτυρες και επιζώντες, ερεύνησε αρχεία, έγραψε βιβλία - φτάνοντας στο σημείο, ως καθηγητής Νομικής που είναι, ακόμα και να κινήσει νομικές διαδικασίες εναντίον των αυτουργών. Σήμερα τα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ισνάφι και ο ίδιος συμμετείχε στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε πριν από λίγες ημέρες (8, 9 και 10 Νοεμβρίου) στο Αμφιθέατρο Ιωάννης Δρακόπουλος, στα Προπύλαια, και στο Ινστιτούτο Γκαίτε, με τίτλο «Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος. Η δεκαετία του 1940 και η μακρά σκιά της».
Το συνέδριο διοργανώθηκε από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών προς τιμήν του γερμανικής καταγωγής πολιτογραφημένου Ελληνα ιστορικού Χάγκεν Φλάισερ, περιλαμβάνοντας και άλλους Γερμανούς ομιλητές (καθώς και έναν Ολλανδό).
Την ιστορία του Σμινκ - Γκουστάβους μάς διηγήθηκε ένας εκ της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου, ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αντώνης Λιάκος (οι άλλοι δύο ήταν οι Κατερίνα Γαρδίκα και Κώστας Ράπτης), ο οποίος τόνισε: «Υποκλίνομαι μπροστά σε αυτούς τους λίγους αλλά αφοσιωμένους Γερμανούς συναδέλφους, οι οποίοι αποδεικνύουν έμπρακτα ότι ιστοριογραφία δεν σημαίνει μόνον παροχή γνώσης αλλά ενέχει και ηθική δέσμευση».
Το συνέδριο κάλυψε άγνωστες πτυχές της γερμανικής κατοχής, ζητήματα δοσιλογισμού και μνήμης, τη γενοκτονία των Ελληνοεβραίων, τις εμφυλιακές συγκρούσεις, καθώς και τις ελληνογερμανικές σχέσεις «υπό τη διπλή σκιά της ιστορίας και της κρίσης», όπως αναγράφεται στο πρόγραμμα. Η πτυχή αυτή παρουσιάζει ειδικό βάρος, καθώς είναι ευρέως αποδεκτό ότι σήμερα βιώνουμε μια κρίση στις σχέσεις Ελλάδας και Γερμανίας με αφορμή το ελληνικό χρέος και με φόντο τη γερμανική κατοχή.
Τα κενά μπαλώθηκαν, οι πληγές όμως δεν έκλεισαν«Επισήμως δεν υπάρχει κρίση στις ελληνογερμανικές σχέσεις», λέει ο Δημήτρης Κουσουρής, ο οποίος διδάσκει σύγχρονη ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης (συμμετείχε στο συνέδριο με εισήγηση με θέμα τον δωσιλογισμό).
«Αυτό όμως που σαφώς συμβαίνει είναι μια αναβίωση στερεοτυπικών εικόνων. Οι Γερμανοί διολισθαίνουν στον λεγόμενο «βαλκανισμό» (οι τεμπέληδες, ψεύτες Ελληνες) και από την άλλη, οι Ελληνες αναμοχλεύουν μνήμες Κατοχής. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν ηθικές εκκρεμότητες: όσες επιστημονικές συζητήσεις κι αν κάνουμε εμείς, ζητήματα, όπως π.χ. οι γερμανικές επανορθώσεις, θα παραμένουν ένα ανοιχτό πολιτικό ζήτημα, ειδικά το κατοχικό δάνειο όπου η Ελλάδα μπορεί να θέσει διεκδικήσεις. Πάντως, αμφότερα τα στερεότυπα πατούν σε μια πραγματικότητα: ο Γερμανός ναζί πάνω στην ηγεμονική στάση και θέση της Γερμανίας στην Ε.Ε., όπως και η εικόνα του Ελληνα τεμπέλη πάνω στα άθλια δημοσιονομικά της Ελλάδας. Από κει και πέρα, γίνεται κατάχρηση αυτών των στερεοτύπων».
Οι νεκροί επέστρεψανΣύμφωνα με τον Μίλτο Πεχλιβάνο (καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών στο Freie Universitat του Βερολίνου - συμμετείχε στη συζήτηση περί των ελληνογερμανικών σχέσεων), «για να επανέρχονται σε μια τόσο κρίσιμη συγκυρία τέτοιου τύπου ζητήματα, σημαίνει ότι η ιστοριογραφική επεξεργασία δεν ήταν ολοκληρωμένη και ότι δεν πέρασε η γνώση των ειδικών σε αυτό που ονομάζουμε κοινή γνώμη».
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; «Μεταπολεμικά, η Ελλάδα και η τότε Δυτική Γερμανία βρέθηκαν σύμμαχοι στον Ψυχρό Πόλεμο, συνεπώς, δεν δόθηκε ο πολιτικός χρόνος να συζητηθούν οι ανοιχτές πληγές από την εποχή που ήταν εχθροί. Τα κενά μπαλώθηκαν από την πολύ καλή συμβίωση Ελλήνων - Γερμανών την εποχή της οικονομικής μετανάστευσης, από τη μαζική τουριστική παρουσία των Γερμανών και από την αλληλέγγυα στάση της Γερμανίας προς την Ελλάδα την περίοδο της δικτατορίας. Κατά τη Μεταπολίτευση, το ευρωπαϊκό πλαίσιο κατέστησε τα όποια διμερή προβλήματα ανενεργά. Οταν όμως το ίδιο το ευρωπαϊκό πλαίσιο γίνεται πρόβλημα, όπως σήμερα, οι νεκροί βρικολακιάζουν και επιστρέφουν».
Οπως και ο Δ. Κουσουρής, ο Μ. Πεχλιβάνος θίγει το ζήτημα των στερεοτύπων. «Το στερεότυπο είναι μία κατασκευή μέσω της οποίας αντιλαμβάνομαι τον άλλο. Τα τελευταία δυο-τρία χρόνια κυριάρχησε, στη μεν Γερμανία το στερεότυπο του μπατίρη Ελληνα και στην Ελλάδα του Γερμανού οικονομικού ναζί. Για να αποδομήσει κάποιος αυτά τα στερεότυπα, δεν θα πρέπει να συζητά αν υπάρχει αλήθεια και ψέμα σε αυτά, αλλά να δει για ποιο λόγο κυριάρχησαν τέτοιες εικόνες τα τελευταία τρία χρόνια».
Δυτικοί και ΑνατολικοίΟ Μ. Πεχλιβάνος επισημαίνει μία ακόμα παράμετρο: «Στη Γερμανία επικρέμαται, δεκαετίες τώρα, η δαμόκλειος σπάθη του ναζισμού. Οι Γερμανοί που ζούσαν στη δυτική πλευρά προσπάθησαν συστηματικά να επεξεργαστούν τη συλλογική ενοχή και αυτό ξεκίνησε με τη γενιά του '68. Μάλιστα, ότι η αντιμετώπιση του ένοχου παρελθόντος στην τότε Δυτική Γερμανία αποτελεί πρότυπο. Βεβαίως, αναπόφευκτο ήταν κάποτε να επέλθει μια κόπωση σε αυτή την επίπονη, μακροχρόνια διεργασία».
Η διαφοροποίηση Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας στο θέμα αυτό έχει τη σημασία της: «Η τότε Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας αντιμετώπισε εαυτήν ως κληρονόμο του αντιφασιστικού αγώνα. Εν μια νυκτί εξοστράκισε την ευθύνη προς δυσμάς και το σύνολο των Γερμανών που βρέθηκαν εντός του σταλινικού καθεστώτος αισθάνθηκαν αποκαθαρμένοι και ντε φάκτο αντιφασίστες. Φυσικά, μετά το 1989 αλλάζει όλο αυτό και ο νεοναζισμός που άνθησε στην ανατολική πλευρά έκτοτε αποτελεί συνάρτηση της ελλιπούς διαχείρισης των ανοιχτών λογαριασμών της Ανατολικής Γερμανίας με το παρελθόν».
Ο Αντ. Λιάκος σημειώνει ότι το ανθελληνικό πνεύμα στη Γερμανία προκάλεσε μεγάλη ανησυχία ακόμα και στην καγκελαρία. «Είναι κάτι που μου είπε ο δημοσιογράφος Παντελής Παντελούρης: φοβήθηκαν πως, αν σε αυτή τη φάση υπήρχε ένας χαρισματικός ακροδεξιός, θα έπαιρνε έως και 10%. Γενικά πάντως, αυτό που φάνηκε είναι ότι, εξαιτίας της κρίσης, όλη εκείνη η προσπάθεια που έγινε από ιστορικούς και πολιτικούς (π.χ. επίσκεψη Βαϊτσέκερ στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής) να δημιουργήσουν ένα είδος αναγνώρισης στη Γερμανία για τις ωμότητες που είχαν διαπραχθεί, κάμφθηκε».
Από την άλλη, για τον ιστορικό Χάγκεν Φλάισερ, η αναγνώριση αυτή στη Γερμανία πάντοτε βρισκόταν στο περιθώριο: «Αναλογιστείτε ότι στην πρώτη έκθεση για τα εγκλήματα της Βέρμαχτ δεν υπήρχαν αναφορές στην Ελλάδα, μόνο στο Ανατολικό Μέτωπο. Σήμερα, οι Γερμανοί λένε ότι οι Ελληνες τους κουνάνε το δάχτυλο για τον ναζισμό επειδή δεν έχουν να πληρώσουν. Μα οι Ελληνες πάντοτε φώναζαν για τα εγκλήματα των Γερμανών. Απλώς, δεν έβρισκαν ανταπόκριση».
«Ξεχάστε τον ενικό»Υπάρχει κάποιο διέξοδο και από αυτή την άτυπη κρίση; Ο Μ. Πεχλιβάνος δηλώνει ότι «το βασικό είναι να μην υπάρχει ενικός αριθμός: «Ελληνας», «Γερμανός», «ελληνική» και «γερμανική πλευρά», καθώς, όπως εδώ έτσι και στη Γερμανία, υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί πόλοι σε διαρκή αντιπαράθεση μεταξύ τους, σε επίπεδο πολιτικό, σε επίπεδο πολιτισμικής στάσης απέναντι στο παρελθόν και το παρόν».
Ο Μ. Πεχλιβάνος θεωρεί «εξαιρετική την πρωτοβουλία αδελφοποίησης πόλεων όπως αυτή καλλιεργείται από το Γενικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης: δήμοι ελληνικοί και γερμανικοί που ανταλλάσσουν τεχνογνωσία κ.λπ. Υστερα από τέτοιες επαφές, τα στερεότυπα αποδυναμώνονται. Καλό θα ήταν να δημιουργηθούν και προγράμματα υποτροφιών για νέους Ελληνες επιστήμονες. Περιαυτολογώντας, ο ρόλος των νεοελληνικών σπουδών στη Γερμανία έχει και έναν τέτοιο ρόλο διαμεσολάβησης. Γενικά, είναι αναγκαίες αυτού του τύπου οι πρωτοβουλίες».
Του Ηλια Μαγκλινη
Ο Κρίστοφερ Σμινκ - Γκουστάβους είναι Γερμανός. Διδάσκει Ιστορία του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης. Οταν ήταν ακόμη νεαρός λέκτορας (φέτος έκλεισε τα εβδομήντα) πληροφορήθηκε ότι η Βέρμαχτ ήταν υπεύθυνη για την καταστροφή ηπειρώτικων χωριών. Τότε αποφάσισε να λειτουργήσει σαν ιστορικός: επισκέφθηκε την Ηπειρο, πήρε συνεντεύξεις από μάρτυρες και επιζώντες, ερεύνησε αρχεία, έγραψε βιβλία - φτάνοντας στο σημείο, ως καθηγητής Νομικής που είναι, ακόμα και να κινήσει νομικές διαδικασίες εναντίον των αυτουργών. Σήμερα τα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ισνάφι και ο ίδιος συμμετείχε στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε πριν από λίγες ημέρες (8, 9 και 10 Νοεμβρίου) στο Αμφιθέατρο Ιωάννης Δρακόπουλος, στα Προπύλαια, και στο Ινστιτούτο Γκαίτε, με τίτλο «Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος. Η δεκαετία του 1940 και η μακρά σκιά της».
Το συνέδριο διοργανώθηκε από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών προς τιμήν του γερμανικής καταγωγής πολιτογραφημένου Ελληνα ιστορικού Χάγκεν Φλάισερ, περιλαμβάνοντας και άλλους Γερμανούς ομιλητές (καθώς και έναν Ολλανδό).
Την ιστορία του Σμινκ - Γκουστάβους μάς διηγήθηκε ένας εκ της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου, ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αντώνης Λιάκος (οι άλλοι δύο ήταν οι Κατερίνα Γαρδίκα και Κώστας Ράπτης), ο οποίος τόνισε: «Υποκλίνομαι μπροστά σε αυτούς τους λίγους αλλά αφοσιωμένους Γερμανούς συναδέλφους, οι οποίοι αποδεικνύουν έμπρακτα ότι ιστοριογραφία δεν σημαίνει μόνον παροχή γνώσης αλλά ενέχει και ηθική δέσμευση».
Το συνέδριο κάλυψε άγνωστες πτυχές της γερμανικής κατοχής, ζητήματα δοσιλογισμού και μνήμης, τη γενοκτονία των Ελληνοεβραίων, τις εμφυλιακές συγκρούσεις, καθώς και τις ελληνογερμανικές σχέσεις «υπό τη διπλή σκιά της ιστορίας και της κρίσης», όπως αναγράφεται στο πρόγραμμα. Η πτυχή αυτή παρουσιάζει ειδικό βάρος, καθώς είναι ευρέως αποδεκτό ότι σήμερα βιώνουμε μια κρίση στις σχέσεις Ελλάδας και Γερμανίας με αφορμή το ελληνικό χρέος και με φόντο τη γερμανική κατοχή.
Τα κενά μπαλώθηκαν, οι πληγές όμως δεν έκλεισαν«Επισήμως δεν υπάρχει κρίση στις ελληνογερμανικές σχέσεις», λέει ο Δημήτρης Κουσουρής, ο οποίος διδάσκει σύγχρονη ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης (συμμετείχε στο συνέδριο με εισήγηση με θέμα τον δωσιλογισμό).
«Αυτό όμως που σαφώς συμβαίνει είναι μια αναβίωση στερεοτυπικών εικόνων. Οι Γερμανοί διολισθαίνουν στον λεγόμενο «βαλκανισμό» (οι τεμπέληδες, ψεύτες Ελληνες) και από την άλλη, οι Ελληνες αναμοχλεύουν μνήμες Κατοχής. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν ηθικές εκκρεμότητες: όσες επιστημονικές συζητήσεις κι αν κάνουμε εμείς, ζητήματα, όπως π.χ. οι γερμανικές επανορθώσεις, θα παραμένουν ένα ανοιχτό πολιτικό ζήτημα, ειδικά το κατοχικό δάνειο όπου η Ελλάδα μπορεί να θέσει διεκδικήσεις. Πάντως, αμφότερα τα στερεότυπα πατούν σε μια πραγματικότητα: ο Γερμανός ναζί πάνω στην ηγεμονική στάση και θέση της Γερμανίας στην Ε.Ε., όπως και η εικόνα του Ελληνα τεμπέλη πάνω στα άθλια δημοσιονομικά της Ελλάδας. Από κει και πέρα, γίνεται κατάχρηση αυτών των στερεοτύπων».
Οι νεκροί επέστρεψανΣύμφωνα με τον Μίλτο Πεχλιβάνο (καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών στο Freie Universitat του Βερολίνου - συμμετείχε στη συζήτηση περί των ελληνογερμανικών σχέσεων), «για να επανέρχονται σε μια τόσο κρίσιμη συγκυρία τέτοιου τύπου ζητήματα, σημαίνει ότι η ιστοριογραφική επεξεργασία δεν ήταν ολοκληρωμένη και ότι δεν πέρασε η γνώση των ειδικών σε αυτό που ονομάζουμε κοινή γνώμη».
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; «Μεταπολεμικά, η Ελλάδα και η τότε Δυτική Γερμανία βρέθηκαν σύμμαχοι στον Ψυχρό Πόλεμο, συνεπώς, δεν δόθηκε ο πολιτικός χρόνος να συζητηθούν οι ανοιχτές πληγές από την εποχή που ήταν εχθροί. Τα κενά μπαλώθηκαν από την πολύ καλή συμβίωση Ελλήνων - Γερμανών την εποχή της οικονομικής μετανάστευσης, από τη μαζική τουριστική παρουσία των Γερμανών και από την αλληλέγγυα στάση της Γερμανίας προς την Ελλάδα την περίοδο της δικτατορίας. Κατά τη Μεταπολίτευση, το ευρωπαϊκό πλαίσιο κατέστησε τα όποια διμερή προβλήματα ανενεργά. Οταν όμως το ίδιο το ευρωπαϊκό πλαίσιο γίνεται πρόβλημα, όπως σήμερα, οι νεκροί βρικολακιάζουν και επιστρέφουν».
Οπως και ο Δ. Κουσουρής, ο Μ. Πεχλιβάνος θίγει το ζήτημα των στερεοτύπων. «Το στερεότυπο είναι μία κατασκευή μέσω της οποίας αντιλαμβάνομαι τον άλλο. Τα τελευταία δυο-τρία χρόνια κυριάρχησε, στη μεν Γερμανία το στερεότυπο του μπατίρη Ελληνα και στην Ελλάδα του Γερμανού οικονομικού ναζί. Για να αποδομήσει κάποιος αυτά τα στερεότυπα, δεν θα πρέπει να συζητά αν υπάρχει αλήθεια και ψέμα σε αυτά, αλλά να δει για ποιο λόγο κυριάρχησαν τέτοιες εικόνες τα τελευταία τρία χρόνια».
Δυτικοί και ΑνατολικοίΟ Μ. Πεχλιβάνος επισημαίνει μία ακόμα παράμετρο: «Στη Γερμανία επικρέμαται, δεκαετίες τώρα, η δαμόκλειος σπάθη του ναζισμού. Οι Γερμανοί που ζούσαν στη δυτική πλευρά προσπάθησαν συστηματικά να επεξεργαστούν τη συλλογική ενοχή και αυτό ξεκίνησε με τη γενιά του '68. Μάλιστα, ότι η αντιμετώπιση του ένοχου παρελθόντος στην τότε Δυτική Γερμανία αποτελεί πρότυπο. Βεβαίως, αναπόφευκτο ήταν κάποτε να επέλθει μια κόπωση σε αυτή την επίπονη, μακροχρόνια διεργασία».
Η διαφοροποίηση Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας στο θέμα αυτό έχει τη σημασία της: «Η τότε Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας αντιμετώπισε εαυτήν ως κληρονόμο του αντιφασιστικού αγώνα. Εν μια νυκτί εξοστράκισε την ευθύνη προς δυσμάς και το σύνολο των Γερμανών που βρέθηκαν εντός του σταλινικού καθεστώτος αισθάνθηκαν αποκαθαρμένοι και ντε φάκτο αντιφασίστες. Φυσικά, μετά το 1989 αλλάζει όλο αυτό και ο νεοναζισμός που άνθησε στην ανατολική πλευρά έκτοτε αποτελεί συνάρτηση της ελλιπούς διαχείρισης των ανοιχτών λογαριασμών της Ανατολικής Γερμανίας με το παρελθόν».
Ο Αντ. Λιάκος σημειώνει ότι το ανθελληνικό πνεύμα στη Γερμανία προκάλεσε μεγάλη ανησυχία ακόμα και στην καγκελαρία. «Είναι κάτι που μου είπε ο δημοσιογράφος Παντελής Παντελούρης: φοβήθηκαν πως, αν σε αυτή τη φάση υπήρχε ένας χαρισματικός ακροδεξιός, θα έπαιρνε έως και 10%. Γενικά πάντως, αυτό που φάνηκε είναι ότι, εξαιτίας της κρίσης, όλη εκείνη η προσπάθεια που έγινε από ιστορικούς και πολιτικούς (π.χ. επίσκεψη Βαϊτσέκερ στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής) να δημιουργήσουν ένα είδος αναγνώρισης στη Γερμανία για τις ωμότητες που είχαν διαπραχθεί, κάμφθηκε».
Από την άλλη, για τον ιστορικό Χάγκεν Φλάισερ, η αναγνώριση αυτή στη Γερμανία πάντοτε βρισκόταν στο περιθώριο: «Αναλογιστείτε ότι στην πρώτη έκθεση για τα εγκλήματα της Βέρμαχτ δεν υπήρχαν αναφορές στην Ελλάδα, μόνο στο Ανατολικό Μέτωπο. Σήμερα, οι Γερμανοί λένε ότι οι Ελληνες τους κουνάνε το δάχτυλο για τον ναζισμό επειδή δεν έχουν να πληρώσουν. Μα οι Ελληνες πάντοτε φώναζαν για τα εγκλήματα των Γερμανών. Απλώς, δεν έβρισκαν ανταπόκριση».
«Ξεχάστε τον ενικό»Υπάρχει κάποιο διέξοδο και από αυτή την άτυπη κρίση; Ο Μ. Πεχλιβάνος δηλώνει ότι «το βασικό είναι να μην υπάρχει ενικός αριθμός: «Ελληνας», «Γερμανός», «ελληνική» και «γερμανική πλευρά», καθώς, όπως εδώ έτσι και στη Γερμανία, υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί πόλοι σε διαρκή αντιπαράθεση μεταξύ τους, σε επίπεδο πολιτικό, σε επίπεδο πολιτισμικής στάσης απέναντι στο παρελθόν και το παρόν».
Ο Μ. Πεχλιβάνος θεωρεί «εξαιρετική την πρωτοβουλία αδελφοποίησης πόλεων όπως αυτή καλλιεργείται από το Γενικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης: δήμοι ελληνικοί και γερμανικοί που ανταλλάσσουν τεχνογνωσία κ.λπ. Υστερα από τέτοιες επαφές, τα στερεότυπα αποδυναμώνονται. Καλό θα ήταν να δημιουργηθούν και προγράμματα υποτροφιών για νέους Ελληνες επιστήμονες. Περιαυτολογώντας, ο ρόλος των νεοελληνικών σπουδών στη Γερμανία έχει και έναν τέτοιο ρόλο διαμεσολάβησης. Γενικά, είναι αναγκαίες αυτού του τύπου οι πρωτοβουλίες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου