Μια ανθενωτική βόμβα στα θεμέλια του ΝΑΤΟ
Του Γιάννου Χαραλαμπίδη
Ήταν τυχαίο το «ουδέποτε» του Χόπκινσον; Τι αποκαλύπτουν τα βρετανικά έγγραφα: Θα έφευγαν ή όχι οι Άγγλοι από την Κύπρο χωρίς τη δράση της ΕΟΚΑΗ ΑΠΟΛΥΤΗ ανατροπή της Ιστορίας και των παραγώγων της ΕΟΚΑ
Επί μακρόν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι, εάν δεν ξεκινούσε ο αγώνας της ΕΟΚΑ, οι Βρετανοί θα έφευγαν από την Κύπρο. Και ως ισχυρισμός, για ιστορικούς και άλλους λόγους, θα πρέπει όντως να εξεταστεί μέσα από αξιόπιστες ιστορικές πηγές. Και, βεβαίως, ο ισχυρισμός αυτός συνοδεύεται με το ερώτημα κατά πόσον ήταν ή όχι ο αγώνας της ΕΟΚΑ ορθός, όπως και ο στόχος, δηλαδή η Ένωση.
Με βάση, λοιπόν, αυτά τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς, και ψάχνοντας για ιστορικά στοιχεία που μπορεί να φωτίσουν άγνωστες πτυχές της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής και της στρατηγικής λογικής που επικρατούσε την τότε εποχή, προτού καν αρχίσει ο αγώνας της ΕΟΚΑ, διαπιστώσαμε την ύπαρξη βρετανικών εγγράφων της δεκαετίας του '50, που απαντούν στο ερώτημα εάν θα αποχωρούσαν ή όχι οι Βρετανοί από την Κύπρο.
Τα απόρρητα έγγραφα της δεκαετίας του '50 απαντούν σε καθοριστικά ερωτήματα, που αφορούν στον στρατηγικό σχεδιασμό των Βρετανών στην Κύπρο και στην ευρύτερη περιοχή, κατά πόσον και γιατί το Λονδίνο είχε πρόθεση ή όχι να αποχωρήσει από το νησί και να αποδεχθεί την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ήταν, λοιπόν, τυχαίο το «ουδέποτε» του Χόπκινσον ή ήταν αποτέλεσμα γεωπολιτικής - γεωστρατηγικής ανάλυσης και συγκροτημένης στρατηγικής των Βρετανών;
Τα τρία θεμελιώδη ερωτήματα
Στις 25 Μαΐου του 1950, το βρετανικό «Joint Planning Staff» έστελνε προς το βρετανικό Υπουργείο των Αποικιών τις θέσεις του σε θεμελιώδη ερωτήματα επί της Κύπρου. Κατά πόσον η νήσος θα μπορούσε να ενωθεί με την Ελλάδα και κατά πόσον ακόμη και αν δεν γινόταν η Ένωση σύντομα, θα μπορούσε η Βρετανία να εμπλακεί σε διάλογο για να αποφύγει την όποια εσωτερική και διεθνή πολιτική πίεση. Η απάντηση των στρατιωτικών, οι οποίοι ανέλυαν το γεωστρατηγικό περιβάλλον της ψυχροπολεμικής περιόδου, ήταν σαφής: Η Κύπρος δεν μπορεί να δοθεί στην Ελλάδα.
Τα ίδια ερωτήματα είχαν τεθεί από το Υπουργείο των Αποικιών και προς το Υπουργείο των Εξωτερικών, το οποίο τήρησε πιο μετριοπαθή στάση. Προφανώς, υιοθετήθηκε η σκληρή γραμμή των στρατιωτικών, οι οποίοι συνέπλευσαν σε όλα όσα είχαν αναφερθεί, ήδη, ως επιχειρήματα σε βάρος της Ενώσεως, και αναλύοντας ακόμη περισσότερο την κατάσταση, ενίσχυσαν τα αρνητικά ως προς την Ένωση επιχειρήματα. Στα τρία πρώτα βασικά ερωτήματα του εγγράφου του Υπουργείου των Αποικιών (εάν μπορούσαν να εκτιμηθούν οι στρατιωτικές διευκολύνσεις επί της Κύπρου, εάν επιβάλλεται όπως το νησί παραμείνει υπό βρετανική κυριαρχία, καθώς και αν υπήρχε η δυνατότητα συζήτησης για Ένωση σε διάστημα 10 με 15 ετών), οι στρατιωτικοί απαντούν ως εξής:
Απάντηση (1): Αναφέρεται στις ελάχιστες διευκολύνσεις που απαιτείται να έχουν οι Βρετανοί στο νησί και καταγράφονται ως ακολούθως:
«α) Ελεύθερη στάθμευση στο νησί, εν καιρώ ειρήνης, μέρους των Βρετανικών Στρατευμάτων της Μέσης Ανατολής και διευκολύνσεις εκείνες για τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί αναγκαίο, σε κάθε στιγμή, να ανταποκριθούν σε στρατηγική κατάσταση (εννοεί επιχειρήσεων).
β) Το δικαίωμα της ανάπτυξης των αεροδιαδρόμων, που είναι αναγκαίοι για τη στήριξη της συμμαχικής στρατηγικής».
Απάντηση (2): Αφορά στο ερώτημα περί των διευκολύνσεων που θα πρέπει να έχει το Λονδίνο μέσω Κύπρου, σε συνδυασμό με τη μεταφορά ή όχι της κυριαρχίας από τη Βρετανία στην Ελλάδα. Στην απάντηση αναφέρονται τα εξής:
«Ναι, η διατήρηση των στρατιωτικών διευκολύνσεων, μακροπρόθεσμα, τις οποίες έχουμε ανάγκη στην Κύπρο, μπορεί να διασφαλιστεί μόνο, εάν η Κύπρος παραμείνει κάτω από βρετανική κυριαρχία. Επιπροσθέτως, η επίδραση επί της Τουρκίας και επί άλλων χωρών της Μέσης Ανατολής (που θα προκύψει) από οποιαδήποτε ακύρωση της βρετανικής κυριαρχίας, πιθανό να είναι τόσο σοβαρή (και ως εκ τούτου) είναι στρατηγικώς αναγκαίο να παραμείνει η Κύπρος στη Βρετανία».
Απάντηση (3): Αφορά στο ερώτημα, εάν μελλοντικά υπάρχει η δυνατότητα να κινηθεί διαδικασία για αλλαγή του καθεστώτος της Κύπρου.
«Ενόσω -τονίζεται στο έγγραφο- το Ηνωμένο Βασίλειο επιθυμεί να διατηρήσει τη θέση του στη Μέση Ανατολή, η Κύπρος πρέπει να παραμείνει υπό τη βρετανική κυριαρχία. Είναι, επίσης, σημαντικό ότι η Κύπρος δεν μπορεί να περιέλθει υπό κομμουνιστικό έλεγχο σε περίοδο ειρήνης».
Ήταν ορθός ή όχι ο αγώνας της ΕΟΚΑ;
ΚΑΙ δεν θα μπορούσε, όπως αφήνεται να νοηθεί, να συμβεί κάτι τέτοιο, δηλαδή να πέσει στα χέρια των κομμουνιστών η Κύπρος, επειδή θα τελούσε υπό βρετανική κυριαρχία, ενώ, σε αντίθετη περίπτωση, εάν περνούσε στα χέρια της Ελλάδας, το ενδεχόμενο αυτό ήταν ανοικτό. Πώς, όμως, θα περνούσε η Ελλάδα και η Κύπρος κάτω από κομμουνιστικό έλεγχο, όταν στη Γιάλτα το θέμα είχε λήξει και όταν οι κομμουνιστές είχαν ηττηθεί στον εμφύλιο, καθώς και όταν οι μετέπειτα ελληνικές Κυβερνήσεις εξαρτώνταν πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά, αρχικά από τους Βρετανούς και εν συνεχεία από τους Αμερικανούς; Ακόμη και αν το σενάριο αυτό φαίνεται απομακρυσμένο, δεν ήταν απίθανο, με την επικρατούσα στον κόσμο τού ψυχρού πολέμου κατάσταση.
Συνεπώς, οι Βρετανοί στρατιωτικοί ήταν υποχρεωμένοι να ελέγξουν, ακόμη και το χειρότερο, το πιο απομακρυσμένο σενάριο, το οποίο εκ της φύσεώς του δικαιολογούσε την παραμονή τού Ηνωμένου Βασιλείου στο νησί. Επί τούτου, μπορεί να υπογραμμιστεί και το εξής: Το Λονδίνο ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο να διατηρήσει υπό τη δική του κυριαρχία την Κύπρο για την εξυπηρέτηση των δικών του στρατηγικών συμφερόντων παρά για την Τουρκία και τα δικά της εθνικά συμφέροντα. Διά της Κύπρου, οι Άγγλοι μπορούσαν να συνεχίζουν τον ηγετικό τους ρόλο εντός και εκτός ΝΑΤΟ. Με την Ένωση το σκηνικό θα ήταν διαφορετικό, χωρίς να σημαίνει κατ' ανάγκην ότι θα έπληττε τα συμφέροντα της δυτικής συμμαχίας.
Στο έγγραφο του βρετανικού Υπουργείου Άμυνας, στην ουσία των στρατιωτικών, αναφέρονται και τα ακόλουθα, άξια ιδιαίτερης προσοχής:
«Δεν μπορούμε να δούμε κανένα λόγο οποιασδήποτε δημόσιας ανάληψης για αναθεώρηση της κατάστασης (του καθεστώτος της Κύπρου) σε μελλοντική περίοδο. Θεωρούμε μια τέτοια ανακοίνωση ως ανεπιθύμητη, καθότι θα ενθαρρύνει ανατρεπτικά στοιχεία στην Κύπρο και θα αποθαρρύνει τους συμμάχους στη Μέση Ανατολή».
Η θέση των στρατιωτικών ήταν ότι, η Βρετανία για μια σειρά γεωστρατηγικών λόγων ουδέποτε θα παρέδιδε ομαλά την Κύπρο στην Ελλάδα. Ούτε καν θα ενεπλέκετο σε διάλογο τα επόμενα χρόνια. Καθόλου, λοιπόν, τυχαίο δεν ήταν το «ουδέποτε», του Χόπκινσον. Ήταν η δημοσιοποίηση της βρετανικής στρατηγικής επιλογής. Επί τούτου, όμως, θα πρέπει να σημειωθεί και κάτι άλλο:
Ανατρέπεται ο όποιος ισχυρισμός ότι οι Βρετανοί ούτως ή άλλως θα αποχωρούσαν από την Κύπρο και, ως εκ τούτου, δεν ήταν αναγκαίος ο αγώνας της ΕΟΚΑ, ο οποίος, τελικά, λόγω της άρνησης του Λονδίνου να αποδεχθεί την Ένωση, προκάλεσε στους Βρετανούς, πολιτικά, στρατιωτικά και ηθικά, πολύ μεγαλύτερο πολιτικό κόστος διεθνώς από το όποιο οικονομικό ή άλλο κόστος οι Βρετανικές Υπηρεσίες, διπλωματικές και στρατιωτικές, υπολόγιζαν. Βεβαίως, εφόσον οι Βρετανοί καμιά πρόθεση δεν είχαν να φύγουν από την Κύπρο, η επιλογή του ένοπλου αγώνα θα μπορούσε ορθώς να ισχυριστεί κάποιος ότι ήταν αναπόφευκτη και ο στόχος σαφής, καθόλα δικαιολογημένος, αφού στηριζόταν στην αρχή του δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως, άρθρο ένα παράγραφος 2 του Καταστατικού Χάρτη των Ην. Εθνών.
Πότε, μάλιστα; Σε μια εποχή κατά την οποία η ανθρωπότητα συγκλονιζόταν από τα κινήματα εναντίον της αποικιοκρατίας. Και η αυτοδιάθεση ήταν εκ των πραγμάτων συνταυτισμένη με την Ένωση, διότι το αίτημα αυτό ήταν επί μακρόν στη διεθνή σκηνή και καθότι η Τουρκία αφενός είχε παυθεί από κάθε δικαίωμα επί της Κύπρου με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης του '23, αφετέρου δεν είχε επί της Κύπρου συγκροτημένη πολιτική. Είναι δε, σαφές ότι, εάν η Κύπρος ενωνόταν με την Ελλάδα, η Ελλάδα θα ήλεγχε έναν γεωστρατηγικό - γεωπολιτικό χώρο από τα Βαλκάνια ώς τη Μέση Ανατολή και θα ήταν η πιο σημαντική σύμμαχος των ΗΠΑ κατά και μετά τον ψυχρό πόλεμο.
Η Βρετανία, από την πλευρά της, θα μπορούσε ακόμη και στην περίπτωση της Ένωσης να διαθέτει τις Βάσεις που διαθέτει σήμερα στην Κύπρο. Συνεπώς, θα είχε τη δυνατότητα κατοχύρωσης και των εθνικών της συμφερόντων αλλά και των συμμαχικών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Προφανώς, εκείνο που το Λονδίνο δεν θα ήθελε να δει ήταν την Ελλάδα να αποκτά δυνατότητες για ανάδειξή της ως περιφερειακής δύναμης.
Είναι εκ των πραγμάτων κατανοητό ότι το διεθνές περιβάλλον από νομικής και πολιτικής σκοπιάς ήταν ώριμο, αφού, εκτός των άλλων, το κύμα εναντίον της αποικιοκρατίας σάρωνε την υφήλιο. Η Βρετανική Αυτοκρατορία αποδεκατιζόταν και ο διεθνής χάρτης άλλαζε δραματικά, ως αποτέλεσμα των εξεγερμένων καταπιεσμένων λαών για αυτοδιάθεση και εθνική ανεξαρτησία.
Η βρετανική βόμβα
ΜΕ ΒΑΣΗ, λοιπόν, τη στρατηγική του Λονδίνου στο Κυπριακό, θα πρέπει να επισημανθούν και τα εξής: Η ανθενωτική πολιτική των Βρετανών τελικώς αποδείχθηκε αντίθετη με τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Εάν η Κύπρος ενωνόταν με την Ελλάδα, κανένα από τα προβλήματα που προέκυψαν στη συνέχεια, μετά την ανεξαρτησία, προφανώς δεν θα προέκυπτε. Ή θα ήταν πολύ λιγότερα και ευκολότερα αντιμετωπίσιμα. Άλλωστε, είναι γενικά παραδεκτό ότι η Τουρκία ως το '56 δεν είχε συγκροτημένη πολιτική στο Κυπριακό.
Στο παιχνίδι εισήχθη από τους Βρετανούς και αυτό αποδεικνύεται από συναφή έγγραφα, που εμφανίζουν τον στόχο της διχοτόμησης να υλοποιείται στο πλαίσιο μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας! Η ανθενωτική πολιτική του Λονδίνου, που οδήγησε στο δοτό Σύνταγμα της Ζυρίχης, τελικώς μετέτρεψε την Κύπρο και το πρόβλημά της σε ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του ΝΑΤΟ, κυρίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60 ώς τα τέλη της δεκαετίας του '70.
Απόδειξη δε, τούτου συνιστούν οι προσπάθειες της ελληνικής Κυβερνήσεως του Γεωργίου Παπανδρέου σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ για λύση του Κυπριακού το καλοκαίρι του '64, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και των σχεδίων Άτσεσον, καθώς και το σύνολο των ενεργειών της Ουάσιγκτον, όπως π.χ. στην κρίση των Κοκκίνων τον Αύγουστο το '64, που στόχο είχαν να αποτρέψουν έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο. Οι ΗΠΑ ουδόλως ήθελαν να δουν τη νοτιοανατολική πτέρυγα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας να τινάζεται στον αέρα ως αποτέλεσμα μιας ελληνοτουρκικής σύρραξης με επίκεντρο την Κύπρο.
Ο ενταφιασμός, το εφικτό και το ανέφικτο
Εάν, βεβαίως, ο στόχος της ΕΟΚΑ, δηλαδή η Ένωση, τελικώς δεν επετεύχθη, οφείλεται στα στρατηγικά ελλείμματα Αθηνών και Λευκωσίας και στη ναρκοθέτηση του αγώνα από την ελλειμματική ικανότητα των ηγεσιών να διαχειριστούν τον υψηλό στόχο της Ένωσης. Ακόμη όμως και χωρίς την Ένωση, παραδεκτό είναι ότι η ΕΟΚΑ επέφερε μιαν από τις μεγαλύτερες, αν όχι τη μεγαλύτερη, στρατιωτική ήττα την οποία εδέχθη η Βρετανία τον 20όν αιώνα και προκάλεσε ριζικές γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές αλλαγές στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου, που είχαν αναθεωρητικό χαρακτήρα σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο.
Ακόμη και αυτό το καθεστώς της Ζυρίχης είχε προκαλέσει τη δημιουργία ενός νέου νομικού, συμμαχικού και γεωστρατηγικού περιβάλλοντος, ασχέτως εάν η διαχείρισή τους ήταν ορθή ή λανθασμένη. Γι' αυτό δεν ευθυνόταν το στρατιωτικό σκέλος της ΕΟΚΑ αλλά ο διπλωματικός τρόπος διαχείρισης τής ισχύος της ή αδυναμία κατανόησής της, καθώς και τα άθλια παρασκήνια, οι φιλοδοξίες των ηγητόρων και οι εξαρτήσεις κυρίως των Αθηνών από την αγγλική πολιτική.
Οι προσπάθειες για γεωστρατηγικές αναθεωρητικές αλλαγές συνεχίστηκαν τη δεκαετία του '60, αρχικά προς όφελος των Ελλήνων με την παρουσία της Ελληνικής Μεραρχίας στην Κύπρο το '64 και ενταφιάστηκαν σε πρώτη φάση με την αποχώρησή της το '67 και με το πραξικόπημα και την εισβολή το 1974. Έκτοτε σημαία της λύσης του Κυπριακού και για την Αθήνα και τη Λευκωσία είναι ο τουρκικός και βρετανικός στόχος της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, που αν εφαρμοστεί, θα σηματοδοτήσει την απόλυτη ανατροπή της Ιστορίας και των παραγώγων της ΕΟΚΑ και μια καθαρή νίκη της διαχρονικής αναθεωρητικής στρατηγικής του Λονδίνου και της Άγκυρας, στην εξής λογική:
Δεν υπάρχουν εφικτοί στόχοι και ανέφικτοι. Κάποτε, λοιπόν, εκείνα που θεωρούνταν εφικτά σήμερα λόγω έλλειψης στρατηγικής, επιμονής και πίστης στον στόχο μετατρέπονται σε ανέφικτα. Γι' αυτό, άλλωστε, υπάρχουν στόχοι ενταγμένοι σε στρατηγική και στόχοι ορφανοί συγκροτημένης στρατηγικής και ναρκοθετημένοι. Η δε τέχνη της διπλωματίας και της στρατηγικής δεν είναι να καθίστανται οι εφικτοί στόχοι ανέφικτοι, αλλά οι ανέφικτοι εφικτοί!
ΔΡ. ΓΙΑΝΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
Διεθνείς σχέσεις
Επί μακρόν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι, εάν δεν ξεκινούσε ο αγώνας της ΕΟΚΑ, οι Βρετανοί θα έφευγαν από την Κύπρο. Και ως ισχυρισμός, για ιστορικούς και άλλους λόγους, θα πρέπει όντως να εξεταστεί μέσα από αξιόπιστες ιστορικές πηγές. Και, βεβαίως, ο ισχυρισμός αυτός συνοδεύεται με το ερώτημα κατά πόσον ήταν ή όχι ο αγώνας της ΕΟΚΑ ορθός, όπως και ο στόχος, δηλαδή η Ένωση.
Με βάση, λοιπόν, αυτά τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς, και ψάχνοντας για ιστορικά στοιχεία που μπορεί να φωτίσουν άγνωστες πτυχές της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής και της στρατηγικής λογικής που επικρατούσε την τότε εποχή, προτού καν αρχίσει ο αγώνας της ΕΟΚΑ, διαπιστώσαμε την ύπαρξη βρετανικών εγγράφων της δεκαετίας του '50, που απαντούν στο ερώτημα εάν θα αποχωρούσαν ή όχι οι Βρετανοί από την Κύπρο.
Τα απόρρητα έγγραφα της δεκαετίας του '50 απαντούν σε καθοριστικά ερωτήματα, που αφορούν στον στρατηγικό σχεδιασμό των Βρετανών στην Κύπρο και στην ευρύτερη περιοχή, κατά πόσον και γιατί το Λονδίνο είχε πρόθεση ή όχι να αποχωρήσει από το νησί και να αποδεχθεί την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ήταν, λοιπόν, τυχαίο το «ουδέποτε» του Χόπκινσον ή ήταν αποτέλεσμα γεωπολιτικής - γεωστρατηγικής ανάλυσης και συγκροτημένης στρατηγικής των Βρετανών;
Τα τρία θεμελιώδη ερωτήματα
Στις 25 Μαΐου του 1950, το βρετανικό «Joint Planning Staff» έστελνε προς το βρετανικό Υπουργείο των Αποικιών τις θέσεις του σε θεμελιώδη ερωτήματα επί της Κύπρου. Κατά πόσον η νήσος θα μπορούσε να ενωθεί με την Ελλάδα και κατά πόσον ακόμη και αν δεν γινόταν η Ένωση σύντομα, θα μπορούσε η Βρετανία να εμπλακεί σε διάλογο για να αποφύγει την όποια εσωτερική και διεθνή πολιτική πίεση. Η απάντηση των στρατιωτικών, οι οποίοι ανέλυαν το γεωστρατηγικό περιβάλλον της ψυχροπολεμικής περιόδου, ήταν σαφής: Η Κύπρος δεν μπορεί να δοθεί στην Ελλάδα.
Τα ίδια ερωτήματα είχαν τεθεί από το Υπουργείο των Αποικιών και προς το Υπουργείο των Εξωτερικών, το οποίο τήρησε πιο μετριοπαθή στάση. Προφανώς, υιοθετήθηκε η σκληρή γραμμή των στρατιωτικών, οι οποίοι συνέπλευσαν σε όλα όσα είχαν αναφερθεί, ήδη, ως επιχειρήματα σε βάρος της Ενώσεως, και αναλύοντας ακόμη περισσότερο την κατάσταση, ενίσχυσαν τα αρνητικά ως προς την Ένωση επιχειρήματα. Στα τρία πρώτα βασικά ερωτήματα του εγγράφου του Υπουργείου των Αποικιών (εάν μπορούσαν να εκτιμηθούν οι στρατιωτικές διευκολύνσεις επί της Κύπρου, εάν επιβάλλεται όπως το νησί παραμείνει υπό βρετανική κυριαρχία, καθώς και αν υπήρχε η δυνατότητα συζήτησης για Ένωση σε διάστημα 10 με 15 ετών), οι στρατιωτικοί απαντούν ως εξής:
Απάντηση (1): Αναφέρεται στις ελάχιστες διευκολύνσεις που απαιτείται να έχουν οι Βρετανοί στο νησί και καταγράφονται ως ακολούθως:
«α) Ελεύθερη στάθμευση στο νησί, εν καιρώ ειρήνης, μέρους των Βρετανικών Στρατευμάτων της Μέσης Ανατολής και διευκολύνσεις εκείνες για τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί αναγκαίο, σε κάθε στιγμή, να ανταποκριθούν σε στρατηγική κατάσταση (εννοεί επιχειρήσεων).
β) Το δικαίωμα της ανάπτυξης των αεροδιαδρόμων, που είναι αναγκαίοι για τη στήριξη της συμμαχικής στρατηγικής».
Απάντηση (2): Αφορά στο ερώτημα περί των διευκολύνσεων που θα πρέπει να έχει το Λονδίνο μέσω Κύπρου, σε συνδυασμό με τη μεταφορά ή όχι της κυριαρχίας από τη Βρετανία στην Ελλάδα. Στην απάντηση αναφέρονται τα εξής:
«Ναι, η διατήρηση των στρατιωτικών διευκολύνσεων, μακροπρόθεσμα, τις οποίες έχουμε ανάγκη στην Κύπρο, μπορεί να διασφαλιστεί μόνο, εάν η Κύπρος παραμείνει κάτω από βρετανική κυριαρχία. Επιπροσθέτως, η επίδραση επί της Τουρκίας και επί άλλων χωρών της Μέσης Ανατολής (που θα προκύψει) από οποιαδήποτε ακύρωση της βρετανικής κυριαρχίας, πιθανό να είναι τόσο σοβαρή (και ως εκ τούτου) είναι στρατηγικώς αναγκαίο να παραμείνει η Κύπρος στη Βρετανία».
Απάντηση (3): Αφορά στο ερώτημα, εάν μελλοντικά υπάρχει η δυνατότητα να κινηθεί διαδικασία για αλλαγή του καθεστώτος της Κύπρου.
«Ενόσω -τονίζεται στο έγγραφο- το Ηνωμένο Βασίλειο επιθυμεί να διατηρήσει τη θέση του στη Μέση Ανατολή, η Κύπρος πρέπει να παραμείνει υπό τη βρετανική κυριαρχία. Είναι, επίσης, σημαντικό ότι η Κύπρος δεν μπορεί να περιέλθει υπό κομμουνιστικό έλεγχο σε περίοδο ειρήνης».
Ήταν ορθός ή όχι ο αγώνας της ΕΟΚΑ;
ΚΑΙ δεν θα μπορούσε, όπως αφήνεται να νοηθεί, να συμβεί κάτι τέτοιο, δηλαδή να πέσει στα χέρια των κομμουνιστών η Κύπρος, επειδή θα τελούσε υπό βρετανική κυριαρχία, ενώ, σε αντίθετη περίπτωση, εάν περνούσε στα χέρια της Ελλάδας, το ενδεχόμενο αυτό ήταν ανοικτό. Πώς, όμως, θα περνούσε η Ελλάδα και η Κύπρος κάτω από κομμουνιστικό έλεγχο, όταν στη Γιάλτα το θέμα είχε λήξει και όταν οι κομμουνιστές είχαν ηττηθεί στον εμφύλιο, καθώς και όταν οι μετέπειτα ελληνικές Κυβερνήσεις εξαρτώνταν πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά, αρχικά από τους Βρετανούς και εν συνεχεία από τους Αμερικανούς; Ακόμη και αν το σενάριο αυτό φαίνεται απομακρυσμένο, δεν ήταν απίθανο, με την επικρατούσα στον κόσμο τού ψυχρού πολέμου κατάσταση.
Συνεπώς, οι Βρετανοί στρατιωτικοί ήταν υποχρεωμένοι να ελέγξουν, ακόμη και το χειρότερο, το πιο απομακρυσμένο σενάριο, το οποίο εκ της φύσεώς του δικαιολογούσε την παραμονή τού Ηνωμένου Βασιλείου στο νησί. Επί τούτου, μπορεί να υπογραμμιστεί και το εξής: Το Λονδίνο ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο να διατηρήσει υπό τη δική του κυριαρχία την Κύπρο για την εξυπηρέτηση των δικών του στρατηγικών συμφερόντων παρά για την Τουρκία και τα δικά της εθνικά συμφέροντα. Διά της Κύπρου, οι Άγγλοι μπορούσαν να συνεχίζουν τον ηγετικό τους ρόλο εντός και εκτός ΝΑΤΟ. Με την Ένωση το σκηνικό θα ήταν διαφορετικό, χωρίς να σημαίνει κατ' ανάγκην ότι θα έπληττε τα συμφέροντα της δυτικής συμμαχίας.
Στο έγγραφο του βρετανικού Υπουργείου Άμυνας, στην ουσία των στρατιωτικών, αναφέρονται και τα ακόλουθα, άξια ιδιαίτερης προσοχής:
«Δεν μπορούμε να δούμε κανένα λόγο οποιασδήποτε δημόσιας ανάληψης για αναθεώρηση της κατάστασης (του καθεστώτος της Κύπρου) σε μελλοντική περίοδο. Θεωρούμε μια τέτοια ανακοίνωση ως ανεπιθύμητη, καθότι θα ενθαρρύνει ανατρεπτικά στοιχεία στην Κύπρο και θα αποθαρρύνει τους συμμάχους στη Μέση Ανατολή».
Η θέση των στρατιωτικών ήταν ότι, η Βρετανία για μια σειρά γεωστρατηγικών λόγων ουδέποτε θα παρέδιδε ομαλά την Κύπρο στην Ελλάδα. Ούτε καν θα ενεπλέκετο σε διάλογο τα επόμενα χρόνια. Καθόλου, λοιπόν, τυχαίο δεν ήταν το «ουδέποτε», του Χόπκινσον. Ήταν η δημοσιοποίηση της βρετανικής στρατηγικής επιλογής. Επί τούτου, όμως, θα πρέπει να σημειωθεί και κάτι άλλο:
Ανατρέπεται ο όποιος ισχυρισμός ότι οι Βρετανοί ούτως ή άλλως θα αποχωρούσαν από την Κύπρο και, ως εκ τούτου, δεν ήταν αναγκαίος ο αγώνας της ΕΟΚΑ, ο οποίος, τελικά, λόγω της άρνησης του Λονδίνου να αποδεχθεί την Ένωση, προκάλεσε στους Βρετανούς, πολιτικά, στρατιωτικά και ηθικά, πολύ μεγαλύτερο πολιτικό κόστος διεθνώς από το όποιο οικονομικό ή άλλο κόστος οι Βρετανικές Υπηρεσίες, διπλωματικές και στρατιωτικές, υπολόγιζαν. Βεβαίως, εφόσον οι Βρετανοί καμιά πρόθεση δεν είχαν να φύγουν από την Κύπρο, η επιλογή του ένοπλου αγώνα θα μπορούσε ορθώς να ισχυριστεί κάποιος ότι ήταν αναπόφευκτη και ο στόχος σαφής, καθόλα δικαιολογημένος, αφού στηριζόταν στην αρχή του δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως, άρθρο ένα παράγραφος 2 του Καταστατικού Χάρτη των Ην. Εθνών.
Πότε, μάλιστα; Σε μια εποχή κατά την οποία η ανθρωπότητα συγκλονιζόταν από τα κινήματα εναντίον της αποικιοκρατίας. Και η αυτοδιάθεση ήταν εκ των πραγμάτων συνταυτισμένη με την Ένωση, διότι το αίτημα αυτό ήταν επί μακρόν στη διεθνή σκηνή και καθότι η Τουρκία αφενός είχε παυθεί από κάθε δικαίωμα επί της Κύπρου με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης του '23, αφετέρου δεν είχε επί της Κύπρου συγκροτημένη πολιτική. Είναι δε, σαφές ότι, εάν η Κύπρος ενωνόταν με την Ελλάδα, η Ελλάδα θα ήλεγχε έναν γεωστρατηγικό - γεωπολιτικό χώρο από τα Βαλκάνια ώς τη Μέση Ανατολή και θα ήταν η πιο σημαντική σύμμαχος των ΗΠΑ κατά και μετά τον ψυχρό πόλεμο.
Η Βρετανία, από την πλευρά της, θα μπορούσε ακόμη και στην περίπτωση της Ένωσης να διαθέτει τις Βάσεις που διαθέτει σήμερα στην Κύπρο. Συνεπώς, θα είχε τη δυνατότητα κατοχύρωσης και των εθνικών της συμφερόντων αλλά και των συμμαχικών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Προφανώς, εκείνο που το Λονδίνο δεν θα ήθελε να δει ήταν την Ελλάδα να αποκτά δυνατότητες για ανάδειξή της ως περιφερειακής δύναμης.
Είναι εκ των πραγμάτων κατανοητό ότι το διεθνές περιβάλλον από νομικής και πολιτικής σκοπιάς ήταν ώριμο, αφού, εκτός των άλλων, το κύμα εναντίον της αποικιοκρατίας σάρωνε την υφήλιο. Η Βρετανική Αυτοκρατορία αποδεκατιζόταν και ο διεθνής χάρτης άλλαζε δραματικά, ως αποτέλεσμα των εξεγερμένων καταπιεσμένων λαών για αυτοδιάθεση και εθνική ανεξαρτησία.
Η βρετανική βόμβα
ΜΕ ΒΑΣΗ, λοιπόν, τη στρατηγική του Λονδίνου στο Κυπριακό, θα πρέπει να επισημανθούν και τα εξής: Η ανθενωτική πολιτική των Βρετανών τελικώς αποδείχθηκε αντίθετη με τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Εάν η Κύπρος ενωνόταν με την Ελλάδα, κανένα από τα προβλήματα που προέκυψαν στη συνέχεια, μετά την ανεξαρτησία, προφανώς δεν θα προέκυπτε. Ή θα ήταν πολύ λιγότερα και ευκολότερα αντιμετωπίσιμα. Άλλωστε, είναι γενικά παραδεκτό ότι η Τουρκία ως το '56 δεν είχε συγκροτημένη πολιτική στο Κυπριακό.
Στο παιχνίδι εισήχθη από τους Βρετανούς και αυτό αποδεικνύεται από συναφή έγγραφα, που εμφανίζουν τον στόχο της διχοτόμησης να υλοποιείται στο πλαίσιο μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας! Η ανθενωτική πολιτική του Λονδίνου, που οδήγησε στο δοτό Σύνταγμα της Ζυρίχης, τελικώς μετέτρεψε την Κύπρο και το πρόβλημά της σε ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του ΝΑΤΟ, κυρίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60 ώς τα τέλη της δεκαετίας του '70.
Απόδειξη δε, τούτου συνιστούν οι προσπάθειες της ελληνικής Κυβερνήσεως του Γεωργίου Παπανδρέου σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ για λύση του Κυπριακού το καλοκαίρι του '64, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και των σχεδίων Άτσεσον, καθώς και το σύνολο των ενεργειών της Ουάσιγκτον, όπως π.χ. στην κρίση των Κοκκίνων τον Αύγουστο το '64, που στόχο είχαν να αποτρέψουν έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο. Οι ΗΠΑ ουδόλως ήθελαν να δουν τη νοτιοανατολική πτέρυγα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας να τινάζεται στον αέρα ως αποτέλεσμα μιας ελληνοτουρκικής σύρραξης με επίκεντρο την Κύπρο.
Ο ενταφιασμός, το εφικτό και το ανέφικτο
Εάν, βεβαίως, ο στόχος της ΕΟΚΑ, δηλαδή η Ένωση, τελικώς δεν επετεύχθη, οφείλεται στα στρατηγικά ελλείμματα Αθηνών και Λευκωσίας και στη ναρκοθέτηση του αγώνα από την ελλειμματική ικανότητα των ηγεσιών να διαχειριστούν τον υψηλό στόχο της Ένωσης. Ακόμη όμως και χωρίς την Ένωση, παραδεκτό είναι ότι η ΕΟΚΑ επέφερε μιαν από τις μεγαλύτερες, αν όχι τη μεγαλύτερη, στρατιωτική ήττα την οποία εδέχθη η Βρετανία τον 20όν αιώνα και προκάλεσε ριζικές γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές αλλαγές στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου, που είχαν αναθεωρητικό χαρακτήρα σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο.
Ακόμη και αυτό το καθεστώς της Ζυρίχης είχε προκαλέσει τη δημιουργία ενός νέου νομικού, συμμαχικού και γεωστρατηγικού περιβάλλοντος, ασχέτως εάν η διαχείρισή τους ήταν ορθή ή λανθασμένη. Γι' αυτό δεν ευθυνόταν το στρατιωτικό σκέλος της ΕΟΚΑ αλλά ο διπλωματικός τρόπος διαχείρισης τής ισχύος της ή αδυναμία κατανόησής της, καθώς και τα άθλια παρασκήνια, οι φιλοδοξίες των ηγητόρων και οι εξαρτήσεις κυρίως των Αθηνών από την αγγλική πολιτική.
Οι προσπάθειες για γεωστρατηγικές αναθεωρητικές αλλαγές συνεχίστηκαν τη δεκαετία του '60, αρχικά προς όφελος των Ελλήνων με την παρουσία της Ελληνικής Μεραρχίας στην Κύπρο το '64 και ενταφιάστηκαν σε πρώτη φάση με την αποχώρησή της το '67 και με το πραξικόπημα και την εισβολή το 1974. Έκτοτε σημαία της λύσης του Κυπριακού και για την Αθήνα και τη Λευκωσία είναι ο τουρκικός και βρετανικός στόχος της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, που αν εφαρμοστεί, θα σηματοδοτήσει την απόλυτη ανατροπή της Ιστορίας και των παραγώγων της ΕΟΚΑ και μια καθαρή νίκη της διαχρονικής αναθεωρητικής στρατηγικής του Λονδίνου και της Άγκυρας, στην εξής λογική:
Δεν υπάρχουν εφικτοί στόχοι και ανέφικτοι. Κάποτε, λοιπόν, εκείνα που θεωρούνταν εφικτά σήμερα λόγω έλλειψης στρατηγικής, επιμονής και πίστης στον στόχο μετατρέπονται σε ανέφικτα. Γι' αυτό, άλλωστε, υπάρχουν στόχοι ενταγμένοι σε στρατηγική και στόχοι ορφανοί συγκροτημένης στρατηγικής και ναρκοθετημένοι. Η δε τέχνη της διπλωματίας και της στρατηγικής δεν είναι να καθίστανται οι εφικτοί στόχοι ανέφικτοι, αλλά οι ανέφικτοι εφικτοί!
ΔΡ. ΓΙΑΝΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
Διεθνείς σχέσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου