Ο Γρηγόρης, ο Βαγορής και ο Θεόφιλος
Του Σάββα Καλεντερίδη
Ο Μάρτιος είναι σημαντικός μήνας για ολόκληρο τον Ελληνισμό, αφού εκτός από την έναρξη του αγώνα για την Εθνική μας Παλιγγενεσία, το μήνα αυτό έχασαν τη ζωή τους, αγωνιζόμενοι για τα εθνικά ιδανικά και για την πατρίδα τρεις σημαντικοί ήρωες του Κυπριακού Αγώνα.
Ο πρώτος ήταν ο Γρηγόρης Αυξεντίου, πρωτοπαλίκαρο και υπαρχηγός του στρατηγού Γρίβα και της ΕΟΚΑ, ο οποίος ήταν ίσως ο πιο τυχερός από τους τρεις, αφού πρόλαβε και αγωνίστηκε επί τρία ολόκληρα χρόνια για την ελευθερία, πριν πέσει νεκρός από τα πυρά των Άγγλων. Ήταν 3 Μαρτίου 1957, όταν οι Άγγλοι αποικιοκράτες, αφού ανακάλυψαν το κρησφύγετο του ‘Ζήδρου’, όπως ήταν ένα από τα ψευδώνυμα του Γρηγόρη Αυξεντίου, κοντά στη Μονή Μαχαιρά, το περικύκλωσαν με ειδικές δυνάμεις, τεθωρακισμένα οχήματα και ελικόπτερα, καλώντας τον Κύπριο αγωνιστή να παραδοθεί. Ο Γρηγόρης, αφού άφησε τους συντρόφους του να διαφύγουν με ασφάλεια, αρνήθηκε να παραδοθεί και να πέσει ο ίδιος στα χέρια των αποικιοκρατών. Έμεινε εκεί, στη σπηλιά, και πολέμησε μέχρι τέλους σκοτώνοντας αρκετούς Άγγλους και στο τέλος άφησε την τελευταία του πνοή μέσα στο κρησφύγετό τους, που πυρπολήθηκε από τους διώκτες του. Η σορός του δεν παραδόθηκε ποτέ στους συγγενείς του, υπό το φόβο διαδηλώσεων κατά τη διάρκεια της κηδείας του, η οποία έγινε στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας, στα λεγόμενα «Φυλακισμένα Μνήματα», εκεί όπου η θηριωδία των Άγγλων δεν μπορεί να βρει ανταγωνιστή.
Ο Γιάννης Ρίτσος, εκείνες τις μέρες, συγκλονισμένος από τον ηρωικό θάνατο του Αυξεντίου, που προτίμησε να καεί ζωντανός παρά να παραδοθεί στον εχθρό, έγραψε τον «Αποχαιρετισμό», στον Γρηγόρη, όπου λέει μεταξύ άλλων:
Λέω τον αριθμό των χρόνων μου και κλαίω ξέροντας πως θα τον προσθέσετε στη δόξα του έθνους μας (ας μου συχωρεθεί κι αυτή η τελευταία μου αδυναμία).
Ακούω αυτόν τον αριθμό στα χείλη σας και θάθελα να τον φιλήσω πάνω στα χείλη σας.
Ήμουν ίσως μικρός για τη δόξα – ίσως μικρός για μια τέτοια ευτυχία.
Μια πράξη σωστή είναι το πήδημα του ανθρώπου έξω απ’ τη μοναξιά.
Είναι το σφίξιμο χιλιάδων χεριών κι ο όρκος όλων.
Είμαι έτοιμος.
Δε δέχομαι, όχι, τη θυσία για το θάνατο. Τη δέχομαι μονάχα για τη ζωή – για μια ζωή που πια δεν θ’ απαιτεί καμιά θυσία. Είμαι έτοιμος.
Ποτέ δεν θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενότητα μιας σπηλιάς μπορούσε να έχει τόση ευρυχωρία, μπορούσε να χωρέσει την πατρίδα με τις ελιές της, τ’ ακρογιάλια της, τα βάσανά της, με τα καΐκια της, μ’ ολάνοιχτα πανιά στον αντρίκιον αγέρα της, τον κόσμο με τα φλάμπουρά του, τα όνειρά του, τις καμπάνες του και τα μικρά αγριόχορτα. Ανασαίνω, μέσα σ’ αυτό το πέτρινο τούνελ που η έξοδός του είναι το ίδιο το στόμιο του ήλιου.
Το ξέρω: από δω, κατ’ ευθείαν, θα περάσω νεκρός μες στον κόσμο. Μην κλαίτε.
Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ, πως είναι δυνατή η Ελευθερία. Γεια σας.
Τούτη την ώρα δεν τρομάζω τα μικρά ή μεγάλα λόγια – μπορώ να σκουπίσω τα μάτια μου στη σημαία μας, μιας και το ξέρω: στην απόλυτη στιγμή μου μες απ’ το στόμιο του θανάτου, οι συναγωνιστές μου θα παραλάβουν απ’ τα χέρια μου φλεγόμενη τη σημαία του ανένδοτου αγώνα, φλεγόμενη σαν πύρινο άλογο ικανό να διασχίσει το άπειρο και το θάνατο, σαν άσβηστη δάδα μέσα σ’ όλες τις νύχτες των σκλάβων, φλεγόμενη η σημαία μας σα μέγα αστραφτερό δισκοπότηρο για την άγια Μετάληψη του Κόσμου.
Μπορώ να επαναλάβω:
«Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα και το αίμα μου – το σώμα και το αίμα του Γρηγορίου Αυξεντίου, ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ΄ το χωριό Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα, πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα όσα φτιάχνουν τη λέξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ και που σήμερα, 2 του Μάρτη 1957, κάηκε ζωντανός στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά και σήμερα, μέρα Σάββατο –μην το ξεχάσετε σύντροφοι- στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα και 3 πρώτα λεπτά, γεννήθηκε ο μικρός Γρηγόρης ανάμεσα στα ματωμένα γόνατα της πλάσης.
Ο δεύτερος της ιερής αυτής παρέας ήταν ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ο Βαγορής, όπως τον έλεγαν οι δικοί του, που δεν πρόλαβαν να τον χαρούν, όπως δεν πρόλαβε να τον χαρούν οι συμμαθητές του κι ο Ελληνισμός, όπως δεν πρόλαβε να χαρεί κι ο ίδιος τη ζωή, αφού την αποχαιρέτισε σε ηλικία μόλις 18 ετών, κρεμασμένος στο σχοινί της αγχόνης των εχθρών σφετεριστών της πατρίδας του.
Το μόνο που πρόλαβε να κάνει ο Βαγορής, ήταν να αγαπήσει παράφορα και με ακατανίκητο πάθος την Ελλάδα, για την οποία πέθανε υπερήφανα και με χαρά, αφήνοντας μια μέρα πριν τον απαγχονισμό του, στις 14 Μαρτίου 1957, το τελευταίο γράμμα:
Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.
Θάφτηκε κι αυτός στα “Φυλακισμένα Μνήματα” για να μην γίνουν διαδηλώσεις στην κηδεία του και φουντώσουν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, για να ακολουθήσει χρόνια μετά ένας άλλος ήρωας, αγωνιστής της Ελευθερίας κι αυτός, που έπεφτε νεκρός από αδελφικό χέρι που όπλισε ο βάρβαρος Τούρκος κατακτητής αυτή τη φορά.
Ήταν βράδυ Κυριακής, στις 20 Μαρτίου 1994, όταν έπεφτε νεκρός ο Θεόφιλος Γεωργιάδης μπροστά στο σπίτι του, στη Λευκωσία, από όπλο που κρατούσαν συμπατριώτες μας, όπλο που όπλισε το τουρκικό κράτος, για να εκδικηθεί τους πολύχρονους αγώνες του Θεόφιλου για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Κούρδων και την συναρτώμενη με τον αγώνα αυτόν ελευθερία της μαρτυρικής Κύπρου.
Τις μέρες αυτές που περιμένουμε να γιορτάσουμε την επέτειο της εθνικής μας παλιγγενεσίας εδώ στην Ελλάδα, ας αφιερώσουμε λίγες στιγμές και στη μνήμη των Κυπρίων αγωνιστών που πέθαναν για την Ελλάδα. Είναι εθνικό χρέος η μνήμη, όπως εθνικό χρέος μας είναι να μην ξεχνούμε ποτέ ότι η Κύπρος δεν είναι καθόλου μακριά.
Δημοσιεύθηκε στη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ της Παρασκευής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου