Ετικέτες

Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Άλωση της Κωνσταντινούπολης

Άλωση της Κωνσταντινούπολης

Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στο Μαΐου 29, 2012
Γράφει η Σοφία Τ.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιορκίας της βυζαντινής πρωτεύουσας, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, από τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’. Η πολιορκία διήρκεσε από τις 06/04 ως την Τρίτη 29/05/1453(Ιουλιανό ημερολόγιο). Όταν τελικά η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε, η υπερχιλιετής Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει. Το Βυζάντιο ήταν ήδη εξασθενημένο και διαιρεμένο τους τελευταίους 2 αιώνες, σκιά της παλιάς Αυτοκρατορίας. Η Άλωση του 1204 από τους Σταυροφόρους και, μετά την επανάκτησή της(1261), οι πολιτικές και θρησκευτικές έριδες, η αδυναμία βοήθειας από την Δ, η άσχημη οικονομική κατάσταση και η φυγή ανθρώπινου δυναμικού, οδήγησαν στη σταδιακή εξασθένηση και συρρίκνωση. Η κατάληψη της Καλλίπολης(1354) από τους Οθωμανούς, η οποία έφερε ορδές φανατικών μουσουλμάνων πολεμιστών στην Ευρώπη, σταδιακά κύκλωσε εδαφικά το Βυζάντιο, το οποίο έγινε(1373) φόρου υποτελής στον Οθωμανό σουλτάνο. Έτσι, η Άλωση ήλθε ως φυσικό αποτέλεσμα και της αδιάκοπης επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι συγκρούσεις ήταν άνισες υπέρ των Τούρκων, σε σημείο που να μνημονεύεται από τις πηγές το τετελεσμένο της έκβασης της πολιορκίας. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στον ηρωισμό των πολιορκημένων και ιδιαίτερα του Αυτοκράτορα. Το γεγονός της πτώσης της «θεοφυλάκτου Πόλεως», άφησε βαθιά ίχνη στις πηγές της εποχής. Απόρροια της Άλωσης ήταν η συνέχιση της εδαφικής προώθησης των Τούρκων. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειό της, απειλώντας την Βιέννη(τέλη 17ου αι.). Πολλές φορές η Άλωση της Κωνσταντινούπολης χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς ως γεγονός που σηματοδοτεί το τέλους του Μεσαίωνα και την έναρξη της Αναγέννησης. Πολλοί συμφωνούν στο ότι η μαζική μετακίνηση πολλών Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη στην Ιταλία λόγω της Άλωσης έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του περιεχομένου και της φιλοσοφίας που ακολούθησαν τα πρόσωπα της Αναγέννησης.
 ΠΗΓΕΣ Οι πηγές που περιγράφουν αναλυτικά τις τελευταίες στιγμές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας προέρχονται από επιφανείς ιστορικούς της εποχής και είναι καταγεγραμμένες σε διάφορες γλώσσες: ελληνικά, λατινικά, ιταλικά, σλάβικα, τούρκικα. Οι 4 κυριότερες ελληνικές πηγές ποικίλουν ιδιαίτερα ως προς την εκτίμηση των γεγονότων. Ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας, επιφανής ιστορικός, αξιωματούχος και διπλωμάτης Γεώργιος Σφραντζής, που έλαβε και μέρος στην πολιορκία και ήταν στενός φίλος του Αυτοκράτορα, περιέγραφε τις τελευταίες ημέρες του Βυζαντίου με σκοπό την αποκατάσταση της τιμής του ηττημένου Κωνσταντίνου ΙΑ’, της ταπεινωμένης του χώρας και της προσβεβλημένης ορθόδοξης πίστης. Ο Μιχαήλ Κριτόβουλος, που είχε προσχωρήσει στο στρατόπεδο των Τούρκων, περιγράφει τα γεγονότα από το πρίσμα ενός υπηκόου της νέας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν και ποτέ δεν επιτίθεται κατά των Ελλήνων. Ο Δούκας, υποστηρικτής της ένωσης των εκκλησιών, τονίζει την ανάγκη συνεργασίας του Βυζαντίου με τις Δ δυνάμεις της εποχής. Μνημονεύει ιδιαίτερα τον Γενουάτη Ιωάννη Ιουστινιάνη, ο οποίος θα συνεισφέρει στην άμυνα της πόλης για κάποιο διάστημα. Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης επιλέγει ως κύριο θέμα της ιστορίας του την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τονίζοντας την ραγδαία επέκτασή της. Το έργο του Χαλκοκονδύλη όμως είναι γενικού χαρακτήρα και δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων. Από τις Λατινικές πηγές ξεχωρίζει από τον καρδινάλιο Ισίδωρο η «Έκκληση προς όλους τους πιστούς του Χριστού»(Ad universos Christifideles de expugnatione Constantinopolis), ο οποίος μόλις που διέφυγε την αιχμαλωσία από τους Τούρκους. Ο Λεονάρδος ο Χίος, Λατίνος αρχιεπίσκοπος Λέσβου, έστειλε μια έκθεση προς τον Πάπα, που παρουσιάζει τα γεγονότα της Άλωσης ως θεία τιμωρία των Βυζαντινών λόγω της απομάκρυνσής τους από την Καθολική πίστη. Από τις σημαντικότερες πηγές: το «Ημερολόγιο της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως», του Βενετού Niccolò Barbaro, που περιγράφει μέρα προς μέρα τις συγκρούσεις. Αξιόλογα έργα έχει να παρουσιάσει και η ρωσική γραμματεία. Υπάρχουν και τουρκικές πηγές που παρουσιάζουν τα γεγονότα από το πρίσμα του θριαμβεύβοντος και νικηφόρου Ισλάμ και του εκπροσώπου του, Μωάμεθ Β’. Οι τουρκικές πηγές είναι εμπλουτισμένες και από θρύλους, σχετικούς με την Κωνσταντινούπολη και τον Βόσπορο. ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ Κατά τα 1.100 χρόνια ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη είχε πολιορκηθεί αρκετές φορές αλλά μόνο μία φορά είχε πέσει στα χέρια των εχθρών(1204, Δ’ Σταυροφορία). Στην πόλη εγκαθιδρύθηκε(1204) ένα αδύναμο Λατινικό βασίλειο και οι υπόλοιπες περιοχές της Αυτοκρατορίας είχαν διασπαστεί σε επί μέρους βασίλεια. Ένα από αυτά, η ελληνική Αυτοκρατορία της Νίκαιας κατάφερε να επικρατήσει στην περιοχή και να ανακτήσει την Πόλη(1261). Τους επόμενους 2 αιώνες, η εξασθενημένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεχόταν συνεχείς επιθέσεις από Λατίνους, Σέρβους, Βουλγάρους και ιδιαίτερα από Οθωμανούς Τούρκους. Στην Αυτοκρατορία ανήκαν(1453) εκτός από την ίδια την Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, το μεγαλύτερο τμήμα της Πελοποννήσου, με επίκεντρο τον Μυστρά. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, ελληνικό κράτος που δημιουργήθηκε(1204) στην άκρη της Μικράς Ασίας και κατάφερε να επιβιώσει όλο αυτό το διάστημα, αποτελούσε εντελώς ξεχωριστή από το Βυζάντιο πολιτική οντότητα. Το οθωμανικό κράτος ήταν αρχικά ένα από τα πολλά μικρά κρατίδια που προέκυψαν στη Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια και μετά την κατάρρευση του κράτους των Σελτζούκων Τούρκων, στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα. Το όνομά του προέρχεται από τον Οσμάν (ή Οθμάν), ιδρυτή της δυναστείας των Οσμανλιδών, ή Οθωμανών. Οι Οθωμανοί Τούρκοι άρχισαν σταδιακά να απορροφούν τα άλλα κρατίδια και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μεχμέτ Β’ Φατίχ(1451-81) υποσκέλισαν όλες τις τοπικές τουρκικές δυναστείες. Η πρώιμη οθωμανική επέκταση υπό τους Οσμάν Α’, Ορχάν, Μουράτ Α’ και Βαγιαζήτ Α΄ έγινε εις βάρος Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Βουλγαρίας και Σερβίας. Η Προύσα (σημ. Bursa) έπεσε το 1326 και η Αδριανούπολη(σημ. Edirne) το 1361, γενόμενες πρωτεύουσες της αυτοκρατορίας. Οι μεγάλες οθωμανικές νίκες Κοσσυφοπεδίου(1389) και Νικόπολης(1396) έθεσαν τμήματα της βαλκανικής χερσονήσου υπό οθωμανικό έλεγχο και αφύπνισαν την Ευρώπη για τον εξ Ανατολών κίνδυνο. Ο Βαγιαζήτ Α’ ξεκίνησε(1394) μακροχρόνια πολιορκία στην Κωνσταντινούπολη, η οποία, με μικρά διαλείμματα, διήρκεσε ως το 1401, έτος που ο στρατός του Τουρκομογγόλου κατακτητή Ταμερλάνου εμφανίστηκε στα Α σύνορα του οθωμανικού κράτους. Ο οθωμανικός στρατός συνετρίβη(1402) από τον Ταμερλάνο και ο Βαγιαζήτ αιχμαλωτίστηκε και πέθανε στη φυλακή. Η συντριπτική ήττα των Οθωμανών ανέκοψε για κάποιο διάστημα τη γρήγορη άνοδο και επέκταση της οθωμανικής επικράτειας. Οικονομικά, κοινωνικά και στρατιωτικά η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ένα μεσαιωνικό κράτος, που παρέμεινε, όπως και η Βυζαντινή, ανεπηρέαστο από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Η οργάνωση του κράτους βασιζόταν στην περίοδο ακμής της στο τιμαριακό σύστημα. Εκτός από τον κύριο κορμό της αυτοκρατορίας, υπήρχαν και υποτελή στον Σουλτάνο κράτη, τα οποία διατηρούσαν το δικό τους σύστημα διοίκησης. ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΗΓΕΤΕΣ ΜΩΑΜΕΘ Β’ Στο οθωμανικό στρατόπεδο, ο Μωάμεθ Β’, 21 μόλις ετών(1453), χαρακτήρας, όπως υποστηρίζει ο βυζαντινολόγος Vasiliev, ιδιαίτερα σκληροτράχηλος, φιλοπόλεμος, υπέκυπτε σε κατώτερα πάθη, ταυτόχρονα όμως έδειχνε ενδιαφέρον για την επιστήμη και τη μόρφωση. Κατείχε και τα χαρίσματα του στρατηγού, του πολιτικού και του οργανωτή. Ο Γ. Σφραντζής αναφέρει ότι ασχολούταν με ζήλο με τις επιστήμες, κυρίως αστρολογία, διάβαζε παραμύθια και μιλούσε τουρκικά και άλλες 5 γλώσσες. Οι μουσουλμανικές πηγές εξυμνούν την ευσέβειά του και την προστασία που παρείχε στους ομόθρησκούς του λογίους. Η επιθυμία να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη είχε γίνει έμμονη ιδέα: έμενε άυπνος νύχτες, χαράσσοντας στο χαρτί το σχέδιο της πόλης και σημειώνοντας τα σημεία που μπορούσαν να προσβληθούν ευκολότερα. Αφού αποφάσισε να δώσει το τελικό χτύπημα στην Πόλη, ο Μωάμεθ άρχισε να εργάζεται με εξαιρετική προσοχή. Πρώτα έκτισε, Β της Πόλης, στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου, στο πιο στενό σημείο του, ένα ισχυρό φρούριο, το Rumeli Hisar(Bogazkesen, «λαιμοκόφτης»). Τα κανόνια που τοποθετήθηκαν εκεί ήταν ό,τι πιο προηγμένο είχε να επιδείξει η πολεμική τεχνολογία. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε ιδιαίτερη ανησυχία στους Βυζαντινούς, που πίστεψαν πια ότι πλησιάζει το τέλος. Το οχυρωματικό αυτό έργο απέκοπτε, σε συνδυασμό με το προϋπάρχον οχυρό στην απέναντι ασιατική ακτή(Anadolu Hisarı), την θαλάσσια επικοινωνία της Κωνσταντινούπολης με τα λιμάνια του Εύξεινου πόντου, στερώντας έτσι πολύτιμες ενισχύσεις και εφόδια για την πόλη. Αμέσως μετά, ο Μωάμεθ Β’ έστειλε τον Τουραχάν μπέη να εισβάλει στις βυζαντινές περιοχές της Πελοποννήσου, για να εμποδίσει την αποστολή ενισχύσεων από τους αδελφούς του Κωνσταντίνου, οι οποίοι διοικούσαν το Δεσποτάτο του Μυστρά. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΑ’ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ Η περιοχή που αναγνώριζε την εξουσία του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα, περιοριζόταν στην Κωνσταντινούπολη, με τις πλησιέστερες προς αυτήν εκτάσεις της Θράκης και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου(Μορέως), η οποία βρίσκονταν μακριά από την Βασιλεύουσα και κάτω από την ουσιαστική κυριαρχία των αδελφών του Αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ κατέβαλε γενναιόδωρες προσπάθειες να περισώσει από την Αυτοκρατορία ό,τι ήταν δυνατό. Ο ίδιος ως χαρακτήρας διακρινόταν για την ενεργητικότητα και την ανδρεία του. Ένας Ιταλός ανθρωπιστής, ο Francesco Filelfo, τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο «με ευσεβές και ανώτερο πνεύμα». Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο βυζαντινός Αυτοκράτορας κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια σε αυτόν τον άνισο αγώνα, μετέφερε στην Πόλη όλες τις ποσότητες σιτηρών που ήταν δυνατόν να συγκεντρωθούν και επισκεύασε τα τείχη της πόλης. Η είσοδος του Κεράτιου κόλπου κλείσθηκε με βαριά αλυσίδα, όπως κάθε φορά σε επικείμενες καταστάσεις πολιορκίας για να αποτραπεί η διείσδυση του εχθρικού στόλου. Η φρουρά της πόλης όμως μόλις έφθανε τις λίγες χιλιάδες. Ο Αυτοκράτορας στράφηκε για βοήθεια και προς τα κράτη της Δ. Σοβαρές στρατιωτικές ενισχύσεις δεν κατέφθασαν ποτέ στην Πόλη. Αντί για στρατιωτική βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη έφθασε ένας καρδινάλιος, ελληνικής καταγωγής, ο Ισίδωρος, που είχε λάβει παλαιότερα μέρος στην Σύνοδο της Φλωρεντίας. Τέλεσε και μια λειτουργία στην Αγία Σοφία, κάτι που προκάλεσε μεγάλη αναταραχή μεταξύ του πληθυσμού της Πόλης. Ένας από τους πιο σημαντικούς βυζαντινούς στρατηγούς του Αυτοκράτορα, ο Λουκάς Νοταράς, είπε: «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν». ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ ΟΘΩΜΑΝΟΙ Ίσως θεωρείται βέβαιο από τις πηγές ότι ο στρατός του Μωάμεθ Β’ ήταν τουλάχιστον 150.000 άντρες. Σύμφωνα με νεότερους ιστορικούς τα τακτικά στρατεύματα έφταναν τους 80-100.000 στρατιώτες, από τις ευρωπαϊκές και ασιατικές επαρχίες. Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονταν το επίλεκτο σώμα 12.000 γενιτσάρων και αρκετοί χριστιανοί υποτελείς των Οθωμανών. Το στράτευμα συνίστατο σε πεζικό, ιππικό, πυροβολικό. Υπήρχαν ελαφρά σώματα από τοξότες, σφενδονιστές και ακοντιστές. Όλοι οι πολεμιστές ήταν πολύ καλά εξοπλισμένοι με κάθε είδους όπλο, αμυντικό ή επιθετικό και έφεραν ασπίδες, επενδυμένες με σίδερο, κράνη, τόξα και βέλη, ξίφη και οτιδήποτε κατάλληλο για τειχομαχία. Ο στρατός ήταν άριστα εκπαιδευμένος και οργανωμένος και επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός. Ο οθωμανικός στρατός φαινόταν πολύ μεγαλύτερος γιατί τον ακολουθούσε μεγάλος αριθμός από επικουρικό προσωπικό. Είχαν συγκεντρωθεί ατελείωτα πλήθη Τούρκων άτακτων, που τους προσέλκυσε η προοπτική της λεηλασίας. Πολυάριθμοι φανατικοί μουσουλμάνοι μοναχοί(δερβίσηδες) και ιερωμένοι κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους στρατιώτες και με κηρύγματα τόνωναν την πολεμική ορμή τους. Ο Μωάμεθ γνώριζε ότι χωρίς να μπορέσει πρώτα να ελέγξει την θαλάσσια περιοχή της πόλης πολύ δύσκολα θα κατάφερνε την Άλωσή της μόνο από την ξηρά. Γι’ αυτό αποφάσισε να δημιουργήσει ένα ισχυρό στόλο από 6 τριήρεις(αντί για 3 παράλληλες σειρές κωπήλατων που είχαν οι αρχαίες, είχαν 1-3 κωπηλάτες), 10 διήρεις, περίπου 15 γαλέρες, περίπου 70 φούστες, 20 παραντάρια και έναν άγνωστο αριθμό καΐκια και κότερα. Το μέγεθός του έφτανε τις 150 μονάδες. Ο σουλτάνος προσωπικά επέλεξε τους αξιωματικούς που θα τον στελέχωναν. Ως διοικητή του επέλεξε έναν Βούλγαρο εξωμότη, τον Σουλεϊμάν Baltoghlu. Ο Σουλτάνος έδωσε την μεγαλύτερη προσοχή στην κατασκευή πυροβόλων που θα μπορούσαν να καταστρέψουν τα ισχυρά τείχη που προστάτευαν την Κωνσταντινούπολη. Ο Μωάμεθ Β’ υπήρξε ο 1ος στρατιωτικός ηγέτης που είχε στην διάθεσή του πραγματικά οργανωμένο πυροβολικό. Ο άνθρωπος που το αναβάθμισε και το έκανε το καλύτερο της εποχής του ήταν ένας επιδέξιος τεχνίτης, ο Ουρβανός-ουγγρικής ή σαξονικής καταγωγής-. Το μεγαλύτερο πυροβόλο που έφτιαξε ο Ουρβανός είχε μήκος 8 m και εκτόξευε πέτρινα βλήματα βάρους περίπου 400 kg. Συνολικά το οθωμανικό πυροβολικό είχε 70 πυροβόλα από τα οποία τα 11 εκτόξευαν βλήματα 250 κιλών και + 50 χρησιμοποιούσαν βλήματα 100 κιλών. Με αυτά ο Μωάμεθ σχημάτισε 14 πυροβολαρχίες, 9 από τις οποίες περιλάμβαναν μικρότερου διαμετρήματος πυροβόλα και 5 που περιλάμβαναν τα μεγαλύτερα πυροβόλα. Ο ιστορικός Κριτόβουλος αναφέρει ότι οι υπόνομοι και οι υπόγειοι διάδρομοι που άνοιγαν οι Τούρκοι κάτω από τα τείχη αποδείχθηκαν εντελώς περιττοί καθώς τα κανόνια έδωσαν λύση στο θέμα. Μέχρι τα τέλη του 19ου αι. ήταν ορατά σε πολλά σημεία της πόλης τα τεράστια βλήματα που βρίσκονταν στην ίδια θέση που είχαν πέσει το 1453. ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ Σχετικά με το στρατό των αμυνόμενων, εγκυρότερη θεωρείται η αναφορά του Σφραντζή, ο οποίος ανέλαβε την καταμέτρηση των δυνάμεων κατ’ εντολή του Αυτοκράτορα. Αναφέρει 4.937 Βυζαντινούς και περίπου 2000 ξένους. Από τους ξένους ξεχώριζαν οι 700 κατάφρακτοι στρατιώτες που έφθασαν στην βυζαντινή πρωτεύουσα τον Ιανουάριο του 1453 με 2 γενουατικά πλοία. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος απένειμε στον αρχηγό τους Giovanni Giustiniani, έμπειρο πολεμιστή, τον τίτλο του πρωτοστάτορος(αρχιστρατήγου) και του ανέθεσε την άμυνα της Πόλης. Ο συνολικός αριθμός δεν υπερέβαινε τους 8.500. Οι Βυζαντινοί διέθεταν και πυροβολικό, μικρότερο σε σχέση με το οθωμανικό. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως στις πρώτες μέρες τις πολιορκίας και μετά σίγησε λόγω της ελάχιστης ποσότητας πυρίτιδας και βλημάτων και της διαφωνίας στον τρόπο χρήσης τους. Στην αρχή τις πολιορκίας υπήρχαν στον Κεράτιο κόλπο 26 πλοία πολεμικά. 10 ανήκαν στο Βυζάντιο, 5 βενετικά, 5 γενοβέζικα, 3 κρητικά, 1 από την Αγκώνα, 1 από την Καταλονία και 1 από την Προβηγκία. Υπήρχαν μικρότερα σκάφη και εμπορικά πλοία των Γενοβέζων ελλιμενισμένα στο Πέραν. ΤΕΙΧΗ ΠΟΛΗΣ Η μορφή της περιτειχισμένης Κωνσταντινούπολης ήταν τριγωνική. Βάση του τριγώνου ήταν τα χερσαία τείχη. Οι πλευρές του-ακτογραμμή Πόλης-, σχηματιζόταν από τα θαλάσσια τείχη. Τα χερσαία(ή Θεοδοσιανά) τείχη, με μήκος 5.570 m περίπου, εκτεινόταν από την αποβάθρα των Πηγών στην ακτή της Προποντίδας ως τη συνοικία των Βλαχερνών. Σ’ όλο τους το μήκος ήταν διπλά. Εκείνο που έβλεπε προς την πόλη έφερε την ονομασία Έσω Τείχος και εκείνο που έβλεπε προς την πεδιάδα Έξω Τείχος. Η κύρια γραμμή άμυνας των Βυζαντινών ήταν το Έσω τείχος, με ύψος 12 και πλάτος 5 m. Περιλάμβανε 96 πύργους ύψους 18-20 m ο καθένας. Οι πύργοι αυτοί απείχαν μεταξύ τους 55 m περίπου. Το Έξω Τείχος είχε 8,5 m ύψος και 2 πλάτος και είχε 96 πύργους, ύψους 10 m περίπου και τοποθετημένοι έτσι ώστε να βρίσκονται στο κέντρο του κενού που άφηναν ανάμεσά τους οι εσώπυργοι. Τα τείχη απείχαν μεταξύ τους 15-20 m. Ο χώρος που υπήρχε μεταξύ τους ονομαζόταν από τους βυζαντινούς «Περίβολος». Σε όλο το μήκος του Έξω Τείχους και σε απόσταση 15-17 m περίπου από αυτό υπήρχε τάφρος με πλάτος 19-21 m και το βάθος της περίπου 10 m. Τα χερσαία τείχη είχαν 10 πύλες. Η πρόσβαση στην Πόλη από θαλάσσης παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες χάρη σε ένα ισχυρό θαλάσσιο ρεύμα στον Βόσπορο, τους Β ανέμους και μια σειρά ξέρες και ύφαλους στην Προποντίδα. Έτσι, για την προστασία των ακτών αρκούσε μόνο μια σειρά τειχών. Το παραθαλάσσιο τείχος του Κερατίου κόλπου εκτείνονταν από την συνοικία των Βλαχερνών μέχρι την παλαιά Ακρόπολη και είχε ύψος 10 m περίπου, 17 πύλες, 110 πύργους και μήκος 5.600 m. Στην εξωτερική πλευρά του υπήρχε μια στενή λωρίδα γης. Το τείχος της Προποντίδας, που ξεκινούσε από την Ακρόπολη και έφτανε ως την αποβάθρα των Πηγών, είχε ύψος 12-15 m, διέθετε 188 πύργους, περίπου 13 πύλες και είχε μήκος 8.900 m. Σχεδόν σ’ όλο το μήκος το τείχος της Προποντίδας ήταν δίπλα στη θάλασσα, επομένως η αποβίβαση εχθρικών δυνάμεων ήταν αδύνατη και το έργο της άμυνας καθίστατο πιο εύκολο. ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ Τα πρώτα οθωμανικά αποσπάσματα έκαναν την εμφάνιση τους στις 02/04. Ολόκληρο το στράτευμα έφτασε σταδιακά έξω από τα τείχη της πόλης ως στις 05/04. Την ίδια ημερομηνία έφτασε και ο Σουλτάνος με τις τελευταίες μονάδες και αμέσως απέκλεισε την πόλη από στεριά και θάλασσα. ΔΙΑΤΑΞΗ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ Ο Αυτοκράτορας με τα καλύτερα στρατεύματά του ανέλαβε την υπεράσπιση του μεσαίου τμήματος των χερσαίων τειχών(Μεσοτειχίου)-τα πιο ευπρόσβλητα, γιατί σ’ εκείνο το σημείο τα διέσχιζε κάθετα ο χείμαρρος Λύκος-. Απέναντί του τάχθηκε ο Σουλτάνος με τους γενίτσαρους και επίλεκτες μονάδες και το μεγάλο κανόνι που κατασκεύασε ο Ουρβανός. Αριστερά του Αυτοκράτορα, προς την Προποντίδα, ήταν ο Cataneo με τα γενοβέζικα στρατεύματα, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, που, μαζί με μερικούς Βυζαντινούς, φιλούσε την πύλη των Πηγών, ο Filippo Contarini, υπεύθυνος για το τμήμα από την πύλη των Πηγών μέχρι τη Χρυσή πύλη, στην οποία ήταν ο Γενοβέζος Manuel, ενώ λίγο πιο κάτω, δίπλα στα θαλάσσια τείχη, ήταν ο Δημήτριος Καντακουζηνός. Απέναντί τους οι Οθωμανοί παρέταξαν τα μικρασιατικά στρατεύματα υπό τον Ισάκ πασά. Δεξιά του Αυτοκράτορα, προς τον Κεράτιο Κόλπο, στο τμήμα των τειχών που ονομάζονταν Μυριάνδριον παρατάχθηκε ο Giustiniani, ο οποίος λίγο μετά μετακινήθηκε στο σημείο που ήταν ο Αυτοκράτορας. Αντικαταστάθηκε από ένα τμήμα υπό τους αδελφούς Bocchiardi. Στο παλάτι των Βλαχερνών, εγκαταστάθηκε ο Βενετός Minotto, ενώ ένας συμπατριώτης του, o Teodoro Caristo, στρατοπέδευσε μαζί με τους άντρες του στο τμήμα των τειχών μεταξύ πύλης Καλιγαρίας και Θεοδοσιανού τείχους. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος μαζί με τους αδελφούς Langasco ήταν πίσω από την τάφρο στο σημείο που κατέληγε στον Κεράτιο. Όλοι αυτοί είχαν να αντιμετωπίσουν τα ευρωπαϊκά στρατεύματα των Οθωμανών, υπό τον Καρατζά πασά. Τα θαλάσσια τείχη υπεράσπιζαν από την πλευρά της Προποντίδας ο Jacobo Contarini που φιλούσε την περιοχή του Στουδίον. Δίπλα του υπήρχε ένα τμήμα από Έλληνες καλόγερους. Στο λιμάνι του Ελευθερίου ήταν ο πρίγκιπας Ορχάν με τους Τούρκους του, ενώ στο Α παράλιο της Προποντίδας εγκαταστάθηκαν άντρες της καταλανικής παροικίας υπό τον Pere Julià. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος με 200 τοξότες υπεράσπιζε το ακρωτήριο της ακρόπολης. Τις ακτές του Κερατίου κόλπου φιλούσαν 700 Βενετοί και Γενοβέζοι ναύτες υπό τον Gabriele Trevisano. Στον Alviso Diedo παραχωρήθηκε η διοίκηση των πλοίων που ήταν στον κόλπο. Απέναντί τους είχαν τον Ζαγανός πασά με ένα τμήμα του οθωμανικού στρατού, το οποίο παρατάχθηκε στο σημείο οπού τα χερσαία τείχη ενώνονταν με τα τείχη του Κεράτιου. Μέσα στην πόλη υπήρχαν 2 αποσπάσματα ως εφεδρεία: ένα υπό τον Λουκά Νοταρά, που στάθμευε στην συνοικία της Πέτρας και το άλλο, υπό τον Νικηφόρο Παλαιολόγο, κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Κηρύχθηκε επίσημα(06/04) η πολιορκία από τον Μωάμεθ Β’, αφού σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, η πρόταση του για να παραδοθεί η πόλη υποσχόμενος ότι θα σέβονταν την ζωή και την περιουσία των κατοίκων, απορρίφθηκε από τους Βυζαντινούς. Αμέσως ξεκίνησε ο κανονιοβολισμός, με αποτέλεσμα ένα τμήμα των τειχών κοντά στη Χαρίσια πύλη να καταστραφεί. Όμως οι υπερασπιστές κατάφεραν να το επισκευάσουν γρήγορα. Οι Οθωμανοί άρχισαν εργασίες για να παραγεμίσουν την τάφρο, ώστε σε περίπτωση ρήγματος των τειχών να μπορούν να επιτεθούν με ευκολία. Αναλήφθηκαν υπονομευτικές εργασίες εναντίον των τμημάτων των τειχών που το έδαφος ήταν κατάλληλο. Στην θάλασσα τα πλοία έκαναν την 1η τους επίθεση(πιθανόν 09/04), χωρίς επιτυχία, με αποτέλεσμα ο Baltoghlu να περιμένει την άφιξη της μοίρας του Ευξείνου για να σχεδιάσει νέες επιχειρήσεις. Ο Μωάμεθ πήρε μερικά στρατεύματα και κυρίευσε 2 φρούρια έξω από την πόλη, το Θεράπειο και Στουδίου(06-11/04), ενώ την ίδια περίοδο ο Baltoghlu επιτέθηκε και κατέλαβε τα Πριγκιπόνησα. Κατέφθασε(12/04) ο τουρκικός στόλος από την Καλλίπολη και αγκυροβόλησε στο Διπλοκιόνιο. Ήταν ο 1ος πραγματικά αξιόμαχος στόλος των Οθωμανών. Την ίδια μέρα ξεκίνησε ο βομβαρδισμός με τα κανόνια, που συνεχίστηκε αδιάκοπα σ’ όλη την πολιορκία. Οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους κανόνια-πολύ κατώτερα από τα τουρκικά-, τα οποία είχαν τοποθετήσει πάνω στα τείχη για να βάλλουν εναντίον των πολιορκητών. Γρήγορα διαπίστωσαν ότι κάθε βολή τους προκαλούσε ρωγμές στα τείχη. Η άμυνα τις πρώτες βδομάδες διεξάγονταν με επιτυχία. Οι Οθωμανοί επιτέθηκαν(νύχτα 18/04) με αλαλαγμούς και τυμπανοκρουσίες στο Μεσοτείχιο. Καθώς το σημείο επίθεσης ήταν στενό η αριθμητική υπεροχή των Τούρκων ήταν χωρίς νόημα, ενώ η ανώτερη θωράκιση των Βυζαντινών και η ηγετική ικανότητα του Giustiniani, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην νικηφόρα απόκρουση της επίθεσης. Μετά από 4 ώρες οι Οθωμανοί υποχώρησαν έχοντας 200 νεκρούς ενώ οι υπερασπιστές κανέναν. Σημειώθηκε(20/04) ένα αναπάντεχα ευχάριστο γεγονός για τους πολιορκημένους: 3 γενουατικά πλοία και ένα βυζαντινό, μετά από νικηφόρα σύγκρουση με αριθμητικά υπέρτερο τουρκικό στόλο, ήλθαν να ενισχύσουν τους Βυζαντινούς. Ο σουλτάνος είχε τόσο αναστατωθεί από την ναυμαχία που προχώρησε έφιππος στην θάλασσα. Αυτό ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για την ψυχολογία των πολιορκημένων, οι οποίοι πίστευαν ότι η ευνοϊκή έκβαση της πολιορκίας ήταν πλέον ορατή. Ο στόλος των Τούρκων ύστερα από επιχείρηση της προηγούμενης νύχτας, κατάφερε(22/04) να διεισδύσει εντός του Κεράτιου κόλπου. Για αυτό είχε κατασκευαστεί στην κοιλάδα μεταξύ των λόγγων, ένα είδος ξύλινης εξέδρας, πάνω από την οποία σύρθηκαν-με τη βοήθεια πλήθους ανθρώπων στη διάθεση του Μωάμεθ Β΄- τα οθωμανικά πλοία, που είχαν τοποθετηθεί πάνω σε τροχούς. Για να μη γίνει αντιληπτό το εγχείρημα, τα κανόνια βομβάρδιζαν ακατάπαυστα το χερσαίο τείχος. Ο στόλος των Βυζαντινών και των Ιταλών συμμάχων, που στάθμευε εντός του Κεράτιου κόλπου, βρέθηκε ανάμεσα σε 2 πυρά και η κατάσταση της πόλης έγινε κρίσιμη. Τότε οργανώθηκε σχέδιο για να πυρποληθεί ο τουρκικός στόλος με υγρό πυρ την επόμενη νύχτα, όμως το σχέδιο προδόθηκε και δεν πραγματοποιήθηκε. Η άμυνα της Πόλης εξασθενούσε, καθώς έπρεπε να τοποθετηθούν δυνάμεις στο τείχος του Κερατίου που ως τότε δεν είχε ανάγκη από ιδιαίτερη περιφρούρηση. Στη βυζαντινή πρωτεύουσα είχε γίνει ιδιαίτερα αισθητή η έλλειψη τροφίμων. Οι πολεμιστές είχαν αρχίζει να κουράζονται με τις αλλεπάλληλες εχθρικές επιθέσεις. Βενετοί και Γενουάτες διαπληκτίζονταν κατηγορώντας οι 1οι τους 2ους για συνεργασία με τον εχθρό. Υπήρχαν φήμες ότι οι Γενουάτες του Γαλατά-ανέγγιχτος από τους Τούρκους σ’ όλη την πολιορκία-, βοηθούσαν τον Σουλτάνο. Πολλοί Βυζαντινοί και ξένοι συμβούλευαν τον Αυτοκράτορα να διαφύγει, όμως ο Κωνσταντίνος με θάρρος και αξιοπρέπεια απέρριπτε την ταπεινωτική αυτή λύση. Ο συνεχής βομβαρδισμός της πόλης, που δεν διακόπηκε για βδομάδες, εξάντλησε εντελώς τον πληθυσμό, άντρες, γυναίκες παιδιά, ιερείς, μοναχοί προσπαθούσαν ν’ αποκαταστήσουν τις πολυάριθμες ρωγμές του τείχους. Η πολιορκία είχε ήδη διαρκέσει 50 μέρες. Στο οθωμανικό στρατόπεδο επικρατούσαν φήμες, πιθανόν ψεύτικες, για την πιθανή άφιξη πολυάριθμου χριστιανικού στόλου από τη Δύση, κάτι που ανάγκασε τον Μωάμεθ να εντείνει την προσπάθεια για κατάληψη της πόλης. Ο Σουλτάνος έστειλε(21/05) πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε την παράδοση της πόλης με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους επιθυμούσαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Θα αναγνώριζε τον Κωνσταντίνο ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Εγγυόταν για την ασφάλεια του πληθυσμού που θα παρέμενε στην πόλη. Οι αντιπροτάσεις του Κωνσταντίνου διαπνέονταν από πνεύμα αξιοπρέπειας και αποφασιστικότητας. Δέχονταν να πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας και να παραμείνουν στα χέρια των Τούρκων όλα τα κάστρα και τα εδάφη που είχαν κατακτήσει. Για την Κωνσταντινούπολη όμως δήλωσε: «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ’ ἐμὸν ἐστίν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.» Δηλ.: «Το να σου (παρα)δώσω όμως την πόλη ούτε σε εμένα επαφίεται ούτε σε άλλον από τους κατοίκους της• διότι με κοινή απόφαση οι πάντες θα αποθάνουμε αυτοπροαίρετα και δεν θα υπολογίσομε τη ζωή μας». ΤΕΛΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ Ύστερα από την αποτυχημένη προσέγγιση, ο Μωάμεθ Β’ κάλεσε πολεμικό συμβούλιο και κατόπιν έβγαλε λόγο προς τους στρατιώτες του, ζητώντας του θάρρος και σταθερότητα. Τόνισε ότι υπάρχουν 3 προϋποθέσεις για έναν επιτυχή πόλεμο: επιθυμία(για τη νίκη), ντροπή(για την ήττα) και υπακοή στους ηγέτες. Δήλωσε με όρκο πως ο ίδιος ήθελε μόνο τα τείχη και τα οικοδομήματα της πόλης και αφήνει στο στρατό του όλα τα άλλα. Υπογράμμισε πως υπάρχουν θησαυροί μέσα στα κτήρια και τις εκκλησίες και πως θα επωφεληθούν από τον εξανδραποδισμό των κατοίκων-ανάμεσά τους πολλές νέες γυναίκες. Διέταξε νηστεία και προσευχή. Η επίθεση ορίστηκε για την νύχτα της 29ης Μαΐου. Συντελέστηκε(28/05) μεγάλη ακολουθία στην Αγία Σοφία, η τελευταία χριστιανική ακολουθία στην περίφημη εκκλησία, την οποία παρακολούθησε πλήθος αξιωματούχων και πιστών. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ σε λόγο προς τον λαό του, όπως τον διασώζει ο Σφραντζής, τον προέτρεψε να αντισταθεί γενναία, λέγοντας ότι οι Τούρκοι «υποστηρίζονται από όπλα, ιππικό, πυροβολικό και την αριθμητική τους υπεροχή, εμείς όμως στηριζόμεθα πρώτα στον Θεό και Σωτήρα μας και κατόπιν στα χέρια μας και στην δύναμή μας που μας έχει χαρίσει ο ίδιος ο Θεός». Ο Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε την ομιλία του ως εξής: «…Γνωρίσατε λοιπόν τούτο: Εάν ειλικρινά υπακούσετε ό,τι σας διέταξα, ελπίζω ότι, με τη βοήθεια του Θεού, θα αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία Του, που κρέμεται επάνω μας». Την Τρίτη το βράδυ(29/05), μεταξύ 01.00-02.00, εκδηλώθηκε γενική τουρκική επίθεση. Μόλις δόθηκε το σύνθημα η πόλη υπέστη συνδυασμένη επίθεση από 3 πλευρές συγχρόνως. Οι Βυζαντινοί κατάφεραν να αποκόψουν τις υπόγειες σήραγγες απ’ όπου οι Τούρκοι προσπάθησαν να περάσουν κάτω από τα τείχη. Παρόλο που στις επιθέσεις ήταν περισσότεροι αριθμητικά, οι Βυζαντινοί τους απώθησαν αρκετές φορές προκαλώντας τους τρομερές απώλειες. Οι 2 πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν. Όμως ο Μωάμεθ Β’ οργάνωσε πολύ προσεκτικά την 3η και τελευταία. Με ιδιαίτερη επιμονή οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά του μέρους των τειχών το οποίο ήταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού(Πέμπτον), όπου πολεμούσε και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Ένας από τους κύριους υπερασπιστές της πόλης, ο Γενουάτης Giustiniani, τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα. Αυτή η απώλεια υπήρξε ανεπανόρθωτη για τους Βυζαντινούς. Στα τείχη δημιουργούνταν συνεχώς ρήγματα και ο Αυτοκράτορας, πολεμώντας ως απλός στρατιώτης, έπεσε στην μάχη. Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τον θάνατο του και γι’ αυτό έγινε γρήγορα θέμα ενός θρύλου που έχει συσκοτίσει την ιστορική πραγματικότητα. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να σπάσουν τη γραμμή άμυνας των τειχών, παρά μόνο όταν από εσωτερική προδοσία μπήκαν από την Κερκόπορτα και περικύκλωσαν τους αμυνόμενους. ΛΕΗΛΑΣΙΕΣ Η πολιορκία κράτησε περίπου 3 μήνες και ο σημαντικά ισχυρότερος Μωάμεθ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την Τρίτη 29/05/1453(αποφράς ημέρα). Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου οι Τούρκοι όρμησαν μέσα στην πόλη, αρχίζοντας μαζικές λεηλασίες. Ένα μεγάλο πλήθος πολιτών κατέφυγε στην Αγία Σοφία, ελπίζοντας να βρει εκεί ασφάλεια. Αλλά οι Τούρκοι διέρρηξαν την κεντρική πύλη και όρμησαν μέσα στην εκκλησία και έσφαξαν το πλήθος. Την ημέρα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης ή την επόμενη, ο Σουλτάνος εισήλθε επίσημα στην πόλη και πήγε στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε. Κατόπιν ο Πορθητής εγκαταστάθηκε στα αυτοκρατορικά ανάκτορα των Βλαχερνών. Όπως παραδίδει ο Σφραντζής, δόθηκε διαταγή για τριήμερη λεηλασία της πόλης. Άλλες πηγές αναφέρουν πως η λεηλασία έπαυσε μετά την 1η ημέρα. O ιστορικός Δούκας αναφέρει πως ο Σουλτάνος επιφύλαξε για τον εαυτό του τα οικοδομήματα και τα τείχη της πόλης, αφήνοντας τα υπόλοιπα αγαθά, τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα στη διάθεση των στρατευμάτων. Ο άμαχος πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης θανατωνόταν χωρίς διάκριση. Οι εκκλησίες με επικεφαλής την Αγία Σοφία και τα μοναστήρια λεηλατήθηκαν και βεβηλώθηκαν. Οι ιδιωτικές περιουσίες έγιναν αντικείμενο αρπαγής και λαφυραγωγίας. Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών χάθηκαν αναρίθμητοι πολιτιστικοί θησαυροί. Πολύτιμα βιβλία κάηκαν, κομματιάστηκαν ή πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές. Ο ιστορικός Κριτόβουλος, που ανήκε στο οθωμανικό στρατόπεδο, αναφέρει ότι δεν υπήρξε στοιχειώδης οίκτος κατά τις λεηλασίες και η πόλη ερημώθηκε ολοσχερώς. ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ ΑΛΩΣΗΣ Η Ορθόδοξη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε πια να υφίσταται και στη θέση της ιδρύθηκε και αναπτύχθηκε η Μωαμεθανική Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη που ονομάστηκε από τους Τούρκους Istanbul(από τη φράση εις την Πόλιν) και παρέμεινε έδρα του κράτους ως την οριστική κατάλυσή του(1922). Ο Μωάμεθ Β’ απέσπασε(1456) από τους Φράγκους την Αθήνα και λίγο αργότερα υπέταξε όλες τις ελληνικές περιοχές και την Πελοπόννησο. Ο Παρθενώνας, τότε εκκλησία της Θεοτόκου, μετατράπηκε με διαταγή του ίδιου σε τζαμί. Έχτισε και το Φετιχιέ Τζαμί(«Τζαμί του Πορθητή») το 1456/8, στο Β τμήμα της ρωμαϊκής Αγοράς. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας περιήλθε(1461) στην εξουσία των Οθωμανών. Την ίδια χρονιά καταλήφθηκαν και τα τελευταία υπολείμματα του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Η πτώση της Κωνσταντινούπολης σηματοδότησε την έναρξη της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα. ΘΡΥΛΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ Ο τρόπος που θυσιάστηκε ο τελευταίος Αυτοκράτορας και ότι δεν διασώθηκαν πληροφορίες για τις τελευταίες στιγμές του στο πεδίο της μάχης, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για ποικίλους θρύλους με κυριότερο αυτόν του «μαρμαρωμένου βασιλιά» που περιμένει την στιγμή να ανακτήσει την Πόλη και την Αυτοκρατορία του. Μια λαϊκή χριστιανική παράδοση, αναφέρει ότι τη στιγμή που διέρρηξαν οι Τούρκοι την πύλη της Αγίας Σοφίας τελούνταν η θεία λειτουργία και ο ιερέας τη στιγμή που είδε τους μουσουλμάνους να ορμούν στο πλήθος των πιστών, εισήλθε και εξαφανίσθηκε μέσα στον τοίχο, πίσω από το Άγιο Βήμα, που άνοιξε μπροστά του κατά τρόπο μαγικό. Λέγονταν ότι όταν η Κωνσταντινούπολη θα επανέλθει στα χέρια των Χριστιανών, ο ιερέας θα βγει από τον τοίχο για να συνεχίσει την λειτουργία. Ένας άλλος θρύλος λέει ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος στο ένα του χέρι είχε 6 δάχτυλα και αν βρεθεί κάποιος Έλληνας που έχει 6 δάχτυλα τότε θα ανακτήσει(ο Κωνσταντίνος) την Πόλη και την αυτοκρατορία του. Ο Αμερικάνος ιστορικός Grosvenor αναφέρει(τέλη 19ου αι.) ότι στην συνοικία Abu Vefa στην Κωνσταντινούπολη, υπήρχε ένας χαμηλός ανώνυμος τάφος τον οποίο οι Έλληνες τιμούσαν ως τάφο του Κωνσταντίνου και τον χρησιμοποιούσαν κρυφά ως τόπο προσευχής. Όμως η οθωμανική κυβέρνηση επενέβη επιβάλλοντας ποινές και ερημώνοντας το μέρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου