Η τελευταία νύχτα στο Μανιάκι….
Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στο Μαρτίου 24, 2012
ένα ιστορικό αφήγημα
Γράφει ο ΑΠΕΛΛΗΣ
Η φωτιά έκαιε μέσα στη νύχτα, φωτίζοντας με τις αναλαμπές της τα σιωπηλά πρόσωπα των παλικαριών που κάθονταν τριγύρω της. Πιο πέρα άναβαν και άλλες φωτιές με καθισμένες φιγούρες και σκιές που πηγαινοέρχονταν. Μόλις είχαν τελειώσει το φαγητό και οι λιγοστές φλάσκες με το κρασί πήγαιναν από χέρι σε χέρι. Δεν άκουγες συνομιλίες, παρά μόνο το κριτσάνισμα της φωτιάς και μια φλογέρα που σύριζε έναν ρυθμό ποιμενικό, αρχαίο.
Αυτό το βράδυ, στις 19 προς 20 Μαΐου του 1825, έχω μεταφερθεί με τα φτερά της φαντασίας πίσω στο χρόνο, στα ταμπούρια στο Μανιάκι. Θέλω να γνωρίσω από κοντά τον ήρωα αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Δικαίο Παπαφλέσσα. Τον αναζητώ με τα μάτια ανάμεσα στους υπόλοιπους ήρωες, έχοντας κατά νου όλα όσα έχω διαβάσει για αυτόν. Σκέφτομαι, πως σε τούτο το παράξενο ταξίδι της φαντασίας, θα έχω απέναντι του ένα πλεονέκτημα. Γνωρίζω το μέλλον, τι θα γίνει αύριο και πώς θα γραφτεί το τέλος. Οι άλλοι αγωνιστές δε θα μπορούν να αντιληφθούν την παρουσία μου. Μόνο ο Δικαίος θα μπορεί να με δει, φαντάζομαι, σαν την οπτασία κάποιου που έρχεται από το μέλλον. Σαν μέσα από την έκσταση ενός οράματος στο οποίο μπορεί να βυθιστεί ένας πολεμιστής, όπου λίγες στιγμές πριν συναντήσει το βέβαιο θάνατο, βλέπει πρόσωπα, εικόνες και σκηνές από το μέλλον. Μπορεί να με αντιληφθεί ως μια παραίσθηση αγωνίας. Μπορεί ακόμη να μην τον φαντάζομαι εγώ, αλλά να με φαντάζεται εκείνος.
Τον βρήκα να κάθεται μόνος στο ταμπούρι του. Είχε αναμμένη μια μικρή φωτιά και ήταν ακουμπισμένος με την πλάτη στον κορμό ενός δέντρου. Κοίταζε κάτω στο σκοτεινό κάμπο το στρατόπεδο του Ιμπραήμ, με τις αμέτρητες, σαν φωτεινές πυγολαμπίδες, φωτιές του. Ήταν μόνος, όπως ο Ιησούς στον κήπο της Γεσθημανή, πριν το Πάθος. Τον πλησίασα με δισταγμό. Γύρισε και με κοίταξε. Ήταν όπως περίπου τον φανταζόμουν, όπως τον απεικονίζουν τα βιβλία. Στα 37 του χρόνια, είχε μαύρα πυκνά γένια και μακριά μαλλιά με λίγα γκρίζα στους κροτάφους. Ήταν ωραίος άνδρας. Το βλέμμα του υγρό και σκοτεινό, με δύο λάμψεις σα μαχαίρια μέσα στις κόρες των ματιών. Φορούσε το μαύρο ζωστικό του και από πάνω είχε ριγμένη για την ψύχρα της νυχτιάς την πολύτιμη γούνα του Τοπάλ πασά, την οποία είχε κερδίσει ως λάφυρο στα Δερβενάκια. Μου έκανε νόημα να καθίσω
εκεί δίπλα του. Υπάκουσα γεμάτος συγκίνηση. Ήθελα πολλά να τον ρωτήσω, αλλά δεν ήξερα από που να αρχίσω. Έτσι, προτίμησα να σιωπήσω.
Σκάλισε για λίγο τη φωτιά και έπειτα μίλησε πρώτος. «Χαίρομαι που σε βλέπω. Αφού έρχεσαι από το μέλλον, όπως συμπεραίνω από τα ρούχα σου, αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα ελευθερωθεί». «Ναι, Γρηγόρη! Θα ελευθερωθεί η Ελλάδα». του απάντησα. «Δόξα τω θεώ!»τον άκουσα να λέει. Συνέχισα διστακτικά, του είπα: «Ελευθερώθηκε χάρη σε εσένα, αλλά…». Με διέκοψε αμέσως. «Ξέρω!». «Ξέρεις;» τον ρώτησα έκπληκτος. «Ναι, ξέρω και δεν ξέρω, θα εξαρτηθεί από τη Διοίκηση», μου απάντησε. «Αν κρατήσω λίγο ακόμη εδώ τον Μπραϊμη, θα προλάβουν να μου στείλουν τροφές, ντουφεκόπετρες και στρατό, μπορεί να έρθει και ο ίδιος ο Γέρος που ζήτησα να τον απελευθερώσουν από την Ύδρα. Όμως, εγώ δεν φεύγω από εδώ, θα μείνω να πολεμήσω μέχρι τέλους». Κατάλαβα, τότε, ότι διατηρούσε μια μικρή ελπίδα για νίκη, πως δεν θεωρούσε την αντίσταση ολοκληρωτικά χαμένη. Τουλάχιστον, όχι λίγο πριν το τέλος. Έτσι, αποφάσισα να μην του πω τίποτα για το αύριο. Ούτε να του κάνω λόγο για τις διάφορες απόψεις, που έγραψαν οι σύγχρονοι του αγωνιστές και οι ιστορικοί του μέλλοντος, για τη θυσία στο Μανιάκι. Γιατί, δηλαδή, έμεινε και πολέμησε στο Μανιάκι, όταν ακόμη και ο αδελφός του ο Νικήτας του έγραφε ότι ήταν λάθος η επιλογή αυτή. Όμως, ήταν σαν να έλαβα μια έμμεση απάντηση σε αυτό το ιστορικό αίνιγμα, που προβλημάτισε τόσους και τόσους.
«Αλλ΄ ο Παπαφλέσσας, όπου δεν ήθελε να επιστρέψει ηττημένος, και διατηρών την ελπίδα ότι θα έφθαναν εντός της ημέρας προς ενίσχυσιν του ο Πλαπούτας και οι άλλοι, είχε λάβει την απόφαση να μείνη εις το πεδίον της μάχης μέχρις εσχάτων!»(1). Ο Τ. Γριτσόπουλος στα «Ιστορικά Μελετήματα», αφού απέκλεισε μια σειρά από ασυμβίβαστους λόγους κατέληξε στο εξής:«Εκεί οδήγησε τους συμπολεμιστάς του ο Γρηγόριος Δίκαιος υπολογίζοντας και μάλλον πιστεύοντας ανεπιφύλακτα στην πρώτη νίκη κατά του εχθρού, με την βεβαιότητα πώς θ’ ακολουθούσαν και άλλες νίκες μέχρις εξοντώσεως του πανίσχυρου Ιμπραήμ. Αυτή η βεβαιότης, νομίζω, πώς ήταν και το ασυγχώρητο λάθος του» (2). Ενώ ο Α. Ε. Βακαλόπουλος δέχεται πως: «Ο Παπαφλέσσας επέμεινε να πολεμήση στη θέσι του ελπίζοντας στην άφιξι ενισχύσεων» (3). Φυσικά, αυτή η βεβαιότητα θα πρέπει να χάθηκε, λίγες ώρες πριν από την Λεωνίδεια θυσία, καθώς η βοήθεια δε έφτασε ποτέ.
Νέα σιωπή έπεσε ανάμεσά μας. Αυτός κοίταζε την φωτιά και εγώ εκείνον. Άρχισα να θυμάμαι διάφορες λεπτομέρειες από την περιπετειώδη ζωή αυτού του φιλόδοξου άνδρα. Του Αλκιβιάδη της νεώτερης Ελλάδας, όπως τον χαρακτήρισαν κάποιοι (4). Δεν έκανε αυτός για μοναχός, το ράσο ήταν μόνο ένα διέξοδο για την ανήσυχη ψυχή του. Είχε μεγάλα σχέδια και όνειρα υψηλά. «Φεύγω και θα γυρίσω ή δεσπότης ή πασάς!», είχε πει φεύγοντας από την Πελοπόννησο κυνηγημένος από τους Τούρκους. Έπειτα, πήγε στην Ζάκυνθο και κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Στην Πόλη γνωρίστηκε με τον Π. Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία. Δραστήριος, οξύνους, δυναμικός και αδίστακτος, γνωρίζοντας να επωφελείται από τις περιστάσεις, ο άσημος μοναχός από την Πολιανή, κατάφερε σε τρία μόλις χρόνια να γίνει ένας από τους πιο σημαντικούς πρωταγωνιστές της Εθνικής Επανάστασης. Συμμετείχε σε όλες τις μεγάλες στιγμές του Αγώνα, σχεδόν οδήγησε τα πράγματα εκεί, καθώς τα εξεβίασε με τον ορμητικό και ενθουσιώδη χαρακτήρα του στη σύσκεψη της Βοστίτσας τον Ιανουάριο του 1821. Συγκρούστηκε τότε με τους Προεστούς, με τον Π.Π. Γερμανό και τους δύο Ανδρέηδες, τον Λόντο και τον Ζαΐμη. Ακόμη, αυτός ο πύρινος κληρικός, που σχεδόν ούτε μια φορά δεν κήρυξε από τον άμβωνα, κατάφερε να φέρει στα νερά του τον σκληροτράχηλο Πετρόμπεη και να συμμαχήσει με τον Κολοκοτρώνη.
Καθώς τον παρατηρούσα, σκέφτηκα τον εσωτερικό του πόλεμο, ανάμεσα στη γνήσια αγάπη για την πατρίδα και την προσωπική του φιλοδοξία. Για πολύ καιρό έλπιζε πως θα μπορούσε αυτά τα δύο να τα συνταιριάξει. Αγάπησε την Ελλάδα και αγωνίστηκε για την απελευθέρωση της, αλλά εκείνο το φιλόδοξο και σκοτεινό μέρος της ύπαρξης του, επιθυμούσε να είναι αυτός ο ηγέτης της. Και θα έκανε τα πάντα για αυτό. Άλλαξε στρατόπεδα εξουσίας, πρόδωσε και συνωμότησε για να εξουδετερώσει τους αντιπάλους του στο δρόμο προς την αρχή. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πόλεμου υποστήριξε αυτούς που καταδίωξαν τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους πολεμιστές και διορίστηκε Υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας από την κυβέρνηση Κουντουριώτη, από τον Μαυροκορδάτο και τον Κωλέτη, που επίσης τους υπονόμευε.
Ο φλογερός χαρακτήρας υποδαύλιζε την αντιζηλία του για τις στρατιωτικές επιτυχίες του Κολοκοτρώνη, που του έπαιρνε τη δόξα. Φεύγοντας από την Τριπολιτσά είπε χαρακτηριστικά:«Πηγαίνω να πολεμήσω, πατριώτες και ή θα νικήσω τον Μπραϊμη ή θα σκοτωθώ. Και θα μάθετε σκατόβλαχοι πως ξέρει κι άλλος να πολεμάει τους Τούρκους, όχι ο Γέρος μοναχά! ». Μα δεν ήταν φτιαγμένος για στρατηγός, παρά τη γενναία ψυχή του. Συλλογίζομαι, ότι δεν ήρθα στο Μανιάκι για να φτιάξω μια αγιογραφία του Παπαφλέσσα, αλλά για να γνωρίσω τον αληθινό ήρωα. Εκείνον, που έδινε ταυτόχρονα δύο μάχες. Μια ενάντια στον Ιμπραήμ και την άλλη ενάντια στον εαυτό του. Όταν πλέον κατάλαβε ότι οι προσωπικές του φιλοδοξίες ναυάγησαν, δεν αποσύρθηκε στην ασφάλεια. Η ζυγαριά της ψυχής του, ενώπιον του κινδύνου να χαθούν όλα, έγειρε τελεσίδικα προς τη σωτηρία της πατρίδας. Με κάθε τίμημα. Στο τελευταίο του γράμμα στις 18 Μαΐου, ενδιαφέρει η στερνή φράση που γράφει προς τη Διοίκηση: «ας σκεπτώμεθα τώρα την εξόντωσιν του εχθρού, όστις επαπειλεί την Ελλάδα ολόκληρον».
Ο έκλυτος, φιλήδονος και σκανδαλώδης βίος του, για τον οποίο, η γνώμη όλων συμπίπτει, μου φέρνει στο νου αυτή την εικόνα: «Η κάθοδος του Παπαφλέσσα προς τη Μεσσηνία έχει κάτι το διονυσιακό. Πίπιζες, γυναίκες, νταούλια, ντελάληδες, πλήθη παράταιρα παρακολουθούν αυτόν τον παράξενο ιερωμένο, που είναι υπουργός και πολέμαρχος. Καβάλα, στις μικρές πλατείες των χωριών, προστάζει να κερνάνε κρασί τους δειλιασμένους χωριάτες, κεραυνώνει τους απρόθυμους με τη φλογερή ματιά του, ξεσηκώνει τους άλλους με την πύρινη γλώσσα του, ξαναβρίσκει όλες τις ικανότητες του απόστολου, που ξεκίνησε στην αρχή του αγώνα. Κι άμα εξαντλεί όλα τα μέσα, οι ντελάληδες του αποτελειώνουνε το έργο με διαλαλητά για παχιούς λουφέδες στους στρατιώτες» (5). Η περιγραφή αυτή, είναι παρόμοια με άλλων, όπως του κόμητος Penchio, που τον είχε συναντήσει καθ΄ οδόν από Άργος προς Τριπολιτσά και ίσως έχουν κάποιαν αξία τα πικρόχολα λόγια του, ότι: «ο υπουργός επροχωρούσε με ανατολίτικη πομπή σαν αληθινός πασάς, ενώ προπορεύονταν οι γυναίκες του και δύο τσιμπουκτσήδες και ακόμη ότι ήτο ωραίος άνδρας και με την επίσημη και μεγαλοπρεπή φυσιογνωμία του έκανε πάντοτε εντύπωσι στον λαό» (6).
Αυτός, όμως, ο Παπαφλέσσας, που τώρα κάθεται απέναντι μου, δεν έχει πλέον καμία σχέση με εκείνον του παρελθόντος. Ο Αλκιβιάδης έχει μεταμορφωθεί σε Λεωνίδα. Η εσωτερική φωτιά τον έχει εξαγνίσει και κάθε μάταια σκέψη του έχει καεί στις φλόγες της. Είναι έτοιμος σαν θύμα αγνό, να προσφερθεί στο ολοκαύτωμα της ελευθερίας. Τον βλέπω να φωτίζεται σα μάρτυρας, καθώς ήδη βρίσκεται ανάμεσα ουρανού και γης. Μακριά από τα αξιώματα και τους θνητούς ανθρώπους. Τόλμησα να διακόψω τη σιωπή και να τον ρωτήσω: «Γρηγόρη, ο Φωτάκος έγραψε ότι την τελευταία ημέρα μίλησες στους στρατιώτες για την αυριανή μάχη. Γνωρίζουν, λοιπόν;». Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. Έπειτα μου απάντησε με σταθερή φωνή: «Όσοι ήταν να φύγουν, έφυγαν. Όσοι έμειναν, θα πολεμήσουν έως εσχάτων». Όταν πήγε στο Μανιάκι, είχε μαζί του 1.500 έως 2.000, τώρα του είχαν απομείνει μονάχα 300 έως 500 πολεμιστές. «Όσοι ήθελον να συμπολεμήσωσι μ’ απόφασιν ν’ αποθάνωσι και δεν έμειναν μετ’ αύτού εί μή ώς πεντακόσιοι κι΄ ούτοι ακαταπαύστως μαχόμενοι κατέθραυσαν τόν έχθρόν» (7). Θυμήθηκα ακόμη την υπερήφανη απάντηση που έδωσε στον Κεφάλα και σε όσους του πρότειναν να υποχωρήσουν στα ψηλώματα: «εγώ δεν ήρθα εδώ να μετρήσω το στρατό του Μπραϊμη, πόσος είναι από τα ψηλώματα, ήρθα να πολεμήσω… Καθήστε εδώ να πεθάνουμε σαν αρχαίοι Έλληνες!». Και η θλιβερή επωδός του φιλότιμου Πιέρου Βοϊδή, που είπε μπροστά στον ανυποχώρητο αρχηγό του: «Ας μείνουμε εδώ. Όποιος μείνει ας ακούσει των γυναικών τα μοιρολόγια». Η μνήμη μου ανατρέχει στην τελευταία επιστολή που έγραψε στον αδερφό του. «…Νικήτα, πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αυτή. Βάστα τη να την διαβάζεις καμμιά φορά να με θυμάσαι και να κλαίς».
Και εγώ δάκρυσα, και δε μπόρεσα να του το κρύψω. Με είδε και με μάλωσε τρυφερά, μου είπε:«Μην λυπάσαι! Καμμιά θυσία δεν πάει χαμένη. Η Ελλάδα ελευθερώθηκε, αυτό έχει σημασία!». Η νύχτα προχωρούσε και σύντομα θα έπρεπε να φύγω. Σηκώθηκα για να τον χαιρετήσω. Του είπα: «Γρηγόρη, πρέπει να φύγω τώρα. Πες μου, τι θέλεις να πω στους Έλληνες του 2012;». Με κοίταξε στα μάτια με το διεισδυτικό του βλέμμα. Μου απάντησε: «Να τους πεις, ότι εμείς εδώ, κάναμε ότι μπορούσαμε. Τώρα, ήρθε η ώρα να κάνετε και εσείς ό,τι μπορείτε. Αυτό μόνο». Τον ασπάστηκα με συγκίνηση και πριν φύγω, είδα να έρχεται προς το μέρος μας μια μικρή ομάδα ανθρώπων. Παραμέρισα και στάθηκα να δω ποιοι ήταν. Έτσι και αλλιώς αθέατος ήμουν.
Ήταν ήδη περασμένη η νύχτα, όταν ο παπαγιώργης ήρθε μαζί με τον Αμερικανό φιλέλληνα και ιατρό, Σάμιουελ Χάου, 24 χρόνων, ο οποίος είχε γλιστρήσει κρυφά στο στρατόπεδο. Ήθελε να δει ποιος ήταν ο αρχηγός, που είχε το κουράγιο να σταθεί, να πολεμήσει τον Ιμπραήμ. Με έκπληξη αναγνώρισε τον υπουργό Εσωτερικών, που τον είχε φιλοξενήσει κάποτε στο Ναύπλιο. Τον φίλεψαν κρασί και φαγητό και δυο-τρεις από τους οπλαρχηγούς, είχαν έρθει να πιούν και αυτοί με τον ξένο. «Αύριο τέτοια ώρα, θα δειπνάμε με τον Πλούτωνα…», είπε ο Παπαφλέσσας. Μα καθώς οι αρχηγοί τον κοιτάζανε στα μάτια, τους λυπήθηκε η καρδιά του και πρόσθεσε για χατίρι τους: «Ή θάμαστε νικηταί!…» (8). Πλάι του, καθόταν και ένας Γάλλος φιλέλληνας, που του είχε δώσει ο στρατηγός Ρος. Όσο και αν έψαξα, δε μπόρεσα ποτέ να μάθω το όνομα του. Ήταν ένα ξανθό παλικάρι, σφιχτοδεμένο, με ζωηρά, έξυπνα μάτια. Ήταν εύθυμος και γελαστός, σα να τον είχαν σε πανηγύρι. Βρέθηκε και αυτός νεκρός δίπλα στον Παπαφλέσσα, ανάμεσα σε σωρούς σκοτωμένων αιγυπτίων.
Η αυγή άρχιζε να γαλαζώνει την ανατολή, όταν κίνησα πια να φύγω από το Μανιάκι. Έριξα πίσω μου μια τελευταία ματιά. Από όλους, μόνο ο Χάου θα έφευγε το ξημέρωμα, όλοι οι άλλοι θα έμεναν για πάντα εκεί.
«Τοιουτοτρόπως ό φιλόπατρις και φιλοκίνδυνος και επιχειρηματίας αρχιμανδρίτης, άφού κατόρθωσε τήν Έπανάστασιν είς τήν Πελοπόννησον έξεπλήρωσε τόν όρκον του και άπέθανεν ώς άλλος Λεωνίδας δια τήν πίστιν καί τήν πατρίδα θάνατον ένδοξότατον και μετέβη είς τήν άτελείωτον ζωήν μετά των άλλων μαρτύρων…» (9).
Βιβλιογραφία:
(1) Δ. Κοκκίνου «Η Ελληνική Επανάσταση» (σ. 23, τ. 9ος)
(2) Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου δ.Φ: «ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ» -ΤΟΜΟΣ 1ος – ΑΘΗΝΑΙ 2007 (σ. 50)
(3) Ά. Ε. Βακαλοπούλου , Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Ζ’, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 112-116.
(4) Σπ. Τρικούπη , Ιστορία της Ελλην. Επαναστάσεως, έκδ. Εκατονταετηρίδος, τ. Γ’, Αθήναι 1926, σ. 146.
(5) Σ. Μελά: «Ματωμένα Ράσα» (σ. 117)
(6) Ά. Ε. Βακαλοπούλου , Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Ζ’, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 112-116.
(7) Ν. Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα, τ. Β’, σσ. 302-309.
(8) Σ. Μελά: οπ. (σ. 122)
(9) Ν. Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα, τ. Β’, σσ. 302-309.
Γράφει ο ΑΠΕΛΛΗΣ
Η φωτιά έκαιε μέσα στη νύχτα, φωτίζοντας με τις αναλαμπές της τα σιωπηλά πρόσωπα των παλικαριών που κάθονταν τριγύρω της. Πιο πέρα άναβαν και άλλες φωτιές με καθισμένες φιγούρες και σκιές που πηγαινοέρχονταν. Μόλις είχαν τελειώσει το φαγητό και οι λιγοστές φλάσκες με το κρασί πήγαιναν από χέρι σε χέρι. Δεν άκουγες συνομιλίες, παρά μόνο το κριτσάνισμα της φωτιάς και μια φλογέρα που σύριζε έναν ρυθμό ποιμενικό, αρχαίο.
Αυτό το βράδυ, στις 19 προς 20 Μαΐου του 1825, έχω μεταφερθεί με τα φτερά της φαντασίας πίσω στο χρόνο, στα ταμπούρια στο Μανιάκι. Θέλω να γνωρίσω από κοντά τον ήρωα αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Δικαίο Παπαφλέσσα. Τον αναζητώ με τα μάτια ανάμεσα στους υπόλοιπους ήρωες, έχοντας κατά νου όλα όσα έχω διαβάσει για αυτόν. Σκέφτομαι, πως σε τούτο το παράξενο ταξίδι της φαντασίας, θα έχω απέναντι του ένα πλεονέκτημα. Γνωρίζω το μέλλον, τι θα γίνει αύριο και πώς θα γραφτεί το τέλος. Οι άλλοι αγωνιστές δε θα μπορούν να αντιληφθούν την παρουσία μου. Μόνο ο Δικαίος θα μπορεί να με δει, φαντάζομαι, σαν την οπτασία κάποιου που έρχεται από το μέλλον. Σαν μέσα από την έκσταση ενός οράματος στο οποίο μπορεί να βυθιστεί ένας πολεμιστής, όπου λίγες στιγμές πριν συναντήσει το βέβαιο θάνατο, βλέπει πρόσωπα, εικόνες και σκηνές από το μέλλον. Μπορεί να με αντιληφθεί ως μια παραίσθηση αγωνίας. Μπορεί ακόμη να μην τον φαντάζομαι εγώ, αλλά να με φαντάζεται εκείνος.
Τον βρήκα να κάθεται μόνος στο ταμπούρι του. Είχε αναμμένη μια μικρή φωτιά και ήταν ακουμπισμένος με την πλάτη στον κορμό ενός δέντρου. Κοίταζε κάτω στο σκοτεινό κάμπο το στρατόπεδο του Ιμπραήμ, με τις αμέτρητες, σαν φωτεινές πυγολαμπίδες, φωτιές του. Ήταν μόνος, όπως ο Ιησούς στον κήπο της Γεσθημανή, πριν το Πάθος. Τον πλησίασα με δισταγμό. Γύρισε και με κοίταξε. Ήταν όπως περίπου τον φανταζόμουν, όπως τον απεικονίζουν τα βιβλία. Στα 37 του χρόνια, είχε μαύρα πυκνά γένια και μακριά μαλλιά με λίγα γκρίζα στους κροτάφους. Ήταν ωραίος άνδρας. Το βλέμμα του υγρό και σκοτεινό, με δύο λάμψεις σα μαχαίρια μέσα στις κόρες των ματιών. Φορούσε το μαύρο ζωστικό του και από πάνω είχε ριγμένη για την ψύχρα της νυχτιάς την πολύτιμη γούνα του Τοπάλ πασά, την οποία είχε κερδίσει ως λάφυρο στα Δερβενάκια. Μου έκανε νόημα να καθίσω
εκεί δίπλα του. Υπάκουσα γεμάτος συγκίνηση. Ήθελα πολλά να τον ρωτήσω, αλλά δεν ήξερα από που να αρχίσω. Έτσι, προτίμησα να σιωπήσω.
Σκάλισε για λίγο τη φωτιά και έπειτα μίλησε πρώτος. «Χαίρομαι που σε βλέπω. Αφού έρχεσαι από το μέλλον, όπως συμπεραίνω από τα ρούχα σου, αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα ελευθερωθεί». «Ναι, Γρηγόρη! Θα ελευθερωθεί η Ελλάδα». του απάντησα. «Δόξα τω θεώ!»τον άκουσα να λέει. Συνέχισα διστακτικά, του είπα: «Ελευθερώθηκε χάρη σε εσένα, αλλά…». Με διέκοψε αμέσως. «Ξέρω!». «Ξέρεις;» τον ρώτησα έκπληκτος. «Ναι, ξέρω και δεν ξέρω, θα εξαρτηθεί από τη Διοίκηση», μου απάντησε. «Αν κρατήσω λίγο ακόμη εδώ τον Μπραϊμη, θα προλάβουν να μου στείλουν τροφές, ντουφεκόπετρες και στρατό, μπορεί να έρθει και ο ίδιος ο Γέρος που ζήτησα να τον απελευθερώσουν από την Ύδρα. Όμως, εγώ δεν φεύγω από εδώ, θα μείνω να πολεμήσω μέχρι τέλους». Κατάλαβα, τότε, ότι διατηρούσε μια μικρή ελπίδα για νίκη, πως δεν θεωρούσε την αντίσταση ολοκληρωτικά χαμένη. Τουλάχιστον, όχι λίγο πριν το τέλος. Έτσι, αποφάσισα να μην του πω τίποτα για το αύριο. Ούτε να του κάνω λόγο για τις διάφορες απόψεις, που έγραψαν οι σύγχρονοι του αγωνιστές και οι ιστορικοί του μέλλοντος, για τη θυσία στο Μανιάκι. Γιατί, δηλαδή, έμεινε και πολέμησε στο Μανιάκι, όταν ακόμη και ο αδελφός του ο Νικήτας του έγραφε ότι ήταν λάθος η επιλογή αυτή. Όμως, ήταν σαν να έλαβα μια έμμεση απάντηση σε αυτό το ιστορικό αίνιγμα, που προβλημάτισε τόσους και τόσους.
«Αλλ΄ ο Παπαφλέσσας, όπου δεν ήθελε να επιστρέψει ηττημένος, και διατηρών την ελπίδα ότι θα έφθαναν εντός της ημέρας προς ενίσχυσιν του ο Πλαπούτας και οι άλλοι, είχε λάβει την απόφαση να μείνη εις το πεδίον της μάχης μέχρις εσχάτων!»(1). Ο Τ. Γριτσόπουλος στα «Ιστορικά Μελετήματα», αφού απέκλεισε μια σειρά από ασυμβίβαστους λόγους κατέληξε στο εξής:«Εκεί οδήγησε τους συμπολεμιστάς του ο Γρηγόριος Δίκαιος υπολογίζοντας και μάλλον πιστεύοντας ανεπιφύλακτα στην πρώτη νίκη κατά του εχθρού, με την βεβαιότητα πώς θ’ ακολουθούσαν και άλλες νίκες μέχρις εξοντώσεως του πανίσχυρου Ιμπραήμ. Αυτή η βεβαιότης, νομίζω, πώς ήταν και το ασυγχώρητο λάθος του» (2). Ενώ ο Α. Ε. Βακαλόπουλος δέχεται πως: «Ο Παπαφλέσσας επέμεινε να πολεμήση στη θέσι του ελπίζοντας στην άφιξι ενισχύσεων» (3). Φυσικά, αυτή η βεβαιότητα θα πρέπει να χάθηκε, λίγες ώρες πριν από την Λεωνίδεια θυσία, καθώς η βοήθεια δε έφτασε ποτέ.
Νέα σιωπή έπεσε ανάμεσά μας. Αυτός κοίταζε την φωτιά και εγώ εκείνον. Άρχισα να θυμάμαι διάφορες λεπτομέρειες από την περιπετειώδη ζωή αυτού του φιλόδοξου άνδρα. Του Αλκιβιάδη της νεώτερης Ελλάδας, όπως τον χαρακτήρισαν κάποιοι (4). Δεν έκανε αυτός για μοναχός, το ράσο ήταν μόνο ένα διέξοδο για την ανήσυχη ψυχή του. Είχε μεγάλα σχέδια και όνειρα υψηλά. «Φεύγω και θα γυρίσω ή δεσπότης ή πασάς!», είχε πει φεύγοντας από την Πελοπόννησο κυνηγημένος από τους Τούρκους. Έπειτα, πήγε στην Ζάκυνθο και κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Στην Πόλη γνωρίστηκε με τον Π. Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία. Δραστήριος, οξύνους, δυναμικός και αδίστακτος, γνωρίζοντας να επωφελείται από τις περιστάσεις, ο άσημος μοναχός από την Πολιανή, κατάφερε σε τρία μόλις χρόνια να γίνει ένας από τους πιο σημαντικούς πρωταγωνιστές της Εθνικής Επανάστασης. Συμμετείχε σε όλες τις μεγάλες στιγμές του Αγώνα, σχεδόν οδήγησε τα πράγματα εκεί, καθώς τα εξεβίασε με τον ορμητικό και ενθουσιώδη χαρακτήρα του στη σύσκεψη της Βοστίτσας τον Ιανουάριο του 1821. Συγκρούστηκε τότε με τους Προεστούς, με τον Π.Π. Γερμανό και τους δύο Ανδρέηδες, τον Λόντο και τον Ζαΐμη. Ακόμη, αυτός ο πύρινος κληρικός, που σχεδόν ούτε μια φορά δεν κήρυξε από τον άμβωνα, κατάφερε να φέρει στα νερά του τον σκληροτράχηλο Πετρόμπεη και να συμμαχήσει με τον Κολοκοτρώνη.
Καθώς τον παρατηρούσα, σκέφτηκα τον εσωτερικό του πόλεμο, ανάμεσα στη γνήσια αγάπη για την πατρίδα και την προσωπική του φιλοδοξία. Για πολύ καιρό έλπιζε πως θα μπορούσε αυτά τα δύο να τα συνταιριάξει. Αγάπησε την Ελλάδα και αγωνίστηκε για την απελευθέρωση της, αλλά εκείνο το φιλόδοξο και σκοτεινό μέρος της ύπαρξης του, επιθυμούσε να είναι αυτός ο ηγέτης της. Και θα έκανε τα πάντα για αυτό. Άλλαξε στρατόπεδα εξουσίας, πρόδωσε και συνωμότησε για να εξουδετερώσει τους αντιπάλους του στο δρόμο προς την αρχή. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πόλεμου υποστήριξε αυτούς που καταδίωξαν τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους πολεμιστές και διορίστηκε Υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας από την κυβέρνηση Κουντουριώτη, από τον Μαυροκορδάτο και τον Κωλέτη, που επίσης τους υπονόμευε.
Ο φλογερός χαρακτήρας υποδαύλιζε την αντιζηλία του για τις στρατιωτικές επιτυχίες του Κολοκοτρώνη, που του έπαιρνε τη δόξα. Φεύγοντας από την Τριπολιτσά είπε χαρακτηριστικά:«Πηγαίνω να πολεμήσω, πατριώτες και ή θα νικήσω τον Μπραϊμη ή θα σκοτωθώ. Και θα μάθετε σκατόβλαχοι πως ξέρει κι άλλος να πολεμάει τους Τούρκους, όχι ο Γέρος μοναχά! ». Μα δεν ήταν φτιαγμένος για στρατηγός, παρά τη γενναία ψυχή του. Συλλογίζομαι, ότι δεν ήρθα στο Μανιάκι για να φτιάξω μια αγιογραφία του Παπαφλέσσα, αλλά για να γνωρίσω τον αληθινό ήρωα. Εκείνον, που έδινε ταυτόχρονα δύο μάχες. Μια ενάντια στον Ιμπραήμ και την άλλη ενάντια στον εαυτό του. Όταν πλέον κατάλαβε ότι οι προσωπικές του φιλοδοξίες ναυάγησαν, δεν αποσύρθηκε στην ασφάλεια. Η ζυγαριά της ψυχής του, ενώπιον του κινδύνου να χαθούν όλα, έγειρε τελεσίδικα προς τη σωτηρία της πατρίδας. Με κάθε τίμημα. Στο τελευταίο του γράμμα στις 18 Μαΐου, ενδιαφέρει η στερνή φράση που γράφει προς τη Διοίκηση: «ας σκεπτώμεθα τώρα την εξόντωσιν του εχθρού, όστις επαπειλεί την Ελλάδα ολόκληρον».
Ο έκλυτος, φιλήδονος και σκανδαλώδης βίος του, για τον οποίο, η γνώμη όλων συμπίπτει, μου φέρνει στο νου αυτή την εικόνα: «Η κάθοδος του Παπαφλέσσα προς τη Μεσσηνία έχει κάτι το διονυσιακό. Πίπιζες, γυναίκες, νταούλια, ντελάληδες, πλήθη παράταιρα παρακολουθούν αυτόν τον παράξενο ιερωμένο, που είναι υπουργός και πολέμαρχος. Καβάλα, στις μικρές πλατείες των χωριών, προστάζει να κερνάνε κρασί τους δειλιασμένους χωριάτες, κεραυνώνει τους απρόθυμους με τη φλογερή ματιά του, ξεσηκώνει τους άλλους με την πύρινη γλώσσα του, ξαναβρίσκει όλες τις ικανότητες του απόστολου, που ξεκίνησε στην αρχή του αγώνα. Κι άμα εξαντλεί όλα τα μέσα, οι ντελάληδες του αποτελειώνουνε το έργο με διαλαλητά για παχιούς λουφέδες στους στρατιώτες» (5). Η περιγραφή αυτή, είναι παρόμοια με άλλων, όπως του κόμητος Penchio, που τον είχε συναντήσει καθ΄ οδόν από Άργος προς Τριπολιτσά και ίσως έχουν κάποιαν αξία τα πικρόχολα λόγια του, ότι: «ο υπουργός επροχωρούσε με ανατολίτικη πομπή σαν αληθινός πασάς, ενώ προπορεύονταν οι γυναίκες του και δύο τσιμπουκτσήδες και ακόμη ότι ήτο ωραίος άνδρας και με την επίσημη και μεγαλοπρεπή φυσιογνωμία του έκανε πάντοτε εντύπωσι στον λαό» (6).
Αυτός, όμως, ο Παπαφλέσσας, που τώρα κάθεται απέναντι μου, δεν έχει πλέον καμία σχέση με εκείνον του παρελθόντος. Ο Αλκιβιάδης έχει μεταμορφωθεί σε Λεωνίδα. Η εσωτερική φωτιά τον έχει εξαγνίσει και κάθε μάταια σκέψη του έχει καεί στις φλόγες της. Είναι έτοιμος σαν θύμα αγνό, να προσφερθεί στο ολοκαύτωμα της ελευθερίας. Τον βλέπω να φωτίζεται σα μάρτυρας, καθώς ήδη βρίσκεται ανάμεσα ουρανού και γης. Μακριά από τα αξιώματα και τους θνητούς ανθρώπους. Τόλμησα να διακόψω τη σιωπή και να τον ρωτήσω: «Γρηγόρη, ο Φωτάκος έγραψε ότι την τελευταία ημέρα μίλησες στους στρατιώτες για την αυριανή μάχη. Γνωρίζουν, λοιπόν;». Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. Έπειτα μου απάντησε με σταθερή φωνή: «Όσοι ήταν να φύγουν, έφυγαν. Όσοι έμειναν, θα πολεμήσουν έως εσχάτων». Όταν πήγε στο Μανιάκι, είχε μαζί του 1.500 έως 2.000, τώρα του είχαν απομείνει μονάχα 300 έως 500 πολεμιστές. «Όσοι ήθελον να συμπολεμήσωσι μ’ απόφασιν ν’ αποθάνωσι και δεν έμειναν μετ’ αύτού εί μή ώς πεντακόσιοι κι΄ ούτοι ακαταπαύστως μαχόμενοι κατέθραυσαν τόν έχθρόν» (7). Θυμήθηκα ακόμη την υπερήφανη απάντηση που έδωσε στον Κεφάλα και σε όσους του πρότειναν να υποχωρήσουν στα ψηλώματα: «εγώ δεν ήρθα εδώ να μετρήσω το στρατό του Μπραϊμη, πόσος είναι από τα ψηλώματα, ήρθα να πολεμήσω… Καθήστε εδώ να πεθάνουμε σαν αρχαίοι Έλληνες!». Και η θλιβερή επωδός του φιλότιμου Πιέρου Βοϊδή, που είπε μπροστά στον ανυποχώρητο αρχηγό του: «Ας μείνουμε εδώ. Όποιος μείνει ας ακούσει των γυναικών τα μοιρολόγια». Η μνήμη μου ανατρέχει στην τελευταία επιστολή που έγραψε στον αδερφό του. «…Νικήτα, πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αυτή. Βάστα τη να την διαβάζεις καμμιά φορά να με θυμάσαι και να κλαίς».
Και εγώ δάκρυσα, και δε μπόρεσα να του το κρύψω. Με είδε και με μάλωσε τρυφερά, μου είπε:«Μην λυπάσαι! Καμμιά θυσία δεν πάει χαμένη. Η Ελλάδα ελευθερώθηκε, αυτό έχει σημασία!». Η νύχτα προχωρούσε και σύντομα θα έπρεπε να φύγω. Σηκώθηκα για να τον χαιρετήσω. Του είπα: «Γρηγόρη, πρέπει να φύγω τώρα. Πες μου, τι θέλεις να πω στους Έλληνες του 2012;». Με κοίταξε στα μάτια με το διεισδυτικό του βλέμμα. Μου απάντησε: «Να τους πεις, ότι εμείς εδώ, κάναμε ότι μπορούσαμε. Τώρα, ήρθε η ώρα να κάνετε και εσείς ό,τι μπορείτε. Αυτό μόνο». Τον ασπάστηκα με συγκίνηση και πριν φύγω, είδα να έρχεται προς το μέρος μας μια μικρή ομάδα ανθρώπων. Παραμέρισα και στάθηκα να δω ποιοι ήταν. Έτσι και αλλιώς αθέατος ήμουν.
Ήταν ήδη περασμένη η νύχτα, όταν ο παπαγιώργης ήρθε μαζί με τον Αμερικανό φιλέλληνα και ιατρό, Σάμιουελ Χάου, 24 χρόνων, ο οποίος είχε γλιστρήσει κρυφά στο στρατόπεδο. Ήθελε να δει ποιος ήταν ο αρχηγός, που είχε το κουράγιο να σταθεί, να πολεμήσει τον Ιμπραήμ. Με έκπληξη αναγνώρισε τον υπουργό Εσωτερικών, που τον είχε φιλοξενήσει κάποτε στο Ναύπλιο. Τον φίλεψαν κρασί και φαγητό και δυο-τρεις από τους οπλαρχηγούς, είχαν έρθει να πιούν και αυτοί με τον ξένο. «Αύριο τέτοια ώρα, θα δειπνάμε με τον Πλούτωνα…», είπε ο Παπαφλέσσας. Μα καθώς οι αρχηγοί τον κοιτάζανε στα μάτια, τους λυπήθηκε η καρδιά του και πρόσθεσε για χατίρι τους: «Ή θάμαστε νικηταί!…» (8). Πλάι του, καθόταν και ένας Γάλλος φιλέλληνας, που του είχε δώσει ο στρατηγός Ρος. Όσο και αν έψαξα, δε μπόρεσα ποτέ να μάθω το όνομα του. Ήταν ένα ξανθό παλικάρι, σφιχτοδεμένο, με ζωηρά, έξυπνα μάτια. Ήταν εύθυμος και γελαστός, σα να τον είχαν σε πανηγύρι. Βρέθηκε και αυτός νεκρός δίπλα στον Παπαφλέσσα, ανάμεσα σε σωρούς σκοτωμένων αιγυπτίων.
Η αυγή άρχιζε να γαλαζώνει την ανατολή, όταν κίνησα πια να φύγω από το Μανιάκι. Έριξα πίσω μου μια τελευταία ματιά. Από όλους, μόνο ο Χάου θα έφευγε το ξημέρωμα, όλοι οι άλλοι θα έμεναν για πάντα εκεί.
«Τοιουτοτρόπως ό φιλόπατρις και φιλοκίνδυνος και επιχειρηματίας αρχιμανδρίτης, άφού κατόρθωσε τήν Έπανάστασιν είς τήν Πελοπόννησον έξεπλήρωσε τόν όρκον του και άπέθανεν ώς άλλος Λεωνίδας δια τήν πίστιν καί τήν πατρίδα θάνατον ένδοξότατον και μετέβη είς τήν άτελείωτον ζωήν μετά των άλλων μαρτύρων…» (9).
Βιβλιογραφία:
(1) Δ. Κοκκίνου «Η Ελληνική Επανάσταση» (σ. 23, τ. 9ος)
(2) Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου δ.Φ: «ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ» -ΤΟΜΟΣ 1ος – ΑΘΗΝΑΙ 2007 (σ. 50)
(3) Ά. Ε. Βακαλοπούλου , Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Ζ’, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 112-116.
(4) Σπ. Τρικούπη , Ιστορία της Ελλην. Επαναστάσεως, έκδ. Εκατονταετηρίδος, τ. Γ’, Αθήναι 1926, σ. 146.
(5) Σ. Μελά: «Ματωμένα Ράσα» (σ. 117)
(6) Ά. Ε. Βακαλοπούλου , Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Ζ’, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 112-116.
(7) Ν. Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα, τ. Β’, σσ. 302-309.
(8) Σ. Μελά: οπ. (σ. 122)
(9) Ν. Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα, τ. Β’, σσ. 302-309.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου